Φτάνουμε στο Ναύπλιο Μ. Παρασκευή. Μας συνοδεύει όλη μέρα ο πένθιμος ήχος της καμπάνας. Είναι βράδυ όταν για πρώτη φορά διασχίζουμε την πόλη πηγαίνοντας στη Μητρόπολη του Αγίου Γεωργίου, για να παρακολουθήσουμε την ακολουθία και την περιφορά του Επιταφίου. Καφετέριες, ταβέρνες, μαγαζάκια με τουριστικά είδη πλημμυρίζουν τα στενά δρομάκια. Σε λίγο, όταν η περιφορά τελειώσει, όταν οι τρεις Επιτάφιοι των γειτονικών εκκλησιών θα συναντηθούν, σε μια συγκινητική στιγμή στην Πλατεία Συντάγματος, όλος ο κόσμος θα ξεχυθεί στις ταβέρνες και τις καφετέριες. Έθιμο που δεν το ‘χουμε στην Κύπρο, αλλά που το συναντήσαμε παντού στην Ελλάδα. Μοιάζει σαν ένα νεκρόδειπνο, το τραπέζι που σε πολλά μέρη συνηθίζουν να κάνουν μετά την κηδεία.
Είναι μια πρώτη, βραδινή ματιά στην πόλη που θα την περπατήσουμε, θα τη γνωρίσουμε και θα την αγαπήσουμε τις επόμενες μέρες.
|
Πλατεία Συντάγματος |
Κάθε γωνιά της ελληνικής γης είναι γεμάτη από θρύλους και παραδόσεις, από μνήμες ιστορικές από την αρχαιότητα ίσαμε σήμερα. Μου φαίνεται όμως πως κανένα άλλο μέρος δεν είναι τόσο φορτωμένο με μνήμες όσο το Ναύπλιο. Από τον μυθικό Ναύπλιο, γιο του Ποσειδώνα και ιδρυτή της πόλης, ίσαμε τα νεότερα χρόνια της Επανάστασης, σε κάθε γωνιά της πόλης αφουγκράζεσαι τα βήματα της Ιστορίας.
Σήμα κατατεθέν του Ναυπλίου που το αντικρίζεις από παντού, ωραία φωταγωγημένο το βράδυ, είναι το κάστρο του Παλαμηδιού, που έχει άρρηκτα συνδέσει την ιστορία του με τη φυλάκιση εκεί του Κολοκοτρώνη. Λίγοι όμως έχουν την αντοχή να ανέβουν τα 999 σκαλοπάτια του! Οι πιο πολλοί προτιμούν την άνεση της ανάβασης με αυτοκίνητο.
|
Δρομάκι στο Ναύπλιο |
Εξίσου χαρακτηριστικό, αναγνωρίσιμο σημείο του Ναυπλίου, το μικρό νησάκι, το Μπούρτζι, που στέκεται φρουρός στην είσοδο του κόλπου. Οχυρωμένο πρώτα από τους Ενετούς, κυριευμένο ύστερα από τους Τούρκους, τόπος διαμονής κάποτε των δημίων, αποτελεί τώρα χώρο καλοκαιρινών καλλιτεχνικών εκδηλώσεων. Αλλά για μας που το αντικρίζουμε αυτό το γαλήνιο, φωτεινό πρωινό, αποτελεί το κέντρο ενός πανέμορφου τοπίου, καθώς πίσω του αχνοφαίνονται τα βουνά της Αργολίδας.
|
Το Μπούρτζι |
Η ξενάγησή μας μέσα από τα στενά δρομάκια της παλιάς πόλης είναι ένας περίπατος στο παρελθόν. Από τις πιο όμορφες πλατείες που έχουμε δει στον ελληνικό χώρο είναι χωρίς αμφιβολία η πλατεία Συντάγματος. Τεράστια, πλακόστρωτη, με ιστορικά κτήρια ποικίλων ρυθμών, κτήρια ενετικού, νεοκλασικού ή ακόμα μινωικού ρυθμού, ήταν κάποτε χώρος με σπίτια αγωνιστών. Τώρα, είναι μια απόλαυση να τριγυρνά κανείς εδώ, να κάθεται σε μια καφετέρια ενώ οι χαρούμενες φωνές των παιδιών που παίζουν αντιλαλούν ακόμα και τα βράδια. Εδώ βρίσκεται και το Αρχαιολογικό Μουσείο, εδώ και το Μεγάλο Τζαμί. Αλήθεια, πόσο απρόβλεπτη η Ιστορία! Πόσο συγκινητική ανατροπή να σκέφτεσαι ότι στο Μεγάλο Τζαμί στεγάστηκε η πρώτη Βουλή των απελευθερωμένων Ελλήνων!
|
Ο Όθωνας στην Πλατεία των Τριών Ναυάρχων |
Η πλατεία Συντάγματος δεν είναι βέβαια η μόνη πλατεία του Ναυπλίου. Στην Πλατεία των Τριών Ναυάρχων δεσπόζει το ωραίο νεοκλασικό κτήριο του Δημαρχείου της πόλης καθώς και η Δημοτική Πινακοθήκη. Ενώ στη μικρή πλατεία του Αγίου Σπυρίδωνος το βήμα μας επιβραδύνεται, η συγκίνηση μας κυριεύει, η σκέψη πάει πίσω, στο μακρινό εκείνο πρωινό της 27ης Σεπτεμβρίου 1831, όταν ο σεμνός, εμπνευσμένος Κυβερνήτης, ο Ιωάννης Καποδίστριας, που θα μπορούσε, αν τον άφηναν, να αλλάξει τη μοίρα και την πορεία της Ελλάδας, έπεφτε δολοφονημένος από ελληνικά χέρια. Το σημάδι από τη σφαίρα, προστατευμένο σε γυάλινη προθήκη, μένει ακόμα εκεί στον τοίχο της εκκλησίας να θυμίζει τις τραγικές στιγμές.
|
Σημάδι από τη σφαίρα που σκότωσε τον Καποδίστρια |
Πολύ κοντά η οδός Άγγελου Τερζάκη και η κάπως παραμελημένη προτομή του σπουδαίου αυτού λογοτέχνη και πνευματικού ανθρώπου. Η σκηνή από την «Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ» καθώς εκείνη διασχίζει έφιππη το Ναύπλιο θαμπώνοντας με την ομορφιά της το νεαρό Νικηφόρο Σγουρό ξανάρχεται ζωντανά στη σκέψη.
|
Ο Άγγελος Τερζάκης |
Ναύπλιο. Η πρώτη πρωτεύουσα της ελεύθερης Ελλάδας. Εδώ κυβέρνησε για τρία χρόνια ο Καποδίστριας, εδώ αποβιβάστηκε λίγο αργότερα ο νεαρός βασιλιάς Όθωνας κι απ’ εδώ έφυγε εξόριστος το 1862. Εδώ δικάστηκε και καταδικάστηκε ο Κολοκοτρώνης, εδώ έζησε η Μαντώ Μαυρογένους, εδώ πέθανε ο Δημήτριος Υψηλάντης… Πόσες μνήμες ξυπνούν μέσα μας καθώς τριγυρίζουμε στα στενά, πανέμορφα, λουλουδισμένα δρομάκια!
|
Δρομάκι στην παλιά πόλη |
Πόρος
Θεέ μου Πρωτομάστορα μ’ έκτισες μέσα στα βουνά
Θεέ μου πρωτομάστορα μ’ έκλεισες μες στη θάλασσα
Οι στίχοι του Ελύτη, ντυμένοι με τη μουσική του Θεοδωράκη, αντηχούν στη σκέψη μου καθώς με μάτια γεμάτα θάμπος αντικρίζω αυτή την απίθανη ομορφιά. Έχουμε διασχίσει το μικρότερο «δάχτυλο» της Πελοποννήσου και οδεύουμε από το Ναύπλιο προς το Γαλατά, απ’ όπου θα περάσουμε αντίκρυ στον Πόρο.
|
Από το Ναύπλιο προς το Γαλατά |
Πρωί του Μ. Σαββάτου. Ηρεμία. Γαλήνη. Φως κι ομορφιά. Το πράσινο κατεβαίνει ως τις ακτές και σμίγει με το γαλάζιο του Σαρωνικού, τοπίο που, αν και το συναντάς σε πλήθος παραλίες και νησιά της Ελλάδας, δεν παύει να σε μαγεύει όσες φορές κι αν το συναντήσεις. Η έκπληξη μεγάλη για όσους από μας δεν είχαμε ξανάρθει, όταν βλέπουμε πόσο κοντά στις ακτές της Πελοποννήσου είναι ο Πόρος, τόσο που λες μπορείς να πας κολυμπώντας. Πόρος άλλωστε σημαίνει πέρασμα, μια στενή λωρίδα θάλασσας που αποτελεί πέρασμα για τ’ όμορφο αυτό νησί.
|
Ο Πόρος όπως φαίνεται από το Γαλατά |
«Είναι το πιο ευτυχισμένο μέρος που γνώρισα ποτέ μου», γράφει ο Λόρενς Ντάρελ στο βιβλίο του «Τα ελληνικά νησιά». Μα η εικόνα που περιγράφει ο Ντάρελ, κάπου σαράντα χρόνια πριν, δεν είναι ίδια μ’ αυτήν που αντικρίζουμε εμείς σήμερα. Γράφει ο Ντάρελ: «Μπορεί να είναι τα πεύκα που κάνουν αξέχαστο τον Πόρο. Τα δάση μοιάζουν ποτισμένα στο ρετσίνι, τα πάντα μυρίζουν σαν καινούργιο καράβι. Όταν καταπλέεις στο λιμάνι το καλοκαίρι, σε τυλίγουν κύματα έντονης μυρωδιάς πεύκου που αιωρούνται στα ήσυχα νερά του λιμανιού».
|
Καθώς πλησιάζουμε στον Πόρο |
Μα καθώς εμείς αποβιβαζόμαστε στο λιμάνι η μυρωδιά που κυριαρχεί είναι πιο πολύ η μυρωδιά των ψαρομεζέδων και οι δελεαστικές προσκλήσεις απ’ τα ταβερνάκια που πλαισιώνουν το λιμάνι. Τουριστική η πρώτη εντύπωση. Όμως πιο πάνω, ανηφορίζοντας ανάμεσα σε κάτασπρα σπίτια και λουλουδισμένες αυλές, σου αποκαλύπτεται όλη η ομορφιά του νησιού. Δυστυχώς ο χρόνος δεν μας παίρνει για να βγούμε έξω από την πόλη, να τριγυρίσουμε στις καταπληκτικές παραλίες ή να επισκεφθούμε τα ερείπια του ναού του Ποσειδώνα, όπου κατέφυγε και αυτοκτόνησε ο μεγάλος ρήτορας, ο Δημοσθένης.
|
Πανέμορφη γωνιά στον Πόρο |
Πέρα απ’ την ιστορία του νησιού, δυο πράγματα είχα στο νου μου και δυο τοποθεσίες ήθελα να επισκεφθώ: τη βίλα «Γαλήνη» και το λεμονοδάσος. Και τα δυο με απογοήτευσαν. Τη βίλα «Γαλήνη», ένα μυθικό σχεδόν τόπο διαμονής και παραθερισμού πολλών διασημοτήτων του πνεύματος, την αντικρίζουμε μόνο από μακριά, μισοκρυμμένη ανάμεσα στα πεύκα του απέναντι βουνού. Οι ντόπιοι τους οποίους ρωτάμε μας αποτρέπουν να πάμε ως εκεί. «Δεν υπάρχει τίποτα να δείτε», μας είπαν, «τώρα είναι ιδιωτική κατοικία». Κι όμως είχα τόση επιθυμία να δω το μέρος όπου πέρασε πολλές μέρες ο Σεφέρης κι όπου έγραψε την «Κίχλη»:
………………………………………………………….
Και είσαι
σ’ ένα μεγάλο σπίτι με πολλά παράθυρα ανοιχτά
τρέχοντας από κάμαρα σε κάμαρα, δεν ξέροντας από πού
να κοιτάξεις πρώτα,
……………………………………………………….
Πόρος, «Γαλήνη», 1946
Έχοντας διαβάσει χρόνια πριν «Το λεμονοδάσος» του Κοσμά Πολίτη, με τον εξιδανικευμένο έρωτα του Παύλου και της Βίργκω που εξελίσσεται στο ανθισμένο, μοσχοβολημένο τοπίο των χιλιάδων λεμονιών και πορτοκαλιών, φανταζόμουν αυτό το τοπίο σαν ένα επίγειο παράδεισο. Το μεγαλύτερο μέρος του βρίσκεται στο Γαλατά, όμως, τι κρίμα, οικοπεδοποίηση και κτίσματα έχουν τελείως αλλάξει το τοπίο. Σκέφτομαι πως ίσως έχει δίκαιο ο Ουράνης που λέει πως δεν πρέπει να επισκεπτόμαστε τα μέρη που πολύ αγαπάμε, γιατί συχνά η πραγματικότητα διαψεύδει τη φαντασία.
|
Λουλουδισμένα σπίτια στον Πόρο |
Ύδρα-Σπέτσες
Τα ονόματά τους τ’ αποτυπώσαμε και τα τρία μαζί, έτσι όπως τ’ ακούγαμε στο μάθημα της Ιστορίας: Ύδρα-Σπέτσες-Ψαρά. Τα φανταζόμασταν τότε και τα τρία μαζί να μάχονται με το ναυτικό τους τους Τούρκους, χωρίς να περνά από το παιδικό μας μυαλό ότι τα Ψαρά βρίσκονταν στην άλλη πλευρά του Αιγαίου!
Τώρα βέβαια το ξέρουμε, καθώς το καΐκι του μπαρμπα-Γιάννη σχίζει τα γαλάζια νερά του Αργοσαρωνικού, πηγαίνοντάς μας στην Ύδρα και λίγο αργότερα στις Σπέτσες. Μας συνοδεύει η γλαφυρή ξενάγηση του καπετάνιου μας που επιμένει να μας δείχνει τις ωραίες, μεγάλες βίλες που μας κοιτάζουν αφ’ υψηλού σ’ όλη την ακτογραμμή από το Πόρτο Χέλι που ξεκινήσαμε και να μας δίνει πληροφορίες για τους ιδιοκτήτες τους αλλά και για όλα όσα συναντάμε στο σύντομο θαλασσινό μας ταξίδι.
|
Ύδρα |
Η ενδιαφέρουσα ξενάγηση διανθίζεται με χαρούμενα θαλασσινά τραγούδια που τόσο αφθονούν σε μια θαλασσινή χώρα όπως η Ελλάδα. Εκεί στης Ύδρας ανοιχτά και των Σπετσών
να σου μπροστά μου ένα δελφινοκόριτσο
…………………………………….
Το ποιητικό δελφινοκόριτσο του Ελύτη δεν το συναντήσαμε, βέβαια, αλλά πολλοί από μας πρόλαβαν να δουν τα δελφίνια στο θαλασσινό τους παιγνίδισμα.
Από μακριά βλέπουμε κιόλας το νησί ν’ απλώνεται αμφιθεατρικά, με τα παλιά, πέτρινα αρχοντικά να στέκονται πίσω από τις καφετέριες που πλημμυρίζουν τώρα την παραλία. Στη γρήγορη περιδιάβασή μας δεν έχουμε το χρόνο να επισκεφθούμε κανένα αρχοντικό, μόνο στο αξιόλογο ιστορικό μουσείο του νησιού ρίχνουμε μια βιαστική ματιά.
|
Ο Μιαούλης στην αυλή της Μητρόπολης |
Κειμήλια των πολέμων, ακρόπρωρα από πλοία του Αγώνα, ενδυμασίες, όπλα, χάρτες και μια πινακοθήκη με απεικονίσεις πλοίων του Αγώνα σε μεταφέρουν στο κλίμα του μεγάλου ξεσηκωμού, στον οποίο τόσο καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισε το νησί. Το πιο συγκινητικό σημείο του μουσείου είναι δίχως άλλο το σεμνό μνημείο όπου βρίσκεται ταριχευμένη η καρδιά του μεγάλου τέκνου του νησιού, του Ανδρέα Μιαούλη. Στον ίδιο χώρο λειτουργεί και ένα πολύ αξιόλογο Ιστορικό Αρχείο.
|
Κι άλλη άποψη της Ύδρας |
Έξω απ’ το μουσείο, η ομορφιά του νησιού μας τραβάει ακαταμάχητα. Καθώς ανηφορίζουμε στα στενά δρομάκια, ανάμεσα σε κάτασπρα σπίτια με γαλάζια παράθυρα, τοίχους καλυμμένους με πολύχρωμα αναρριχητικά, προλαβαίνουμε να ρίξουμε κλεφτές ματιές σε πανέμορφες, λουλουδισμένες εσωτερικές αυλές. Κι ώρα την ώρα νομίζω πως μπροστά μου, ανεβαίνοντας τα σκαλοπάτια, θα δω ν’ ανηφορίζει «Το κορίτσι με τα μαύρα», η αξέχαστη Έλλη Λαμπέτη σαν σκηνή από την ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη. Γιατί, αν εξαιρέσουμε τις καφετέριες της παραλίας, τίποτα δεν φαίνεται να ‘χει αλλάξει από τότε. Κανένα τροχοφόρο εξακολουθεί να μην επιτρέπεται να κυκλοφορεί στο νησί κι είναι μια απόλαυση να βλέπεις τα γαϊδουράκια να διαδραματίζουν ρόλο… ταξί.
|
Γαϊδουράκι σε ρόλο... ταξί |
Φεύγοντας από την Ύδρα ο μπαρμπα-Γιάννης μας προειδοποιεί: «Έχετε υπ’ όψιν ότι στην πορεία για τις Σπέτσες θα συναντήσουμε λίγο θαλασσάκι». «Θαλασσάκι» μπορεί να ήταν για τον ίδιο, για μας όμως τα 5-6 μποφόρ ήταν τρικυμία που μας έκανε να νομίζουμε ότι έφτασε το τέλος μας! Γι’ αυτό και η αποβίβασή μας στις Σπέτσες ήταν μια ιδιαιτέρως ευτυχής στιγμή.
|
Σπέτσες |
Το πευκόφυτο («πιτυούσα» ονομαζόταν στην αρχαιότητα) νησί έχει ένα κοσμοπολίτικο χαρακτήρα. Τελικά όμως μου φαίνεται πως η τουριστική ανάπτυξη των ελληνικών νησιών οδήγησε στην εξαφάνιση της ιδιαιτερότητάς τους και καθώς αποβιβάζεσαι στο λιμάνι μια πανομοιότυπη εικόνα προβάλλει, τουλάχιστον στα πιο κοσμοπολίτικα απ’ αυτά. Καφετέριες κι εστιατόρια στη σειρά και μικρά καταστήματα με τουριστικά είδη. Πρέπει να προχωρήσεις πιο πέρα από το λιμάνι, να τριγυρίσεις στο εσωτερικό, να σταθείς στα πιο ιστορικά του σημεία, για να αντιληφθείς και να εκτιμήσεις την ξεχωριστή φυσιογνωμία κάθε νησιού.
|
Η Μπουμπουλίνα |
Δίχως άλλο η μορφή που κυριαρχεί στις Σπέτσες είναι η σχεδόν μυθική μορφή της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας. Από τους πιο αξιοποιημένους ιστορικούς χώρους είναι το αρχοντικό της, ένα πανέμορφο σπίτι-μουσείο. Αναπαλαιωμένο από απογόνους της θρυλικής ηρωίδας το παλιό κτήριο του 17ου αι., με έπιπλα εποχής, πορτρέτα, προσωπικά αντικείμενα της Μπουμπουλίνας, συλλογές όπλων, επιστολές, προσφέρει στον επισκέπτη ένα βύθισμα στους καιρούς της Επανάστασης, προπάντων στην ηρωική εκείνη μορφή. Κι άθελά σου η σύγκριση με τους σημερινούς πικρούς καιρούς σε βυθίζει σε μια απέραντη μελαγχολία.
|
Η είσοδος στο σπίτι-μουσείο της Μπουμπουλίνας |
Καθώς ακόμα ένα ελληνικό Πάσχα φτάνει στο τέλος του, με τη σκέψη πλημμυρισμένη από την ομορφιά και τη μοναδικότητα της ελληνικής γης, μου ‘ρχεται στο νου η εξής ιστορία που μας αφηγήθηκε φίλος συνταξιδιώτης, που κι αυτός τη διάβασε σε εφημερίδα. Κάποτε, λέει, ο Θεός μοίραζε τις διάφορες χώρες στους ανθρώπους. Πήγαν όλοι, πήρε ο καθένας τον τόπο του και μόνο οι Έλληνες, φτάνοντας καθυστερημένοι, δεν βρήκαν τίποτα να πάρουν. Εισακούοντας όμως τις παρακλήσεις τους ο Θεός, τους είπε: «Δεν έμεινε τίποτα πλέον, αλλά, ας είναι, κράτησα μόνο ένα οικόπεδο για … τα γεράματά μου, σας το χαρίζω».
Κι αυτό είναι η Ελλάδα. Το πιο ωραίο οικόπεδο, το οικόπεδο του Θεού.
|
Μια τελευταία ματιά στο πανέμορφο "Οικόπεδο του Θεού" |