Τρίτη, Φεβρουαρίου 26, 2013

Δουβλινιάδα

Ενρίκε Βίλα-Μάτας
Δουβλινιάδα
Καστανιώτης 2011
Μετ. Νάννα Παπανικολάου
Δεν  ξέρω αν μπήκε καμιά φορά στα "ευπώλητα", αμφιβάλλω όμως. Δεν είναι βιβλίο για να περάσει κανείς κάποιες ώρες χαλάρωσης, βυθιζόμενος στη μαγεία ενός παραμυθιού. Είναι βιβλίο που η ανάγνωσή του σε σεριανάει σ' ένα λογοτεχνικό κήπο με πυκνή βλάστηση. Όπου, ντυμένο με μυθιστορηματική χροιά συναντάς ή ξανασυναντάς βιβλία και συγγραφείς που διάβασες ή σου δημιουργείται η επιθυμία να διαβάσεις.
Με κεντρικό πρόσωπο τον Σάμουελ Ρίβα, έναν εκδότη, ο Ισπανός ή μάλλον Καταλανός, Ενρίκε Βίλα-Μάτας συνθέτει τον επικήδειο της έντυπης λογοτεχνίας. Μια αντίφαση, αν σκεφτούμε ότι ο επικήδειος αυτός συντίθεται με ένα λογοτεχνικό, έντυπο κέιμενο! Ο εξηντάχρονος εκδότης Ρίβα, διαβλέποντας την παρακμή των εκδόσεων όπως τις ξέρουμε, κλείνει έγκαιρα τον εκδοτικό του οίκο. Σαν επιβεβαίωση της εποχής που αλλάζει, ο ίδιος παθιάζεται με τη σύγχρονη τεχνολογία, γίνεται ένας "χικικομόρι", όπως λέγονται στην Ιαπωνία οι "αυτιστικοί" της πληροφορικής. Νεαροί σε πλήρη απομόνωση που "οι περισσότεροι κοιμούνται ή ξαπλώνουν κατά τη διάρκεια της μέρας και βλέπουν τηλεόραση ή ασχολούνται με τον υπολογιστή κατά τη διάρκεια της νύχτας".
Ο Ρίβα ζει στη Βαρκελώνη με τη γυναίκα του που του ανακοινώνει ότι θέλει να γίνει βουδίστρια. Αυτό δεν φαίνεται να τον απασχολεί ιδιαίτερα, τον απασχολεί όμως η προσπάθειά που καταβάλλει εδώ και δυο χρόνια να αποτοξινωθεί από το αλκοόλ. Ζουν ακόμη οι ηλικιωμένοι γονείς του, τους οποίους επισκέπτεται μια φορά τη βδομάδα καθώς και όποτε γυρίζει από ταξίδι, για να τους το περιγράψει.
Ένα όνειρο που βλέπει να διαδραματίζεται στο Δουβλίνο, πόλη που δεν έχει επισκεφθεί ποτέ, του δίνει την ιδέα να πάει και εκεί να τελέσει την κηδεία του κόσμου του Γουτεμβέργιου, της εποχής δηλαδή της τυπογραφίας. Ποιος χώρος θα μπορούσε να είναι καταλληλότερος γι' αυτό το σκοπό από το χώρο όπου διαδραματίζεται ένα κορυφαίο λογοτεχνικό έργο, η "Οδύσσεια" του Τζέημς Τζόυς;
Με άλλους τρεις φίλους λοιπόν, συγγραφείς που είχε εκδώσει, φτάνουν στο Δουβλίνο. Όλη η αφήγηση, αν και τριτοπρόσωπη,  δίνεται από τη σκοπιά του Ρίβα. Σκέψεις για τη λογοτεχνία, τους συγγραφείς και τους εκδότες, αναμνήσεις, συγγραφείς και έργα πλημμυρίζουν το βιβλίο: Ζυλιέν Γκρακ, Σελίν, Γέητς, Μπόρχες, Μέλβιλ, Πωλ Ώστερ, Προυστ, Τζούλιαν Μπαρνς, εκτενώς ο Μπέκετ και πάνω απ' όλους βέβαια ο Τζόυς περνούν από τους συλλογισμούς του.
Και βεβαίως δεν θα μπορούσε να βρεθεί καταλληλότερη μέρα για την τέλεση της κηδείας της τυπογραφίας από τη 16η Ιουνίου, την περίφημη Bloomsday, δηλ. την ημέρα κατά την οποία διαδραματίζεται όλη η "Οδύσσεια" του Τζόυς. Ούτε καταλληλότερος χώρος για την τέλεση αυτής της κηδείας από το καθολικό κοιμητήριο του Γκλάσνεβιν, όπου τελείται η κηδεία που καταλαμβάνει το 6ο κεφάλαιο της "Οδύσσειας", το επιγραφόμενο "Νέκυια". Ο Τζόυς, παντού ο Τζόυς και γύρω από αυτόν ένα ολόκληρο λογοτεχνικό σύμπαν.
Η "Δουβλινιάδα" δεν είναι εύκολο βιβλίο. Ο αναγνώστης όμως που θα καταφέρει να εισχωρήσει στον κόσμο του θα επανέρχεται σ' αυτήν ξανά και ξανά.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 23, 2013

Για την τιμή του βιβλίου



Κυρίες και κύριοι εκδότες,
Η κρίση είναι εδώ. Το γνωρίζετε καλά. Οξύτατη και πολυεπίπεδη. Έχει εισβάλει στις επιχειρήσεις σας. Ο κλάδος περνά μεγάλη δοκιμασία. Διαστρωματωμένα αποτυπωμένη πλέον στο μεγαλύτερο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας επηρεάζει αντιστοίχως αναλογικά και πάντως δραματικά την ζωή όλων μας.  Δυσκολεύει  η  καθημερινότητα για ολοένα και περισσότερους  και αγγίζει κάθε τομέα, πέρα από τον αποκλειστικά οικονομικό και εργασιακό.
Όταν η ανεργία και η κάθετη πτώση του εισοδήματος  έχουν εκτοξευθεί στους πιο υψηλούς δείκτες των τελευταίων δεκαετιών η βασική βεβαίως προτεραιότητα δεν μπορεί παρά να είναι η υπεράσπιση της Αξιοπρέπειας στην καθημερινή διαβίωση με όλα όσα πρέπει αυτή να περιλαμβάνει σε συνθήκες Δημοκρατίας :Υγεία, Στέγη, Τροφή, Εκπαίδευση, Ελευθερία.
Για τους βιβλιόφιλους  αυτής της χώρας, που στην πλειοψηφία τους δεν είναι ένα προνομιούχο κομμάτι, που ζει εκτός κοινής οικονομικής πραγματικότητας, το βιβλίο αποτελεί ένα πολύ σημαντικό αγαθό ενταγμένο στα παραπάνω, το οποίο δεν μπορεί και δεν πρέπει να μπει στην λίστα εκείνων,  που θα μειωθούν ή θα κοπούν εντελώς, επειδή η ακρίβεια το καθιστά συχνά απλησίαστο.
Αν με τις προσφορές, τα παζάρια, την στροφή στους παλιούς τίτλους και την επιστροφή στις βιβλιοθήκες διαφαίνεται μια καλή λύση, τι θα γίνει με τους καινούργιους τίτλους;
Θα αφορούν σε όλο και πιο λίγους; Και αν παγιωθεί αυτό ως αναγκαστική συνθήκη στην κρίση, θα πάμε από την εκδοτική πλημμυρίδα σε μιαν εκδοτική άμπωτη της οποίας τα χαρακτηριστικά θα είναι  ούτε λίγο ούτε πολύ τα…εκδίδουμε  ό,τι μπορεί να αποσβέσει;
Πριν φτάσουμε σ΄αυτό, το θλιβερό και στρεφόμενο στην ουσία κατά του πολιτισμού μας, ας επιχειρήσετε εσείς, οι εκδοτικοί οίκοι, καθώς σ΄εσάς πέφτει πρωτίστως αυτή η  υποχρέωση, κάτι άλλο: μείωση της τιμής των καινούργιων τίτλων, ώστε να μην ανακοπεί η δημιουργική έκφραση όλων αυτών, στους οποίους ανάμεσα, πάντοτε, υπάρχουν ταλέντα που δεν πρέπει να χαθούν, επειδή θα έχει προκριθεί  λόγω ωμής ανάγκης ,το εφήμερο.
Ως αναγνώστες, ιστολόγοι, πολίτες, σας το ζητάμε και αν το πράξετε, πρώτοι εμείς, θα το υποστηρίξουμε. Αντιλαμβανόμαστε τις δυσκολίες, τις υποχρεώσεις σας στους εργαζόμενους, τα κόστη χαρτιού, δικαιωμάτων, μεταφράσεων και ό,τι άλλο, όμως  το βιβλίο ακριβώς στην παρούσα κρίση οφείλουμε να το διαδώσουμε ως αγαθό και όχι πολυτέλεια των ολίγων.
Τα ιστολόγιά μας, πάντα φιλόξενα και χωρίς κανενός είδους αντάλλαγμα, λειτουργήσαμε και λειτουργούμε, εκ των πραγμάτων, ως… διαφημιστές των βιβλίων σας! Ειδικά εκείνων που υπερβαίνουν το εφήμερο…
Εμείς μπορούμε να συνεχίσουμε  υπηρετώντας από κοινού με σας την Λογοτεχνία και συμβάλλοντας στην επιβίωσή της ,αν κι εσείς θελήσετε να προχωρήσετε σ΄ αυτό που επιτακτικά πλέον σας ζητάμε: χαμηλές τιμές σε όλα και ειδικότερα στα καινούργια βιβλία χωρίς αλλαγή στην αισθητική και την ποιότητά τους.
Και αν η τιμή του έντυπου βιβλίου δεν μπορεί να αλλάξει δραστικά, εκεί που δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία είναι η υψηλή τιμή του e-book. Δεν επιτρέπεται η διαφορά της τιμής έντυπου και ηλεκτρονικού βιβλίου να είναι τις πλείστες φορές μόνο δύο ευρώ! Μπορεί και πρέπει να είναι τουλάχιστον η μισή, πράγμα που όχι μόνο θα διευκόλυνε τους ήδη βιβλιόφιλους αλλά πιθανότατα θα προσήλκυε και νέους.




Παρασκευή, Φεβρουαρίου 15, 2013

Αργός χορός



 Γιόλα Δαμιανού-Παπαδοπούλου
Αργός χορός
Διόπτρα, 2013
Νομίζω πως η Γιόλα Δαμιανού Παπαδοπούλου δεν χρειάζεται πια καμιά παρουσίαση του βιογραφικού της. Γνωστή για τα πάμπολλα βιβλία της, διηγήματα, μυθιστορήματα, χρονογραφήματα, παιδική και νεανική λογοτεχνία, καθώς και την πληθώρα διακρίσεων και βραβεύσεων, είναι πολύ αγαπητή και δημοφιλής συγγραφέας και οι θιασώτες της γραφής της περιμένουν ανυπόμονα κάθε καινούρια της έκδοση.
Από την παρουσίαση στη Λευκωσία
Υπάρχει η άποψη πως τα ιστορικά, κοινωνικά ή άλλα γεγονότα πρέπει να αφήνονται να ωριμάσουν, πρέπει να περάσει καιρός από τότε που διαδραματίζονται, να πάρουν τις σωστές τους διαστάσεις πριν από τη λογοτεχνική τους μετουσίωση. Στην ιστορία όμως της λογοτεχνίας συναντάμε παραδείγματα από εξαιρετικά βιβλία που γράφτηκαν σχεδόν ταυτόχρονα με τα γεγονότα όπως, αντίθετα, και άλλα, εξίσου σπουδαία , που γράφτηκαν χρόνια μετά.
Για παράδειγμα, η περιγραφή της μάχης του Μποροντίνο στο μυθιστόρημα  του Τολστόι «Πόλεμος και Ειρήνη» έγινε πενήντα σχεδόν χρόνια μετά τη διεξαγωγή της. Αλλά ο Έρνεστ Χεμινγουαίη απεικονίζει τον Ισπανικό εμφύλιο πόλεμο στο «Για ποιον χτυπά η καμπάνα» σχεδόν αμέσως με το πέρας του. Ο Μυριβήλης εξιστορεί τον πόλεμο των χαρακωμάτων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου στο «Η ζωή εν τάφω» ταυτόχρονα με τη διεξαγωγή του, ενώ η καταστροφή της Σμύρνης (1922) εξακολουθεί και σήμερα, 90 χρόνια μετά, να εμπνέει τους λογοτέχνες. Έτσι, η αξία ενός βιβλίου που σχετίζεται με ιστορικά γεγονότα δεν εξαρτάται από τη χρονική απόσταση ή μη των γεγονότων, αλλά από πολλούς άλλους παράγοντες.
Η συγγραφέας υπογράφει βιβλία
Δυο λόγια από τη συγγραφέα
Στο βιβλίο «Αργός χορός»  συνδυάζονται  και οι δυο αυτές τάσεις. Ξεκινά από το σήμερα αλλά μας παίρνει και πενήντα περίπου χρόνια πίσω, με την αφήγηση να εναλλάσσεται μεταξύ παρόντος και παρελθόντος. Η συγγραφέας αφιερώνει το βιβλίο της στους 13 θυσιασθέντες στο Μαρί και απ’ αυτό το τραγικό γεγονός αρχίζει την αφήγησή της. (Πρόκειται για τη φονικότατη έκρηξη πυρομαχικών στη ναυτική βάση «Ευάγγελος Φλωράκης», κοντά στο χωριό Μαρί, με θύματα και άλλες ανυπολόγιστες ζημιές, στις 11 Ιουλίου 2011).
Ο ηθοποιός Ηρόδοτος Μιλτιάδου διαβάζει αποσπάσματα
Κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου είναι ο Αλέκος. Ένα νέο παιδί που, αφού σπούδασε στο Λος Άντζελες κινηματογράφο και οπτικοακουστικά μέσα, γυρίζει στην Κύπρο, όπου απεγνωσμένα όπως χιλιάδες άλλοι νέοι της ηλικίας του ψάχνει για δουλειά. Ο Αλέκος θέλει να μείνει στον τόπο του όχι μόνο από αγάπη γι’ αυτόν αλλά και για τον έρωτά του για την Άννα. Με την Άννα γνωρίζονταν και αγαπιούνταν από τα μαθητικά τους χρόνια, όμως η απόρριψη που αισθάνεται, η απογοήτευση, η ντροπή να εξαρτάται οικονομικά ακόμα από τους γονείς του, ένα αίσθημα μειονεξίας απέναντι στην Άννα που έχει ήδη διοριστεί ως καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο, τον κάνουν να πάρει την απόφαση να φύγει από την Κύπρο. Πριν φύγει γυρίζει ένα ντοκιμαντέρ με σκοπό να το υποβάλει σ’ ένα διαγωνισμό κι έτσι βρίσκεται το πρωί της 11ης Ιουλίου στο Gavernors Beach, για να κινηματογραφήσει την ανατολή του ήλιου. Εκείνη την ώρα όμως, σε κοντινή απόσταση, συμβαίνει  η φονική έκρηξη, της οποίας γίνεται μάρτυρας. Η απόφαση να φύγει από την Κύπρο γίνεται πιο έντονη.
Ο κ. Δ. Μπαλαούρας του βιβλιοπωλείου "Πάργα" καλοσωρίζει τη συγκέντρωση
 Έτοιμος να φύγει επισκέπτεται τη γιαγιά του Σοφία με την οποία τον δένει μια ιδιαίτερη σχέση. Εκείνη του δίνει ένα χοντρό μαύρο τετράδιο στο οποίο έχει καταγράψει τη ζωή της, θέλοντας έτσι να του δώσει την ιδέα ενός σεναρίου για ταινία. Και τότε ο Αλέκος βυθίζεται σ’ ένα παρελθόν, μακρινό για τη γενιά του, αλλά τόσο κοντινό για όλους εμάς που το ζήσαμε.
Ειλικρινά, διαβάζοντας μαζί με τον Αλέκο το τετράδιο, ένιωθα πως ταυτιζόμουν με τη γιαγιά Σοφία. Ίδιες εμπειρίες, ίδια συναισθήματα, ίδιο περιβάλλον στην Κύπρο, όπως το ζήσαμε από τις αρχές του ’50 ως τις μέρες μας. Μέσα από την καταγραφή της γιαγιάς Σοφίας περνάει η ιστορία του τόπου μας των τελευταίων εξήντα χρόνων, όχι βέβαια σαν ιστορικό μυθιστόρημα αλλά σαν περιβάλλον και συνθήκες που επηρέασαν και καθόρισαν τη ζωή των πρωταγωνιστών του μυθιστορήματος.
Η Σοφία, παιδί μιας μεγαλοαστικής οικογένειας, αρχίζει την αφήγησή της από τα ευτυχισμένα παιδικά της χρόνια στο Βαρώσι. Στην παλιά, περιτειχισμένη πόλη με τον Πύργο του Οθέλλου, την εκκλησία του Αγίου Νικολάου, όπου Έλληνες, Άγγλοι και Τούρκοι συμβίωναν ειρηνικά. Ακολουθεί η αρχή της διατάραξης των σχέσεων Ελλήνων και Τούρκων και η αναγκαστική μετακόμιση της οικογένειας στη Λευκωσία. Η Σοφία φοιτά στο Γυμνάσιο Φανερωμένης, ζει τον αγώνα της ΕΟΚΑ και, μαθήτρια ακόμη, εντάσσεται στην Οργάνωση δίνοντας τον όρκο. Από τις πιο συγκινητικές στιγμές του βιβλίου είναι οι στιγμές της ορκωμοσίας και εξαιρετικός ο τρόπος με τον οποίο μας τις αποδίδει η συγγραφέας. Γράφει: «Για μερικά λεπτά πίστεψα πως η καρδιά στο στήθος μου έπαψε να χτυπά, και κάτι φύτρωνε μέσα μου, σαν δέντρο που έβγαζε ρίζες, έβγαζε φύλλα κι εγώ ένιωθα πολύ αδύναμη να το βαστάξω (…) Επαναλάμβανα τα λόγια του όρκου, έχοντας πλήρη επίγνωση της ιερότητας της στιγμής: «Ορκίζομαι εις το όνομα της Αγίας Τριάδος…».
Ο.Κ. Γ. Παπαδόπουλος των εκδόσεων "Διόπτρα"
Μέσα στη δίνη των γεγονότων που συνεπαίρνουν όλο το νησί, η ζωή δεν παύει να κυλά και οι άνθρωποι να ζουν την καθημερινότητά τους, να ονειρεύονται, να ερωτεύονται. Η Σοφία γνωρίζει το Σωτήρη, έναν άλλο μαθητή ενταγμένο στην ΕΟΚΑ. Ο έρωτάς τους έχει κάτι από τη δύναμη και την αγνότητα που είχαν οι έρωτες την εποχή εκείνη, την τόσο διαφορετική από την εποχή που ζει ο Αλέκος. Η σύγκριση των σχέσεων Σοφίας-Σωτήρη και Αλέκου-Άννας, που άθελα κάνει ο αναγνώστης, φωτίζει έμμεσα τις τόσο διαφορετικές κοινωνικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν μέσα στο χρόνο.
Η προσωπική ζωή της γιαγιάς Σοφίας προχωρεί παράλληλα με τα ιστορικά γεγονότα. Την ευφορία μετά την ανεξαρτησία, τα πρώτα σύννεφα, τα γεγονότα του ’63-’64, την τουρκική απειλή που αρχίζει να διαφαίνεται. Με δύναμη, υποβλητικότητα και εξαιρετική παραστατικότητα περιγράφει (πάντα με τη φωνή της Σοφίας) τις ανήσυχες στιγμές που ζούσαμε. «Ταραγμένα όνειρα με ταραγμένες νύχτες».
Θα ακολουθήσει βέβαια το πραξικόπημα, η εισβολή, η προσπάθεια ανασυγκρότησης, οι πορείες των γυναικών, όλα όσα αποτελούν το δράμα του νησιού, το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ξετυλίγονται και τα προσωπικά, ατομικά δράματα. Πώς θα εξελιχθεί μέσα σ’ όλα αυτά τα χρόνια η σχέση Σοφίας-Σωτήρη; Ας μη ξεχνάμε ότι η εποχή της Σοφίας ήταν μια εποχή αυστηρών ηθών, οι γάμοι διευθετούνταν κυρίως με συνοικέσια και η οικογένεια της Σοφίας ήταν μια παραδοσιακή, αυστηρή οικογένεια. Κρίση όμως περνάει, για εντελώς διαφορετικούς λόγους, και η σχέση Αλέκου-Άννας την οποία επίσης παρακολουθούμε μεταφερόμενοι από το παρελθόν στο παρόν. Και τι σημαίνει ο τίτλος «Αργός χορός»; Δεν θα αποκαλύψω τη συνέχεια, δεν θέλω να μειώσω το ενδιαφέρον του αναγνώστη που κρατάει ως την τελευταία σελίδα.
Οι συντελεστές της εκδήλωσης
Πολλά είναι τα πρόσωπα που διακινούνται στο βιβλίο. Πάντα με κύριο πρόσωπο τη Σοφία του χτες και τον Αλέκο του σήμερα συναντάμε τους γονείς τους, την αδελφή της Σοφίας, την Ελένη, την αχώριστη φίλη της Ελπίδα, συζύγους και παιδιά, φίλους και γνωστούς. Ένας ξεχωριστός τύπος είναι η Ασπασία που από δέκα χρονών είχε έρθει από το χωριό της για να δουλέψει στην οικογένεια της Σοφίας. Περισσότερο σαν μέλος της οικογένειας παρά σαν υπηρέτρια, θα συνωμοτεί με τα κορίτσια όταν ήταν μικρά, θα αποκρύβει τις μικροαταξίες τους και θα μείνει μαζί τους όλη της τη ζωή, ακολουθώντας τις περιπέτειες της οικογένειας. Πολύ έντεχνα τη βάζει η Γιόλα να μιλά στην κυπριακή διάλεκτο, της οποίας οι πιο δύσκολες λέξεις ερμηνεύονται σε υποσημειώσεις, δημιουργώντας έτσι πιο έντονη την κυπριακή ατμόσφαιρα.
 Ένα ακόμα ιδιαίτερο χάρισμα της γραφής της Γιόλας είναι η ικανότητά της να τοποθετεί τον αναγνώστη σ’ ένα ρεαλιστικό περιβάλλον. Με σύντομες αλλά καίριες περιγραφές ο αναγνώστης μεταφέρεται σε χρόνο και τόπο. Για παράδειγμα, στην παλιά, περιτειχισμένη Αμμόχωστο ή στη γειτονιά της εκκλησίας και του σχολείου της Φανερωμένης στη Λευκωσία, αλλά και στην Αθήνα ή τη Βηρυτό, όπου θα βρεθεί η Σοφία. Ο «Αργός χορός» είναι ένα μακρύ ταξίδι σε τόπο και χρόνο. Μεταφερόμαστε από το ζωντανό, δύσκολο παρόν σ’ ένα μακρινό, νοσταλγικό παρελθόν και αντίστροφα καθώς τα κεφάλαια που αφορούν την ανάγνωση του τετραδίου της γιαγιάς Σοφίας εναλλάσσονται με τη ζωή του Αλέκου στο παρόν.
Πυκνό το ακροατήριο στη Λευκωσία
Πέρα από την απόλαυση της ανάγνωσης και την ιστορική γνώση που αποκομίζει ο αναγνώστης, είναι βέβαιο πως κλείνοντας το βιβλίο θα κουβαλάει μαζί του όχι μόνο  πρόσωπα και γεγονότα που χαράσσονται ανεξίτηλα στη μνήμη αλλά κι ένα συναίσθημα αισιοδοξίας, τόσο απαραίτητο στις μέρες μας.

Σημ. Η παρουσίαση έγινε στη Λάρνακα (11/2/2013), στη Λευκωσία (12/2/2013) και στη Λεμεσό (13/2/2013).

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 06, 2013

Νορβηγικό δάσος

Νορβηγικό δάσος
Χαρούκι Μουρακάμι, 1987
Πρώτη ηλεκτρονική έκδοση: Ψυχογιός, 2012
Μετάφραση: Αργυρώ Μαντόγλου

Πώς να μιλήσεις για ένα μυθιστόρημα γεμάτο ποίηση χωρίς να το αδικήσεις; Ποίηση όχι με τη στενή έννοια, αλλά ποίηση στο όλο ύφος, στις εικόνες, στην ονειρική διάσταση που το διαπνέει. Θα προσπαθήσω όμως. Όχι τόσο για τους άλλους όσο για μένα, για να θυμάμαι μελλοντικά τις μαγικές στιγμές που μου χάρισε αυτό το βιβλίο.
Θα το χαρακτήριζα  βιβλίο του έρωτα και του θανάτου. Αυτά τα δυο στοιχεία επικρατούν, αυτά κυριαρχούν στις σελίδες του, αυτά καθορίζουν τη ζωή των ηρώων του. Είναι ακόμα ένα βιβλίο μουσικής. Μουσικά ακούσματα το πλημμυρίζουν, τόσο που καθώς το διάβαζα  συχνά διέκοπτα για ν' ακούσω στο utube μελωδίες που μου θύμιζαν την εποχή της δικής μου νιότης. Υπάρχουν κάποιες σελίδες προς το τέλος όπου γίνεται αναφορά σε δεκάδες τραγούδια, ειδικά των  Beatles.
Η απόλαυση αυτού του βιβλίου δεν έγκειται στο μύθο, στην υπόθεση του έργου. Παρ' όλα αυτά θα αναφέρω σύντομα το βασικό ιστό γύρω από τον οποίο πλέκεται η ιστορία. Ο 37χρονος Τόρου Βατανάμπε, καθώς το αεροπλάνο του προσγειώνεται στο Αμβούργο, ακούει μια διασκευασμένη μελωδία του τραγουδιού των Beatles "Νορβηγικό δάσος". Το άκουσμα αυτό τον μεταφέρει είκοσι χρόνια πίσω, στα νιάτα του, στις φιλίες και στους έρωτές του, "στον πόνο της ενηλικίωσης", όπως λέει κάποια στιγμή η Ναόκο, το κορίτσι που υπήρξε ο μεγάλος έρωτας της ζωής του, έρωτας και πέρα από το θάνατο. "Αυτός είναι ο λόγος που γράφω τούτο το βιβλίο. Για να σκεφτώ. Για να κατανοήσω. Έτσι είμαι εγώ. Για να καταλάβω τα γεγονότα πρέπει να τα γράψω". Κι έτσι αρχίζει την πρωτοπρόσωπη μακρά αφήγησή του.
Η Ναόκο ήταν η αγαπημένη του Κιζούκι, φίλου του Βατανάμπε. Οι τρεις δένονταν  με μια ιδανική φιλία, μα όταν ο Κιζούκι, αφού έπαιξε μια παρτίδα μπιλιάρδο με τον φίλο του, χωρίς τίποτα να το προοιωνίζει, αυτοκτονεί, ο Τόρου και η Ναόκο συνδέονται περισσότερο. Τριγυρίζουν στην πόλη, περπατούν ασταμάτητα, κάνουν για μια και μοναδική φορά έρωτα, μα δεν είναι η σεξουαλική σχέση που τους ενώνει. Είναι κάτι βαθύτερο, ουσιαστικότερο, σε σημείο που εκείνος να τη θυμάται και να πονά χρόνια μετά το θάνατό της.
Ο Βατανάμπε είναι φοιτητής στο Τόκιο, μένει στην εστία κι εκεί γνωριζεται και συνδέεται μ' ένα μεγαλύτερό του φοιτητή, τον Ναγκασάβα και μαζί τριγυρίζουν στην πόλη αναζητώντας εφήμερους έρωτες. Αφορμή της γνωριμίας τους στάθηκε "Ο μεγάλος Γκάτσμπι" του Φιτζέραλντ, που ως εκείνη τη στιγμή ο Τόρου το είχε διαβάσει τρεις φορές. Κοπέλα του Ναγκασάβα είναι η Χατσούμι, αλλά κι αυτή αργότερα θα αυτοκτονήσει κόβοντας τις φλέβες της.
Είναι πολύ δύσκολο να αφηγηθεί κανείς την ιστορία σε μια ευθύγραμμη χρονολογική σειρά. Τα γεγονότα μπλέκονται, μια γνωριμία του Τόρου οδηγεί σε άλλο μονοπάτι, σε άλλη ιστορία, . 
Η Ναόκο, μετά το θάνατο του Κιζούκι και μετά τη μια και μοναδική συνεύρεση με τον Τόρου, υποφέροντας ψυχολογικά, καταφεύγει σ' ένα ειδικό θεραπευτήριο, ψηλά στα βουνά. Ακόμα κι αν δεν συσχετίσει ο αναγνώστης με το "Μαγικό βουνό" (πράγμα απίθανο), ο συγγραφέας φροντίζει να το τονίσει καθώς επανειλημμένα αναφέρεται το βιβλίο που διάβαζε ο Τόρου κατά την εκεί επισκεψή του. Στο ιδιόρυθμο αυτό θεραπευτήριο, όπου δεν ακολουθείται η συμβατική ιατρική με φαρμακευτική αγωγή, μια καινούρια γνωριμία θα προστεθεί στο περιβάλλον του Τόρου. Είναι η Ρέικο, μουσικός, συγκάτοικος της Ναόκο, που η δική της ιστορία για ένα λεσβιακό έρωτα αποτελεί άλλη μια εκτροπή στο νήμα της αφήγησης.
Ενώ η Ναόκο βρίσκεται στο θεραπευτήριο, ο Τόρου συνδέεται με μια συμφοιτήτριά του, τη Μιντόρι. Τη διαφορά των συναισθηματων του μεταξύ της Ναόκο και της Μιντόρι εκθέτει στη Ρέικο: "Πάντα αγαπούσα τη Ναόκο κι ακόμα την αγαπώ. Αλλά υπάρχει κάτι το γήινο και το οριστικό ανάμεσα στη Μιντόρι και σ' εμένα. Υπάρχει μια αναπόδραστη δύναμη που δεν μπορεί να σταματήσει. Αυτό που νιώθω για τη Ναόκο είναι τρομερά ήρεμο και τρυφερό, μια διάφανη αγάπη, ενώ τα συναισθήματά μου για τη Μιντόρι είναι τελείως διαφορετικά. Είναι μια αγάπη αυτοτελής, ζωντανή και παλλόμενη που με κυριεύει ολόκληρο και με σείει".
Ο έρωτας και ο θάνατος διαρκώς επανέρχονται στο "Νορβηγικό δάσος",'αλλοτε μέσα από τα γεγονότα, άλλοτε μέσα από τους διαλόγους που αφθονούν στο βιβλίο. "Ένα πράγμα είχα μάθει από το θάνατο του Κιζούκι και πιστεύω πως το είχα κάνει κτήμα μου με τη μορφή φιλοσοφίας. Ο θάνατος υπάρχει. ωστόσο δεν είναι το αντίθετο της ζωής αλλά μέρος της. Μέσα από τη ζωή καλλιεργούμε το θάνατο".

Σημ. Ωραία παρουσίαση στο Βιβλιοκαφέ, από το οποίο παραπέμπεται κανείς σε πολλές άλλες συνδέσεις.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 01, 2013

Το μυστικό της Έλλης

Ποια η διαφορά ανάμεσα σε μια κοινή φωτογραφία, σαν αυτές που ο καθένας από μας βγάζει σαν ενθύμιο από ένα ταξίδι, μια οικογενειακή στιγμή ή άλλο αξιομνημόνευτο γεγονός και την καλλιτεχνική φωτογραφία που είναι έργο τέχνης, τη βλέπουμε σε εκθέσεις, διαγωνισμούς ή διακοσμούμε μ' αυτή χώρους; Και περαιτέρω, ποια η διαφορά ανάμεσα στην καλλιτεχνική φωτογραφία κι ένα αξιόλογο πίνακα ζωγραφικής που είναι μια εξαρχής δημιουργία του καλλιτέχνη;
Το μυθιστόρημα του Θεόδωρου Γρηγοριάδη "Το μυστικό της Έλλης" (Πατάκης 2012) μου φάνηκε ότι δεν είναι μια ερασιτεχνική φωτογραφία, ούτε όμως πίνακας ζωγραφικής. Μοιάζει μάλλον με την καλλιτεχνική φωτογραφία. Ωραίο, αλλά πάντα μια φωτογραφία.
Ο Γρηγοριάδης "φωτογραφίζει" λογοτεχνικά τη ζωή μιας ανύπαντρης πενηντάρας καθηγήτριας γαλλικών, φωτογραφίζοντας ταυτόχρονα μια γειτονιά της σύγχρονης Αθήνας. Είναι μια υποβαθμισμένη περιοχή των νοτιοδυτικών προαστίων, στο Ρουφ και το Βοτανικό, που τη διασχίζουν οι γραμμές του τρένου. Με θλιβερές πολυκατοικίες, κλειστές βιοτεχνίες, μελαγχολικά μπαλκόνια, ερημωμένα κτήρια κι ανάμεσά τους τα μπαράκια και οι ενοχλητικές μουσικές τα βράδια. Μέσα σ' αυτό το σκοτεινό σκηνικό, με  τη θλίψη να γίνεται πιο έντονη λόγω της οικονομικής κρίσης και της ανεργίας, διαδραματίζεται η ιστορία.
Πρωταγωνίστρια της ιστορίας η Έλλη. Πρωτοδιορίστηκε στη Λήμνο, εργάστηκε για τρία χρόνια στο Ζαΐρ, έκανε το μεταπτυχιακό της στο Παρίσι, είχε διάφορους ερωτικούς συντρόφους, τώρα όμως ζει μόνη, ανύπαντρη από επιλογή και διδάσκει στο κοντινό Γυμνάσιο. Οι φίλες που την τριγυρίζουν, συνάδελφοι οι περισσότερες, βρίσκονται περίπου στην ίδια ηλικία και κατάσταση. Οι κοινές έξοδοι, πότε σ' ένα μπαράκι, πότε σε μια πολιτιστική εκδήλωση, δεν είναι αρκετές για να φωτίσουν τη ζωή τους, τη μελαγχολία τους, τη μοναξιά τους. Το σχολείο, υποβαθμισμένο κι αυτό, δεν τους δίνει καμιά ικανοποίηση και παρά τη βεβαιότητα του, έστω και περικομμένου μισθού, συχνά σκέφτονται τη συνταξιοδότηση.
Η ζωή και οι αποφάσεις της Έλλης όμως ανατρέπονται από την εμφάνιση ενός άντρα που εισβάλλει ξαφνικά στη μοναξιά της. Είναι ο κατά είκοσι χρόνια νεότερός της Αντώνης, εργοδηγός, άνεργος για την ώρα, παντρεμένος, μ' ένα κοριτσάκι της έκτης δημοτικού. Δεν είναι πολύ ξεκάθαρο γιατί αυτός ο νέος, όμορφος άντρας συνδέεται με την πενηντάρα Έλλη. Αφήνεται όμως να νοηθεί ότι τα ψυχολογικά προβλήματα της γυναίκας του τον κάνουν ν' αποζητά αλλού ηθική στήριξη και συμπαράσταση. Ίσως και γιατί, υιοθετημένος ο ίδιος, δεν είχε γνωρίσει τη στοργή και την αγάπη της μητρικής αγκαλιάς.
Η ζωή της Έλλης γεμίζει από την προσμονή, το μοίρασμα, τη συντροφικότητα. Τη σχέση της κρατάει μυστική από όλο το περιβάλλον, τις φίλες της,  τον ηλικιωμένο και άρρωστο πατέρα της, την αδελφή της. Σταδιακά γνωρίζεται με τη γυναίκα και την κόρη του Αντώνη, στην οποία προσφέρεται να κάνει ιδιαίτερο μάθημα γαλλικών. Σιγά-σιγά εμπλέκεται ολοένα και περισσότερο με την οικογένειά του  ωθούμενη από γνήσιο ενδιαφέρον για βοήθεια, χωρίς να υποκινείται από κανένα ιδιοτελές συμφέρον.
Η ψυχολογία της ανύπαντρης μεσήλικας γυναίκας, που βλέπει ίσως μια τελευταία αναλαμπή στην ερωτική της ζωή, αποδίδεται με πειστικότητα από τον συγγραφέα. Είναι χαρακτηριστική η αγάπη της Έλλης για  τα παιδιά. Εκτός από την κόρη του Αντώνη, τη στοργική της φροντίδα εκδηλώνει και για τη μικρή της ανεψιά, για ένα παιδί που είχε γνωρίσει στο Ζαΐρ, ακόμα και για δυο μικρές μουσουλμάνες της γειτονιάς της.
Ένα ενδιαφέρον, σύγχρονο μυθιστόρημα, στο οποίο δίνεται ένα ρεαλιστικό, αναμενόμενο τέλος, επαναφέροντας τα πράγματα στην ήρεμη μελαγχολία που για λίγο διέκοψε η εισβολή του Αντώνη στη ζωή της Έλλης.