Κυριακή, Νοεμβρίου 27, 2011

Μία ημέρα

"Αχ, που 'σαι νιότη που 'δειχνες πως θα γινόμουν άλλος"
Ο στίχος αυτός του Βάρναλη ερχόταν και ξαναρχόταν στη σκέψη μου, καθώς διάβαζα το πολυσέλιδο μυθιστόρημα του Ντέιβιντ Νίκολς "Μία ημέρα", με υπότιτλο "Είκοσι χρόνια. Δύο άνθρωποι". (Μίνωας, 2011, μετ. Γωγώ Αρβανίτη). Παγκόσμιο best seller, μεταφρασμένο σε 36 γλώσσες, γυρισμένο ήδη σε ταινία, εκθειασμένο από την κριτική, έχει όλα τα χαρακτηριστικά του ευπώλητου. Καθώς όμως το διάβαζα δεν ήξερα να πω αν είναι ένα σοβαρό μυθιστόρημα με ανάλαφρο επικάλυμμα ή αν είναι ένα ακόμα ανάλαφρο είδος τύπου Άρλεκιν με επίχρισμα σοβαρότητας! Σημασία έχει ότι το διάβασα με ενδιαφέρον, κάποιες στιγμές με χαμόγελο, άλλοτε με συγκίνηση, συχνά επιδοκιμάζοντας την αποδομητική στάση του συγγραφέα για πλήθος συνήθειες, νοοτροπίες και καταστάσεις.
Είναι 15 Ιουλίου 1988. Δυο νέοι, η Έμμα και ο Ντέξτερ, γνωρίζονται τη νύχτα της αποφοίτησής τους από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Περνούν τη νύχτα μαζί, κουβεντιάζουν, αναλογίζονται πώς θα είναι στα σαράντα τους που τους φαίνονται απίστευτα μακρινά, κάνουν όνειρα. Εκείνος, μέτριος φοιτητής στο τμήμα μοντέρνων γλωσσών, ωραίος, πλούσιος, θέλει πρώτα να ταξιδέψει, Γαλλία, Κίνα, Ινδία...Εκείνη, έχοντας τελειώσει με άριστα Αγγλική λογοτεχνία και ιστορία, προερχόμενη από μια κατώτερη κοινωνική τάξη, δεν ξέρει τι ακριβώς θα κάνει. Σημασία έχει, λέει, "να θέλεις να κάνεις κάτι διαφορετικό. Όχι να αλλάξεις ολόκληρο τον κόσμο, αλλά έστω αυτό το μικρό κομμάτι που υπάρχει γύρω σου".
Παρ' όλη την έλξη που αισθάνονται ο ένας για τον άλλο, οι δρόμοι τους αναπόφευκτα χωρίζουν. Ο συγγραφέας εξετάζει τις ζωές τους την ίδια ημερομηνία, 15 Ιουλίου, κάθε χρόνο μέχρι το 2007. Κάθε χρονιά τους βρίσκει σε μια διαφορετική κατάσταση. Ο καθένας ακολουθεί τη δική του πορεία. Κάνουν δεσμούς, χωρίζουν, κάποτε συναντιώνται, διατηρώντας μέσα στο χρόνο κάτι που θα μπορούσε να ονομαστεί "ερωτική φιλία". Εκείνος, πραγματοποιώντας το όνειρό του, αφού ταξιδέψει, γίνεται διάδημος παρουσιαστής στην τηλεόραση. Εκείνη εργάζεται πρώτα ως σερβιτόρα κι εξασφαλίζει τα δίδακτρα για να αποκτήσει δίπλωμα δασκάλας, ενώ ταυτόχρονα ονειρεύεται να γίνει συγγραφέας.
Η ζωή όμως δεν εξελίσσεται όπως την ονειρευτήκαμε. Οι ήρωες του Νίκολς "γι' αλλού κινήσανε κι αλλού η ζωή τους πήγε", πράγμα βέβαια που δεν μπορώ να αποκαλύψω.
Παράλληλα με τη ζωή των ηρώων του ο συγγραφέας με αδρές πινελιές ζωγραφίζει και τον μεταβαλλόμενο κόσμο. Πολύ σύντομες, υπαινικτικές σχεδόν αναφορές γίνονται για τον Νέλσον Μαντέλα, την εισβολή στο Αφγανιστάν, τον Σαντάμ Χουσεΐν, τη νέα χιλιετία κ. ά. Έχω την άποψη πως το βιβλίο θα κέρδιζε αν γίνονταν εκτενέστερες αναφορές στα σημαντικά γεγονότα της εικοσαετίας που καλύπτει το βιβλίο.
Με την ίδια συντομία ρίχνονται στο βιβλίο συχνά μονολεκτικές αναφορές σε πλήθος βιβλία που μοιάζει να είναι μια επιδεικτική αναφορά των λογοτεχνικών γνώσεων του συγγραφέα. Από την Άγκαθα Κρίστι στον Κούντερα, από την Τζέιν Όστιν στον Ντίκενς, από τη Βιρτζίνια Γουλφ στην Έμιλι Ντίκινσον, από τον Ντοστογιέφσκι στον Ναμπούκοφ, συγγραφείς και έργα αναφέρονται με δεδομένο ότι είναι γνωστά στον αναγνώστη. Όσο για το "Χάουαρντς εντ" ο ήρωάς του το διαβάζει μια ζωή χωρίς να το τελειώνει. Έμμεσα ο Νίκολς κάνει την κριτική του. Για πλήθος άλλα θέματα η κριτική του είναι πιο άμεση. Ειρωνεύεται τον κόσμο της τηλεόρασης, τα ακριβά εστιατόρια που είναι μόνο "δήθεν", το πρότυπο του θεωρούμενου επιτυχημένου κ.λπ. Λέει για παράδειγμα: "Τον παλιό καιρό, όταν οι άνθρωποι είχαν μόνο το αλκοόλ για βοήθεια, για να μιλήσεις με ένα κορίτσι έπρεπε πρώτα να κάνεις παιχνίδι με τα μάτια, να την κεράσεις ποτό, να φας ώρες ρωτώντας για βιβλία, ταινίες, γονείς, αδέρφια. Τώρα είναι εύκολο να περάσεις σχεδόν κατευθείαν από το "πώς σε λένε;" στο "Δείξε μου το τατουάζ σου" ας πούμε ή στο "Τι χρώμα εσώρουχα φοράς;"
Αλλού γράφει: "Στο θαυμαστό καινούριο κόσμο της TV δεν υπήρχε περίπτωση να μπει σε μια αίθουσα συσκέψεων και να βρει εκεί ένα τσούρμο εξηντάρηδες να κατεβάζουν ιδέες γύρω από ένα τραπέζι. Αλήθεια, τι γίνονταν οι άνθρωποι της TV όταν έφταναν σε μια ορισμένη ηλικία;"
Κι άλλοτε παρατηρεί ειρωνικά για τον ήρωά του: "...τυπικό δείγμα μιας νέας ράτσας Βρετανού: Λονδρέζος, με λεφτά, άνετος με τη σεξουαλικότητά του, με αδυναμία στο σεξ, τα ακριβά αυτοκίνητα, τα ρολόγια από τιτάνιο και τα αντικείμενα από ματ ανοξείδωτο ατσάλι".
Η θητεία του Νίκολς ως σεναριογράφου είναι εμφανής στην πληθώρα των διαλόγων του βιβλίου. Νομίζω πως πρόκειται για έναν έξυπνο, γνώστη της λογοτεχνίας συγγραφέα που κινήθηκε με τους ρυθμούς της αγοράς και πέτυχε. Εν κατακλείδι θα έλεγα πως το "Μία ημέρα" είναι ό,τι πρέπει ως ανάγνωσμα για ένα κρύο, χειμωνιάτικο σαββατοκύριακο, στη θαλπωρή του σπιτιού.

Τρίτη, Νοεμβρίου 22, 2011

Αμνησία

Δεν είναι η πρώτη φορά που διαπιστώνω ότι μια έμπνευση, μια ωραία ιδέα, δεν κατορθώνει να φτάσει στο προσδοκώμενο αποτέλεσμα. Το θέμα "μνήμη" και πώς αυτή λειτουργεί, οι επιπλοκές της, πώς χάνεται και πώς ανακτάται, είναι από μόνο του ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα και έχει δώσει ωραία ψυχολογικά θρίλερ τόσο στη λογοτεχνία όσο και στον κινηματογράφο. (Θυμάμαι τώρα το εξαιρετικό, παλιό μυθιστόρημα του James Hilton "Αιχμάλωτοι του παρελθόντος", έκδοση του Ρομάντζου του 1955, που βρίσκεται ακόμη στα παλαιοπωλεία).
Όμως ο Άγγλος Στιβ Γουάτσον με την "Αμνησία" (Ψυχογιός, 2011, μετ. Γιώργος Μπαρουξής), που αποτελεί το πρώτο του μυθιστόρημα, αποτέλεσμα των μαθημάτων δημιουργικής γραφής που παρακολούθησε, δεν κατορθώνει να δημιουργήσει έργο μεγάλης πνοής. Υπάρχουν επαναλήψεις που το καθιστούν φλύαρο, η δράση είναι ελάχιστη και οι αναμενόμενες ανατροπές σχεδόν προβλεπόμενες από τον αναγνώστη.
Η υπόθεση: Μια γυναίκα, η Κριστίν, σαράντα εφτά χρονών, ξυπνάει κάθε πρωί σ' ένα άγνωστο γι' αυτήν δωμάτιο, πλάι σ' έναν άγνωστο άνδρα. Όλη η προηγούμενη ζωή της έχει σβηστεί από τη μνήμη της. Κάθε μέρα ο άντρας της πρέπει να της θυμίζει ποια είναι, να γεμίζει την κουζίνα με σημειώματα, ενώ ένας γιατρός, νευρολόγος, την παρακολουθεί εν αγνοία του συζύγου της, μελετώντας την περίπτωσή της και βοηθώντας την να επανεύρει τη μνήμη της. Ένα από τα μέσα που χρησιμοποιεί είναι να την προτρέψει να καταγράφει σε ημερολόγιο όσα της συμβαίνουν κάθε μέρα. Έτσι, διαβάζοντάς τα η Κριστίν θυμάται και μας αφηγείται τι της συμβαίνει. Οι καταγραφές είναι αφύσικα εκτενείς και λεπτομερείς για μια γυναίκα χωρίς μνήμη.
Με τη μέθοδο αυτή, αλλά και με την επίσκεψη σε μέρη όπου έζησε στο παρελθόν, η μνήμη της αρχίζει σιγά-σιγά να επανέρχεται, οπότε διαπιστώνει, και μαζί της και ο αναγνώστης, ότι τα πράγματα δεν είναι αυτά που φαίνονται.
Θα μπορούσε να είναι ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο. Όμως, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι κι ας έχουν αγοραστεί τα συγγραφικά δικαιώματα από πάνω από 30 χώρες, όπως μαθαίνουμε από το πληροφοριακό σημείωμα. Ίσως η ταινία που ετοιμάζεται να γυριστεί με βάση το έργο, με τις απαραίτητες τροποποιήσεις που συνήθως γίνονται κατά τη μεταφορά βιβλίων στον κινηματογράφο, να αποβεί πιο ενδιαφέρουσα.

Δευτέρα, Νοεμβρίου 07, 2011

Ο ιεροκήρυκας

Η Φιελμπάκα είναι ένα ψαροχώρι της Σουηδίας, 140 χμ. περίπου από το Γέτεμποργ. Eκεί γεννήθηκε το 1974 η Camilla Lackberg και εκεί τοποθετεί τις αστυνομικές της ιστορίες. Με σπουδές στα οικονομικά στράφηκε στη συγγραφή αστυνομικών μυθιστορημάτων από αγάπη για τις αστυνομικές ιστορίες, αφού, όπως μας πληροφορεί το βιογραφικό της, από τα έντεκά της χρόνια είχε διαβάσει όλα τα βιβλία της Αγκάθα Κρίστι.
Το πρώτο της βιβλίο, "Η παγωμένη πριγκίπισσα", κυκλοφόρησε το 2003 (στα ελληνικά από το Μεταίχμιο το 2010), έγινε μπεστ σέλερ, γι' αυτό και η εξίσου μεγάλη επιτυχία του δεύτερού της βιβλίου "Ο ιεροκήρυκας" (Μεταίχμιο 2011, μετ. Γρηγόρης Κονδύλης). Στα σουηδικά κυκλοφορεί ήδη το έβδομό της βιβλίο, ενώ στα ελληνικά προαναγγέλλεται για την άνοιξη του  2012 το "Οικογενειακά μυστικά".
Κατά κανόνα στα αστυνομικά μυθιστορήματα υπάρχει ως κεντρικό πρόσωπο ο ίδιος ντετέκτιβ. Για παράδειγμα ο Ηρακλής Πουαρό στην Αγκάθα Κρίστι (κάποτε η Μις Μαρπλ), ο Σέρλοκ Χολμς στον Άρθουρ Κόναν Ντόυλ, ο Κώστας Χαρίτος στον Πέτρο Μάρκαρη κ.ο.κ.
Η Camilla Lackberg δημιούργησε τον Πάτρικ Χένστρεμ. Εργάζεται στο αστυνομικό τμήμα του Τανουμσχέντε, έχει ως προϊστάμενο τον όχι και πολύ ικανό Μέλμπεργ και βοηθούς μια ομάδα άλλων αστυνομικών. Ο Πάτρικ, όπως όλοι οι οι ντετέκτιβ αστυνομικών μυθιστορημάτων, είναι έξυπνος, έντιμος, δραστήριος, προσηλωμένος στο καθήκον και βεβαίως φτάνει πάντα στη λύση και στην αποκάλυψη των ενόχων.
Στο πρώτο βιβλίο της Lackberg τον είδαμε να ερωτεύεται την Ερίκα, μια συγγραφέα, πιθανόν το alter-ego της ίδιας της συγγραφέως, που κληρονομεί το πατρικό της στη Φιελμπάκα και αποφασίζει να μείνει εκεί. Παντρεύονται και τώρα, στο δεύτερο βιβλίο, η Ερίκα είναι έγκυος και περιμένουν το πρώτο τους παιδί. Είναι καλοκαίρι, πολλή ζέστη (λίγο δύσκολο να το φανταστούμε για τη Σουηδία), ο Πάτρικ είναι με άδεια, αλλά ανακαλείται στην υπηρεσία γιατί βρέθηκε ένα γυμνό πτώμα μιας νέας γυναίκας. Το πιο περίεργο είναι ότι κάτω από το πτώμα βρέθηκαν δυο σκελετοί. Η έρευνα έδειξε ότι πρόκειται για σκελετούς νέων γυναικών που είχαν εξαφανιστεί  είκοσι χρόνια πριν. Κατάγματα και τραύματα στο πτώμα έδειχναν ότι το θύμα είχε βασανιστεί πριν δολοφονηθεί, αλλά ευρήματα και στους δύο σκελετούς έδειχναν ένα παρόμοιο τρόπο θανάτου. Πώς συνδέεται το καινούριο έγκλημα με τα παλιά; Ποιος και γιατί δολοφόνησε τις  νέες γυναίκες;
Από την αρχή φαίνεται ότι ο ένοχος πρέπει να αναζητηθεί ανάμεσα στα μέλη δυο συγγενικών οικογενειών που κατάγονται από τον φημισμένο στην εποχή του ιεροκήρυκα Εφραίμ Χούλτ, αλλά με κάκιστες σχέσεις μεταξύ τους. Η έρευνα που διεξάγει ο Πάτρικ διανθίζεται με τις οικογενειακές του στιγμές, την Ερίκα που υποφέρει από τη ζέστη στον ένατο μήνα της εγκυμοσύνης, τους ανεπιθύμητους ξένους που εκμεταλλεύονται τη φιλοξενία της, τα προβλήματα που η μικρότερη αδελφή της αντιμετωπίζει στο γάμο της και ποικίλα άλλα θέματα καθημερινότητας.
Κάποτε η λύση στα αστυνομικά μυθιστορήματα μας φαίνεται παρατραβηγμένη, όχι τόσο πιθανή και ίσως να μη μας ικανοποιεί πάντα. Όμως πιστεύω ότι μεγαλύτερη σημασία για τον αναγνώστη έχει η διαδρομή ως εκεί. Η περιέργεια για το τι μπορεί να συνέβη, η ενεργοποίηση της σκέψης στην αναζήτηση του ενόχου, οι ποικίλες άλλες πληροφορίες σχετικά με τη ζωή στην τοπική και χρονική συγκυρία, οι κοινωνικές, ψυχολογικές και άλλες διαστάσεις που απαιτεί το σύγχρονο αστυνομικό μυθιστόρημα. Γενικά είναι ένα ανάγνωσμα που λειτουργεί με τους δικούς του όρους, από το οποίο δεν έχεις απαιτήσεις υψηλής λογοτεχνίας, αλλά που μπορεί να σου χαρίσει λίγες ώρες αναγνωστικής ψυχαγωγίας.