Είναι κάποια βιβλία για τα οποία δεν γίνεται πολύς λόγος, δεν προβάλλονται, οι κριτικοί δεν ασχολούνται μαζί τους, κι όμως, χωρίς να διεκδικούν περγαμηνές υψηλής λογοτεχνίας, μπορούν να σου χαρίσουν ωραίες στιγμές αναγνωστικής απόλαυσης. Ένα τέτοιο βιβλίο μ' έκανε χτες να ξεχάσω τους 40ο βαθμούς του καύσωνα. Κι αυτό, όχι μόνο βέβαια γιατί διαδραματίζεται στο φοβερό, παγωμένο χειμώνα του 1940-41 στην Αγία Πετρούπολη (τότε Λένινγκραντ). Τίτλος του βιβλίου "Οι Μαντόνες του Λένινγκραντ" (Μοντέρνοι Καιροί, 2006), συστημένο από μια φίλη σε πολύ επίκαιρη στιγμή ψυχολογικής προετοιμασίας για το καλοκαιρινό ταξίδι στη Ρωσία.
Κεντρικό πρόσωπο του βιβλίου η Μαρίνα, μια νεαρή κοπελίτσα, ξεναγός στο μουσείο Ερμιτάζ, που μεγαλώνει με την οικογένεια του αρχαιολόγου θείου της, αφού οι γονείς της είχαν συλληφθεί και εξαφανιστεί ως "αντιφρονούντες". Νομίζω όμως πως η Μαρίνα είναι μόνο το μέσον για να αναδειχτεί το κύριο "πρόσωπο" του μυθιστορήματος, που είναι το ίδιο το περίφημο μουσείο. Είναι Ιούνιος του 1941, όταν η Γερμανία επιτίθεται στη Ρωσία. Κανείς, ούτε και ο Στάλιν, δεν είχε προβλέψει την επίθεση, εκτός από το διευθυντή του μουσείου, Ορμπέλι, γι' αυτό θέτει σε εφαρμογή ένα σχέδιο εκκένωσης του μουσείου. Η Μαρίνα, μαζί με κάπου 2.000 άλλους υπαλλήλους, συσκευάζουν προσεκτικά κάθε πίνακα, κάθε άγαλμα, κάθε αντικείμενο, για να μεταφερθούν μακριά, σε ασφαλέστερο μέρος. Το εγχείρημα δεν είναι τόσο απλό όσο ακούγεται. Το μουσείο (πέντε κτήρια για την ακρίβεια) απλώνεται σε πάνω από 400 δωμάτια, με εκατομμύρια αντικείμενα. Το μουσείο αδειάζει. Τα υπόγειά του γίνονται καταφύγιο για χιλιάδες ανθρώπους.
Η νεαρή ξεναγός περιδιαβάζει στις άδειες αίθουσες, στους έρημους διαδρόμους. Με τη φαντασία της ξαναστήνει στη θέση τους τους πίνακες που είχε τόσο αγαπήσει, τόσες φορές ξεναγήσει σ' αυτούς, που μπορεί να τους περιγράψει βλέποντας μόνο τις άδειες κορνίζες τους (ελάχιστοι μετακινήθηκαν μαζί με τις κορνίζες). Μαζί της ξεναγούμαστε στο άδειο μουσείο, στην Αίθουσα με τους φεγγίτες, στη Σκάλα του Ιορδάνη, στην Αίθουσα της πρώιμης Ιταλικής Αναγέννησης, στην Αίθουσα του Λεονάρντο, του Ρέμπραντ, του Ρούμπενς..."Η Μαντόνα και το θείο βρέφος", "Η Αγία Οικογένεια", "Ο Περσέας και η Ανδρομέδα" και πλήθος άλλοι πίνακες περιγράφονται με κάθε λεπτομέρεια.
Και όλα αυτά, όλη αυτή η αγάπη για το μουσείο και την Τέχνη, μέσα στο απίστευτο κρύο, τους βομβαρδισμούς και την πείνα του πολιορκημένου για 900 μέρες Λένινγκραντ. "Οι άνθρωποι λιμοκτονούν. Έχουν φτάσει στο σημείο να τρώνε απίστευτα πράγματα. Ο Μπούμπι, η γάτα του Μιχαήλ, ήταν ένα πρώιμο θύμα αυτής της πείνας. Όχι ότι έφαγαν τον Μπούμπι, ήταν υπερευαίσθητοι για κάτι τέτοιο, τον αντάλλαξαν όμως για ένα σακί πατάτες και λίγο λάδι, γνωρίζοντας απόλυτα τη μοίρα στην οποία τον καταδίκαζαν. Σήμερα θα τον έτρωγαν χωρίς δεύτερη σκέψη. Τρώνε ταπετσαρίες και κόλλα, ακόμα και ξύλα, και πάλι λιμοκτονούν. Το μυαλό κλονίζεται (...). Απίστευτο αλλά αληθινό. Ξαπλώνουν και πεθαίνουν τόσο απλά σαν να πέφτουν για ύπνο, κι εκείνοι που μένουν πίσω προσπαθούν να εξηγήσουν το θάνατό τους, προσπαθούν να βρουν δικαιολογίες για να μουδιάσουν τον τρόμο".
Παρ' όλα αυτά η Μαρίνα επιβιώνει. Ο αγαπημένος της Ντμίτρι είχε επιστρατευτεί. Χάνονται. Θα ξανασυναντηθούν σ' ένα στρατόπεδο αιχμαλώτων στη Γερμανία και θα καταλήξουν στην Αμερική. Εκεί τους συναντάμε (το βιβλίο πηγαινοέρχεται από το παρόν στο παρελθόν) εξήντα χρόνια μετά. Εκείνη πάσχει από Αλτσχάιμερ. Ξεχνά το παρόν, όμως το παρελθόν διατηρείται ολοζώντανο στο ταραγμένο μυαλό της κι ανέπαφοι οι αγαπημένοι της πίνακες.
Ένα βιβλίο γραμμένο απλά, που ζωντανεύει με ρεαλισμό τραγικές ιστορικές στιγμές, γεμίζοντας όμως ταυτόχρονα την ψυχή μας με την αισιοδοξία και την ομορφιά που μπορεί να χαρίσει η Τέχνη.