Τετάρτη, Αυγούστου 22, 2012

Σκοτεινές επιγραφές

Κάτι από το "Τρίτο στεφάνι" και κάτι από τα "Εκατό χρόνια μοναξιάς" και προπάντων κάτι το εντελώς ιδιαίτερο, κάτι καθαυτό δικό του, χαρακτηρίζει το μυθιστόρημα του Αλέξη Πανσέληνου "Σκοτεινές επιγραφές" (Μεταίχμιο 2011). Πολυπρόσωπο, με πολλές αφηγηματικές φωνές, συνδυάζοντας το μαγικό ρεαλισμό με το κοινωνικό και πολιτικό μυθιστόρημα, με ιστορίες που μοιάζουν ανεξάρτητες αλλά που η μια εισχωρεί ή εφάπτεται της άλλης, με μια ολοζώντανη Αθήνα, Αθήνα του χτες και Αθήνα του σήμερα, διαμορφώνει ένα τελικό αναγνωστικό επίτευγμα, σπάνιο για τη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία.
Αρχίζει με τον κεντρικότερο ήρωά του, τον σχεδόν 70χρονο Γιάννη Αργυρίου, αντιπροσωπευτικό τύπο της γενιάς του '40, βουτηγμένο στο πένθος από το θάνατο της συζύγου του, να παθιάζεται με μια μυστηριώδη επιγραφή, ένα γκράφιτι που βλέπει γραμμένο ψηλά στον τοίχο μιας πολυκατοικίας. Το βλέπει σαν ένα μήνυμα ή σαν μια απειλή, θέλει οπωσδήποτε να βρει τι σημαίνει. Καταφεύγει στη νεότερη γενιά των γκράφιτι για να μπορέσει να ερμηνεύσει τη γριφώδη επιγραφή, πράγμα που δίνει την ευκαιρία στον συγγραφέα να μιλήσει για τη μηχανόβια και μπαρόβια σημερινή νεολαία. Σε αντιδιαστολή, εμφανίζεται η νεολαία μιας περασμένης γενιάς, της γενιάς του Γιάννη, των συμφοιτητών και φίλων του. Η φοιτητική νεολαία του '60, γεμάτη όνειρα που δεν ευοδώθηκαν, που σφύζει από ερωτικές επιθυμίες, θλιβερά ξεθυμασμένες πια ύστερα από δεκαετίες. Ο Γιάννης, ο Στάθης, ο Πίπης, ο Νίκος..., τα γυνακεία πρόσωπα, η Πέπη, η Αποστολία, η Αριάδνη, η Χλόη...πλήθος πρόσωπα παρελαύνουν, ενώ εμφανίζονται και δυο άλλες γενιές, οι γονείς των κύριων προσώπων, αλλά και μια νεότερη, τα παιδιά τους, που κάνουν τη σύντομη ή εκτενέστερη εμφάνισή τους.
Πρόσωπα που συναντάμε νεκρά στις επόμενες σελίδες ζωντανεύουν, όχι σαν μια νεκρανάσταση αλλά σε μια μεταφορά σε περασμένο χρόνο. Ο Γιάννης πορεύεται σ' όλο το βιβλίο με συντροφιά τη νεκρή πια σύζυγο. Της μιλάει, του απαντά εκείνη κάποτε, η περασμένη τους ζωή είναι διαρκώς παρούσα.
Όμως κάποτε εικόνες και γεγονότα μένουν κάπως ασαφή και αδιευκρίνιστα και  μπερδεύουν τον αναγνώστη. Το νεαρό κορίτσι, η Ρόη, που βοηθά τον Γιάννη στην αναζήτηση της ερμηνείας του γκράφιτι, σκοτώθηκε ή μήπως ο Γιάννης ζει έναν εφιάλτη; Επίσης, σχετικά με όσα αφορούν μια συνωμοσία μυστικής οργάνωσης και αγιορειτών μοναχών δεν είμαι σίγουρη ότι κατάλαβα ακριβώς τι συμβαίνει. Όμως η αφήγηση, ο λόγος που ρέει αβίαστα σε παρασύρει, δεν σταματάς στις σκοτεινές σελίδες. Ο χρόνος που αφήνει παντού τη φθορά του κι ο θάνατος που τριγυρίζει διαρκώς, δημιουργούν μια μελαγχολική διάθεση. Συχνά η αφήγηση διακόπτεται από νησίδες σκέψεων και αποφθεγματικές διατυπώσεις για τη ζωή, το θάνατο, την πόλη, τις γενιές. Κι άλλοτε πάλι η αυτοαναφορικότητα και η επίκληση του αναγνώστη (πιο συχνά της "καλής αναγνώστριας") σε καλεί συνοδοιπόρο σ΄αυτό το ταξίδι ζωής.
Στίχοι παλιών τραγουδιών, παλιές διαφημίσεις, οι γειτονιές της Αθήνας, οι γερασμένες πολυκατοικίες, τα προσφυγικά της Λεωφόρου (οι πιο παλιοί τα θυμόμαστε ακόμα), όλα συμβάλλουν σε μια νοσταλγική αναδρομή στο χρόνο. Κι ίσως δεν είναι τυχαίο που ο Γιάννης και η Χλόη γνωρίζονται σ' ένα ταξί με αφορμή το "Χαμένο χρόνο" του Προυστ. Μια ακόμα σύμπτωση απ' αυτές που χαρακτηρίζουν τη ζωή των ηρώων και του καθενός μας.
"Πολυπρισματικό μυθιστόρημα με ποικίλες οπτικές".  Μια φράση από  το μυθιστόρημα που αποτελεί ένα τέλειο χαρακτηρισμό για το ίδιο.

Σημ. Gratias ago Πατριάρχη Φωτίω για τη γνωριμία μου με τις "Σκοτεινές επιγραφές".

Παρασκευή, Αυγούστου 10, 2012

Πορτομπέλο

Παρ' όλο ότι έχω πάει αρκετές φορέςς στο Λονδίνο, δεν έτυχε ποτέ να επισκεφθώ το Πορτομπέλο. Και νομίζω, μετά την ανάγνωση του ομώνυμου μυθιστορήματος της Ρουθ Ρέντελ θα προβληματιστώ πολύ αν θα το επισκεφθώ στο μέλλον, φοβούμενη μήπως η πραγματικότητα διαψεύσει τη φανταστική εικόνα που η αγάπη και η δύναμη περιγραφής της Ρέντελ μου δημιούργησε.
Γιατί πραγματικός πρωταγωνιστής σ' αυτό το ενδιαφέρον μυθιστόρημα της γνωστότατης συγγραφέως αστυνομικών, κυρίως, μυθιστορημάτων είναι η γειτονιά αυτή του Λονδίνου, το Πορτομπέλο. Τα πρόσωπα του έργου κατοικούν στη γύρω περιοχή, διασχίζουν την οδό Πορτομπέλο, ψωνίζουν απ' τα μαγαζιά της, εργάζονται ή εγκληματούν εδώ. Οι αναφορές σ' αυτήν που αρχίζουν από το πώς πήρε το όνομά της και διανθίζουν ολόκληρο το μυθιστόρημα, είναι απ' τα πιο ωραία μέρη του βιβλίου.
-"Η Πορτομπέλο έχει πλούσια προσωπικότητα, παλλόμενη, γεμάτη λαμπερά χρώματα, θόρυβο, γκράφιτι που αγγίζουν τα όρια της τέχνης, αλλόκοτα και υπέροχα. Ένα απροσδόκητα σκληρό στοιχείο της δίνει μια πιπεράτη αίσθηση κινδύνου. Δεν υπάρχει τίποτα το ήπιο στην Πορτομπέλο, τίποτα το συνοικιακό. Διαφέρει όσο πιο πολύ μπορεί να φανταστεί κανείς από μια συνηθισμένη οδό με μαγαζιά. Εκείνοι που την αγαπούν αλλά και εκείνοι που ελάχιστα τη γνωρίζουν τη θεωρούν την καλύτερη υπαίθρια αγορά του κόσμου".
Σ' αυτή τη γειτονιά ο Γιουτζίν Ρεν διατηρεί μια γκαλερί, επέκταση κληρονομικής δουλειάς, που τον κατέστησε αρκετά ευκατάστατο. Μια μέρα βρίσκει στο δρόμο ένα φάκελο που περιείχε ένα σημαντικό χρηματικό ποσό, που μόλις είχε πάρει  από μια ΑΤΜ ο Τζόελ Ρόουζμαν, αλλά που του έπεσε όταν έπαθε καρδιακό επεισόδιο. Ο Γιουτζίν, σε μια έμπνευση της στιγμής, αντί να παραδώσει το φάκελο στην αστυνομία, αναρτά σε μια κολόνα του ηλεκτρικού μια σχετική ανακοίνωση, καλώντας όποιον έχασε τα χρήματα να του τηλεφωνήσει, χωρίς βεβαίως να αναφέρει το ακριβές ποσό.
Αυτή η στιγμιαία έμπνευση του Γιουτζίν θα γίνει αφορμή για να τεθεί σε κίνηση η όλη δράση των προσώπων, να αναπτυχθούν σχέσεις, να ακολουθήσει μια αλληλοδιαδοχή γεγονότων που κανείς δεν θα μπορούσε να προβλέψει. Ο άνεργος, μικροαπατεώνας Λανς, που ζει με το επίδομα ανεργίας και κλοπές σ' ένα άθλιο δωμάτιο που του παραχωρεί ένας θείος του, δοκιμάζει ανεπιτυχώς να διεκδικήσει το φάκελο με τα χρήματα. Αυτά θα επιστραφούν στον πραγματικό κάτοχο, τον Τζόελ Ρόουζμαν που αναρρώνει από την καρδιακή προσβολή και γίνεται ασθενής της αρραβωνιαστικιάς του Γιουτζίν, της πολύ συμπαθούς, σαραντάχρονης Έλλας.
Ο αργός ρυθμός της αφήγησης δεν είναι καθόλου αποτρεπτικός για τον αναγνώστη, καθώς επιτρέπει στη συγγραφέα να διαγράψει καλύτερα τους χαρακτήρες και τις εμμονές τους, το συναισθηματικό τους κόσμο, τα όνειρα και τις αδυναμίες τους.
Δυο κόσμοι αντιπαρατίθενται στο "Πορτομπέλο" με μόνο συνδετικό στοιχείο την τοπική γειτνίαση. Ο κόσμος της ευμάρειας και ο κόσμος της φτώχειας. Τα ωραία πλούσια σπίτια και τα παλιά, μισογκρεμισμένα, άθλια ενδιαιτήματα. Ο κόσμος της καλλιέργειας με τα εκλεπτυσμένα γούστα και ο κόσμος που ζει με τα επιδόματα ανεργίας και ψυχαγωγείται μόνο με τα τηλεοπτικά σίριαλ.
Το "Πορτομπέλο" χαρακτηρίζεται ως αστυνομικό μυθιστόρημα. δεν είναι όμως αστυνομικό με την κλασική έννοια του όρου. Η αστυνομική πτυχή του αφορά κυρίως διαρρήξεις και κλοπές, τις οποίες παρακολουθούμε ξέροντας το δράστη. Ο αναγνώστης ξέρει από την αρχή τον ένοχο, ο οποίος προκαλεί μάλλον συναισθήματα συμπάθειας. Οι δυο φόνοι που υπάρχουν οφείλονται ο μεν ένας σε αμέλεια και ο άλλος είναι αποτέλεσμα φιλονικίας.
Χιούμορ και λεπτή παρατήρηση χαρακτηρίζουν τη γραφή της Ρουθ Ρέντελ. Οι συχνές  αναφορές στον καιρό, άνοιξη, βροχή, κρύο ή λιακάδα, αγαπημένο θέμα των Άγγλων, συμβάλλουν κι αυτές στη δημιουργία ατμόσφαιρας. Τελικά, είναι ένα κομμάτι της σύγχρονης αγγλικής κοινωνίας, όπως αποτυπώνεται στην τόσο ενδιαφέρουσα αυτή περιοχή, το Πορτομπέλο, που η συγγραφέας φαίνεται πολύ να αγάπησε.

Παρασκευή, Αυγούστου 03, 2012

Καλοκαιρινό ειδύλλιο

Με εξαίρεση ίσως τον Φρανκ ΜακΚορτ που διανθίζει με χιούμορ τα μυθιστορήματά του, δεν θυμάμαι να έχω διαβάσει ιρλανδικό μυθιστόρημα που να μη διαπνέεται από μια μελαγχολική διάθεση, μια ατμόσφαιρα θλίψης και συνήθως και με  μια άλλοτε εκτενέστερη και άλλοτε συντομότερη αναφορά στους αγώνες των Ιρλανδών για ελευθερία. Από τον κανόνα δεν ξεφεύγει ούτε το μυθιστόρημα του Ουίλιαμ Τρέβορ, "Καλοκαιρινό ειδύλλιο" (Μεταίχμιο, 2012, μετ. Αργυρώ Μαντόγλου).
Ο αγώνας των Ιρλανδών δεν υπάρχει εδώ. Η ατμόσφαιρα όμως της επαρχιακής ακινησίας, της φθοράς, των ηρώων με τα ματαιωμένα όνειρα, του αδιεξόδου, της ανέφικτης ευτυχίας, πλημμυρίζει το βιβλίο.
Το έργο τοποθετείται στη μικρή πόλη Ραθμόι, πιθανότατα φανταστική, στη δεκαετία του πενήντα. Αρχίζει με μια σκηνή κηδείας. Είναι η κηδεία της κυρίας Κόναλτι, ισχυρής και αξιοσέβαστης προσωπικότητας της μικρής πόλης. Ο θάνατός της απελευθερώνει την ανύπαντρη κόρη της από την καταπιεστική παρουσία της μητέρας. Μια επίσης προβληματική σχέση υπάρχει μεταξύ της Μις Κόναλτι και του δίδυμου αδελφού της, με τον οποίο σπάνια επικοινωνούν γιατί "δεν έχουν τίποτα να πουν".
Οι χαρακτήρες του έργου μοιάζουν στην αρχή ασύνδετοι, άσχετοι μεταξύ τους. Η Μις Κόναλτι, ο αδελφός της, ο ηλικιωμένος  Όρπεν Ρεν που ζει με ιστορίες του παρελθόντος, οι ένοικοι της πανσιόν που διατηρεί η Μις Κόναλτι, άλλοι κάτοικοι της μικρής πόλης και προπάντων τα τρία κύρια πρόσωπα: Ο αγρότης Ντίλαχαν, η δεύτερη γυναίκα του Έλι κι ένας νεαρός, ξένος στην πόλη, ο Φλοριάν, που τριγυρίζει με το ποδήλατο και τη φωτογραφική του. Η παρουσία του θα λειτουργήσει σαν καταλύτης που θα συμβάλει στο να αναδειχτούν οι σχέσεις μεταξύ των προσώπων, αλλά και να βγουν στο φως τα κρυμμένα συναισθήματά τους.
Ο Ντίλαχαν, αν και βασανιζόμενος από τύψεις και ενοχές για το θάνατο της γυναίκας και του μικρού παιδιού του που αποδίδει σε δική του αμέλεια, παντρεύεται τη νεαρή Έλι, μεγαλωμένη σε ορφανοτροφείο από αυστηρές μοναχές, περισσότερο από ανάγκη για βοήθεια στη φάρμα παρά από αγάπη. Ο Φλοριάν, μόνος στον κόσμο, αναζητώντας νόημα και σκοπό στη ζωή του, έτοιμος να πουλήσει το πατρικό σπίτι και να μεταναστεύσει, συναντά την Έλι κι ένας τρυφερός έρωτας αρχίζει. Όχι το τρελό πάθος, άλλωστε εκείνος δεν έχει ξεχάσει το νεανικό του έρωτα για μια ξαδέλφη του κι εκείνη, η Έλι, κατατρύχεται από ενοχές κι από την προσπάθεια να καταπνίξει τον έρωτά της.
Το "Καλοκαιρινό ειδύλλιο" είναι ένα ατμοσφαιρικό βιβλίο. Πολύ λίγοι είναι οι διάλογοι, πιο πολλές οι σιωπές. Ούτε υπάρχει έντονη δράση, πιο πολύ απεικονίζονται οι ψυχικές καταστάσεις, συχνά, όπως η μεταφράστρια αναφέρει στο επίμετρο, μέσα από τα αντικείμενα που αναλαμβάνουν το ρόλο της απόδοσης μιας ψυχικής κατάστασης. Όπως επίσης η Μαντόγλου αναφέρει, η αναγνωστική επιλογή του Φλοριάν που διαβάζει το "Όμορφοι και καταραμένοι" του Φιτζέραλντ δεν είναι τυχαία, επισημαίνοντας τις ομοιότητες ανάμεσα στα δυο έργα. Δεν έχω διαβάσει το έργο αυτό του Φιτζέραλντ, όμως εμένα μου θύμισε ένα άλλο μυθιστόρημα, τις "Γέφυρες του Μάντισον", πιο γνωστό  από την κινηματογραφική του μεταφορά. Πολλές οι διαφορές βέβαια, ο τρόπος γραφής, το ύφος, η ψυχολογική εμβάθυνση, η λογοτεχνική αξία. Όμως ο λιγόζωος έρωτας της παντρεμένης αγρότισσας με τον περαστικό φωτογράφο παρέχουν αρκετά σημεία ομοιότητας.
Στο πολύ κατατοπιστικό και χρήσιμο για τον αναγνώστη επίμετρο, το οποίο γράφει η Αργυρώ Μαντόγλου, γίνεται εκτενής αναφορά όχι μόνο στο συγκεκριμένο έργο αλλά και γενικότερα στα χαρακτηριστικά γραφής του Τρέβορ.