Κάτι από το "Τρίτο στεφάνι" και κάτι από τα "Εκατό χρόνια μοναξιάς" και προπάντων κάτι το εντελώς ιδιαίτερο, κάτι καθαυτό δικό του, χαρακτηρίζει το μυθιστόρημα του Αλέξη Πανσέληνου "Σκοτεινές επιγραφές" (Μεταίχμιο 2011). Πολυπρόσωπο, με πολλές αφηγηματικές φωνές, συνδυάζοντας το μαγικό ρεαλισμό με το κοινωνικό και πολιτικό μυθιστόρημα, με ιστορίες που μοιάζουν ανεξάρτητες αλλά που η μια εισχωρεί ή εφάπτεται της άλλης, με μια ολοζώντανη Αθήνα, Αθήνα του χτες και Αθήνα του σήμερα, διαμορφώνει ένα τελικό αναγνωστικό επίτευγμα, σπάνιο για τη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία.
Αρχίζει με τον κεντρικότερο ήρωά του, τον σχεδόν 70χρονο Γιάννη Αργυρίου, αντιπροσωπευτικό τύπο της γενιάς του '40, βουτηγμένο στο πένθος από το θάνατο της συζύγου του, να παθιάζεται με μια μυστηριώδη επιγραφή, ένα γκράφιτι που βλέπει γραμμένο ψηλά στον τοίχο μιας πολυκατοικίας. Το βλέπει σαν ένα μήνυμα ή σαν μια απειλή, θέλει οπωσδήποτε να βρει τι σημαίνει. Καταφεύγει στη νεότερη γενιά των γκράφιτι για να μπορέσει να ερμηνεύσει τη γριφώδη επιγραφή, πράγμα που δίνει την ευκαιρία στον συγγραφέα να μιλήσει για τη μηχανόβια και μπαρόβια σημερινή νεολαία. Σε αντιδιαστολή, εμφανίζεται η νεολαία μιας περασμένης γενιάς, της γενιάς του Γιάννη, των συμφοιτητών και φίλων του. Η φοιτητική νεολαία του '60, γεμάτη όνειρα που δεν ευοδώθηκαν, που σφύζει από ερωτικές επιθυμίες, θλιβερά ξεθυμασμένες πια ύστερα από δεκαετίες. Ο Γιάννης, ο Στάθης, ο Πίπης, ο Νίκος..., τα γυνακεία πρόσωπα, η Πέπη, η Αποστολία, η Αριάδνη, η Χλόη...πλήθος πρόσωπα παρελαύνουν, ενώ εμφανίζονται και δυο άλλες γενιές, οι γονείς των κύριων προσώπων, αλλά και μια νεότερη, τα παιδιά τους, που κάνουν τη σύντομη ή εκτενέστερη εμφάνισή τους.
Πρόσωπα που συναντάμε νεκρά στις επόμενες σελίδες ζωντανεύουν, όχι σαν μια νεκρανάσταση αλλά σε μια μεταφορά σε περασμένο χρόνο. Ο Γιάννης πορεύεται σ' όλο το βιβλίο με συντροφιά τη νεκρή πια σύζυγο. Της μιλάει, του απαντά εκείνη κάποτε, η περασμένη τους ζωή είναι διαρκώς παρούσα.
Όμως κάποτε εικόνες και γεγονότα μένουν κάπως ασαφή και αδιευκρίνιστα και μπερδεύουν τον αναγνώστη. Το νεαρό κορίτσι, η Ρόη, που βοηθά τον Γιάννη στην αναζήτηση της ερμηνείας του γκράφιτι, σκοτώθηκε ή μήπως ο Γιάννης ζει έναν εφιάλτη; Επίσης, σχετικά με όσα αφορούν μια συνωμοσία μυστικής οργάνωσης και αγιορειτών μοναχών δεν είμαι σίγουρη ότι κατάλαβα ακριβώς τι συμβαίνει. Όμως η αφήγηση, ο λόγος που ρέει αβίαστα σε παρασύρει, δεν σταματάς στις σκοτεινές σελίδες. Ο χρόνος που αφήνει παντού τη φθορά του κι ο θάνατος που τριγυρίζει διαρκώς, δημιουργούν μια μελαγχολική διάθεση. Συχνά η αφήγηση διακόπτεται από νησίδες σκέψεων και αποφθεγματικές διατυπώσεις για τη ζωή, το θάνατο, την πόλη, τις γενιές. Κι άλλοτε πάλι η αυτοαναφορικότητα και η επίκληση του αναγνώστη (πιο συχνά της "καλής αναγνώστριας") σε καλεί συνοδοιπόρο σ΄αυτό το ταξίδι ζωής.
Στίχοι παλιών τραγουδιών, παλιές διαφημίσεις, οι γειτονιές της Αθήνας, οι γερασμένες πολυκατοικίες, τα προσφυγικά της Λεωφόρου (οι πιο παλιοί τα θυμόμαστε ακόμα), όλα συμβάλλουν σε μια νοσταλγική αναδρομή στο χρόνο. Κι ίσως δεν είναι τυχαίο που ο Γιάννης και η Χλόη γνωρίζονται σ' ένα ταξί με αφορμή το "Χαμένο χρόνο" του Προυστ. Μια ακόμα σύμπτωση απ' αυτές που χαρακτηρίζουν τη ζωή των ηρώων και του καθενός μας.
"Πολυπρισματικό μυθιστόρημα με ποικίλες οπτικές". Μια φράση από το μυθιστόρημα που αποτελεί ένα τέλειο χαρακτηρισμό για το ίδιο.
Σημ. Gratias ago Πατριάρχη Φωτίω για τη γνωριμία μου με τις "Σκοτεινές επιγραφές".