Τετάρτη, Φεβρουαρίου 23, 2011

Θα πολεμάς με τους θεούς

Παρ' όλο ότι ο συγγραφέας σε μια συνέντευξή του απορρίπτει τον όρο "ιστορικό μυθιστόρημα", λέγοντας: "Κατά τη γνώμη μου ο όρος αυτός είναι αδόκιμος και προκύπτει από την ατυχή προσπάθεια να παντρέψει κανείς δύο ασύμβατες έννοιες", εντούτοις ο όρος ισχύει όχι μόνο ως αυτοπροσδιορισμός έργων από τους συγγραφείς, αλλά και ως δόκιμος λογοτεχνικός όρος σε ιστορίες της λογοτεχνίας.
Βασικά θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τα ιστορικά μυθιστορήματα σε δυο μεγάλες κατηγορίες. Στη μια ομάδα μπορούμε να εντάξουμε τα μυθιστορήματα εκείνα στα οποία οι κεντρικοί ήρωες είναι φανταστικοί, τοποθετούνται όμως σε μια περασμένη εποχή που αναπαριστάται πιστά και αληθοφανώς. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν τα μυθιστορήματα στα οποία όχι μόνο το παρελθόν αναβιώνει πιστά, αλλά και οι χαρακτήρες είναι ιστορικά πρόσωπα, χωρίς βέβαια να αποκλείεται η ανάμιξη και φανταστικών προσώπων. Σ' αυτή τη δεύτερη κατηγορία ανήκει το "Θα πολεμάς με τους θεούς" (Πατάκης 2010), με υπότιτλο "Ένα μυθστόρημα για τον Λεωνίδα".
Σύμβολο ηρωισμού, αυτοθυσίας, υποταγής στο χρέος, πρόσωπο της ιστορίας, της μυθιστορίας, της ποίησης, προσλαμβάνει εδώ τις φυσιολογικές του διαστάσεις. Τι, αλήθεια, ξέρουμε γι' αυτό τον μακρινό ήρωα πέρα από την αυτοθυσία του στη μάχη των Θερμοπυλών; Πώς τον φανταζόμαστε; Μπορούμε να τον σκεφτούμε μεσήλικα με γκρίζα μαλιά, όπως ήταν όταν έπεφτε με τους τρακόσιους στις Θερμοπύλες; Ήταν παντρεμένος; Είχε παιδιά; Ποια ήταν η οικογένεια, η καταγωγή του; Ποιοι ήταν οι φίλοι του; Πώς έζησε τη ζωή του ως την ώρα της ύστατης θυσίας;
Η προσωπικότητα του Λεωνίδα αναδύεται μέσα από το πολυσέλιδο μυθιστόρημα του Στεφανάκη.  Γίνεται ένα μικρό παιδί, ένας ζωηρός έφηβος, ένας νεαρός εραστής, ένας γενναίος πολεμιστής. Και μαζί του ξαναζωντανεύει ο αρχαίος κόσμος της Σπάρτης και της Ελλάδας. Η ιστορία γίνεται ένα ζωντανό παρόν. Η ανατροφή των παιδιών, οι έρωτες και οι γάμοι, η στρατιωτική εκπαίδευση, οι διασκεδάσεις και η λατρεία των θεών, οι μαντείες και το πολίτευμα, η διατροφή και τα όπλα, οι πολιτικές συζητήσεις, οι σχέσεις των πόλεων, το εμπόριο και τα ταξίδια, οι κοινωνικές τάξεις, η φύση και οι θεσμοί προβάλλουν με όλη την αληθοφάνειά τους.
Οι προϋποθέσεις συγγραφής ενός τέτοιου έργου απαιτούν πολλή μελέτη, πολλή προετοιμασία. Ο αναγνώστης μπορεί να ανεχτεί την ανάμιξη φανταστικών και ιστορικών προσώπων, την απόδοση σκέψεων ή διαλόγων των οποίων η αυθεντικότητα δεν μπορεί να ελεγχθεί, δεν ανέχεται όμως ιστορικές ανακρίβειες. Από την άλλη, δεν σημαίνει ότι το κείμενο πρέπει να φορτώνεται με όλη τη συσσωρευμένη γνώση από την προετοιμασία του συγγραφέα. Έχω την άποψη ότι ο Στεφανάκης παραφόρτωσε το μυθιστόρημά του και ότι αυτό θα κέρδιζε από τη σύμπτηξή του και τον περιορισμό των λεπτομερειών. Εντούτοις, πολλές σελίδες θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως παράλληλα κείμενα στη διδασκαλία της ιστορίας. Θα συνέβαλλαν, πιστεύω, στο να μετατραπεί το μάθημα από ανιαρή αποστήθιση γεγονότων και χρονολογιών, από ένα νεκρό παρελθόν σε κάτι σύγχρονο και ζωντανό. Δεν είναι κάτι που έγινε μια φορά και δεν επαναλαμβάνεται. Οι τελευταίες σκέψεις του Λεωνίδα, όπως ο συγγραφέας τις επινοεί και τις φαντάζεται, ανακαλούν στη σκέψη μας το μονόλογο του δικού μας, σύγχρονου ήρωα, του Γρηγόρη Αυξεντίου, έτσι όπως τις μετουσίωσε ποιητικά ο Γιάννης Ρίτσος στην εξαιρετική ποιητική σύνθεση "Αποχαιρετισμός".
 Ζητήθηκε από τον συγγραφέα να πει τι σημαίνει ο τίτλος. Δεν απάντησε. "Θα προτιμούσα να είναι το μικρό μυστικό που θα ανακαλύψει ο αναγνώστης", είπε. Θα αποπειραθώ μια ερμηνεία. Ο Λεωνίδας βρίσκεται στην Αίγινα. Γίνεται μια θυσία την οποία ακολουθεί η μαντεία. Ο γέροντας ιερέας προφητεύει στον Λεωνίδα πως "θα 'ρθει ο καιρός που τον Απόλλωνα θα προσβάλεις και τη βουλή του Δία θ' αψηφήσεις". Στη διαμαρτυρία του Λεωνίδα ότι σέβεται τους θεούς και ότι ποτέ δεν θα τους προσβάλει, ο γέροντας προφήτεψε:" Δεν θα μπορείς να κάνεις αλλιώς (...) θα πολεμάς με τους θεούς".
Και ήταν στη μεγάλη σπαρτιατική γιορτή των Καρνείων, αφιερωμένη στον Απόλλωνα, όταν αυστηρά απαγορευόταν η εμπλοκή σε πόλεμο, που ο Λεωνίδας αψηφώνας τη γιορτή ξεκίνησε για τις Θερμοπύλες. Τα είχε βάλει με τους θεούς.
Για το ίδιο βιβλίο και στο Βιβλιοκαφέ.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 14, 2011

Να είχεν ο έρωτας σαΐτες!

Δεν ξέρω ακριβώς τι ήταν αυτό που με μάγεψε στο ξαναδιάβασμα των "Επτά αγαπητικών διηγημάτων' του Παπαδιαμάντη, όπως είναι ο υπότιτλος του "Να είχεν ο έρωτας σαΐτες" (επιμέλεια-πρόλογος Κώστα Ακρίβου, ζωγραφιές Δημήτρη Μοράρου, Μεταίχμιο 2010). Να είναι άραγε γιατί με ξαναγύρισαν στα χρόνια της νεότητας, τότε που με άλλες συμμαθήτριες τον διαβάζαμε και τον λατρεύαμε; Ή μήπως γιατί θυμήθηκα τα χρόνια που τον δίδασκα κι ανέβαινα κάθε Χριστούγεννα μαζί του "Στο Χριστό στο Κάστρο" ή ταξίδευα με την "Υπηρέτρα' του μπαρμπα-Διόμα ή τριγύριζα "Στης κοκκώνας το σπίτι" ή χαιρόμουνα με τα αναπάντεχα δώρα της φτωχιάς "Σταχομαζώχτρας"; 'Ο,τι και να 'ταν, βυθίστηκα ακόμα μια φορά στη "Μαγεία του Παπαδιαμάντη" (αλήθεια, δεν υπάρχει πιο ταιριαστός χαρακτηρισμός για το έργο του Σκιαθίτη από αυτόν με τον οποίο τιτλοφόρησε το σχετικό του έργο ο Ελύτης). Αναρωτιέμαι, τι μπορώ να προσθέσω στις χιλιάδες σελίδες που γράφτηκαν γι' αυτόν;
Έρωτας στα χιόνια, Η νοσταλγός, Όνειρο στο κύμα, Θέρος-έρος, Η Φαρμακολύτρια, Η βλαχοπούλα, Έρως-ήρως. Επτά διηγήματα, επτά μικρά διαμαντάκια απ' το απέραντο αδαμαντωρυχείο του Παπαδιαμάντη. Κρυφοί έρωτες, ανομολόγητοι καημοί, φλερτ μιας εποχής εκατό χρόνια πριν από τη δική μας, η αβάσταχτη νοσταλγία που ωθεί στην περιπετειώδη, νυχτερινή, θαλασσινή διαδρομή, συνοικέσια και απόπειρες βιασμού, φεγγαρόλουστες βραδιές, νυχτερινό κολύμπι, η ανοιξιάτικη φύση, τα μάγια και οι καημοί του έρωτα, εκφρασμένα με τον υπέροχο ήχο των παπαδιαμαντικών λέξεων, συναρμόζονται για να δημιουργήσουν στην ψυχή μας την ευφροσύνη που προκαλεί η υψηλή τέχνη.
Πόση γνώση της ανθρώπινης ψυχής όταν ερωτεύεται, είχε αυτός ο θεωρούμενος ανέραστος, πόση λατρεία της φύσης, άλλοτε της πρωτομαγιάτικης, ανθισμένης εξοχής κι άλλοτε της πανέμορφης, πλανεύτρας θάλασσας! Είναι κάποιες φράσεις, κάποιες εικόνες που εντυπώνονται ανεξίτηλα μέσα μας. Είναι κάποιες σκηνές που σε αναγκάζουν να διακόψεις την ανάγνωση, ν' αφήσεις τη φαντασία σου να πλανηθεί στον μακρινό εκείνο κόσμο, ν' απολαύσεις σιωπηλά την ομορφιά του:
-"Και ο μπαρμπα-Γιαννιός άσπρισεν όλος, κ' εκοιμήθη υπό την χιόνα, διά να μη παρασταθή γυμνός και τετραχηλισμένος, αυτός και η ζωή του και αι πράξεις του, ενώπιον του Κριτού, του Παλαιού των Ημερών, του Τρισαγίου". Τι υπέροχος, παρηγορητικός μέσα στη θλίψη του επίλογος!
-"Εμάντευα το στέρνον της, τους κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομένους όλας της αύρας τας ριπάς και της θαλάσσης το θείον άρωμα. Ήτον πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα, ήταν νηρηίς, νύμφη, σειρήν, πλέουσα ως πλέει ναυς μανική, η ναυς των ονείρων..." Ποιος ερωτευμένος θα μπορούσε να δώσει ωραιότερη περιγραφή της αγαπημένης του;
-"΄Ύπαγε, ανίατε, ο πόνος θα είναι η ζωή σου", άκουσε να του ψιθυρίζει η Αγία Αναστασία η Φαρμακολύτρια που την είχε παρακαλέσει να τον γλιτώσει από το μαρτύριο του έρωτα. Κι όμως με μια εξαίσια φράση τελειώνει το διήγημα. Σαν κάθε ερωτευμένος προτιμά το βάσανο του έρωτα από την ίαση: "Ησθανόμην αγρίαν χαράν, διότι η Αγία δεν είχεν εισακούσει την δέησίν μου".
Ο μπαρμπα-Γιαννιός και το ερωτευμένο βοσκόπουλο, η Λιαλιώ και ο Μαθιός, η Μοσχούλα, η "περικαλλής" Ματή, η εξαδέλφη Μαχούλα, ο Ζήσης και η Φλώρα, ο Γιωργής και η Αρχοντώ παύουν να είναι πλάσματα της φαντασίας. Πιο ζωντανοί απ' τους ζωντανούς παραμένουν για πάντα "ιδεώδεις" μέσα στην ομορφιά που τους χάρισε η τέχνη του Παπαδιαμάντη.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 07, 2011

Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ

Με τη Μάρω Δούκα μου συμβαίνει κάτι περίεργο. Ενώ άλλα έργα της (Αρχαία σκουριά, Ουράνια μηχανική, Αθώοι και φταίχτες) μου άρεσαν πολύ, άλλα, όπως το "Σκούφος από πορφύρα" στάθηκε αδύνατο να τα τελειώσω. Το τελευταίο της, "Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ" (Πατάκης, 2010) αποδείχτηκε εξίσου ζόρικο και στο διάβασμά του. Το βιβλίο είναι περισσότερο χρονικό παρά μυθιστόρημα. Υπάρχει ασφαλώς μύθος, υπάρχουν τα πρόσωπα-φορείς του μύθου, κυριαρχεί όμως η ιστορία. Σύμφωνα και με προλογική δήλωση της συγγραφέως "τα ιστορικά γεγονότα, αναπόσπαστα της βαθύτερης αιτίας του βιβλίου, δεν ανασύρονται για να υπηρετήσουν τη μυθοπλασία αλλά για να την εκθέσουν, διεκδικώντας διαβρωτικά τον πρωταγωνιστικό τους ρόλο".
Η Βιργινία, φοιτήτρια στην Αθήνα, γυρίζει στην πατρίδα της, τα Χανιά, όπου ζει η μητέρα της, ο άρρωστος, ετοιμοθάνατος παππούς της και ο θείος της, αδελφός της μητέρας της, ο Πανάρης. Συχνά διαβάζει στον παππού της αποσπάσματα από τον "Ερωτόκριτο", προπάντων το μέρος του έργου που αναφέρεται στο μαυροντυμένο παλικάρι, τον Χαρίδημο. Μια μέρα, στον "Ερωτόκριτο" του παππού βρίσκει το αντίγραφο μιας επιστολής με ημερομηνία 16 Απριλίου 1945, με την οποία ο αντισυνταγματάρχης Παύλος Γύπαρης απευθύνεται στον επίσκοπο Αγαθάγγελο, λέγοντας ότι υπό κάποιους όρους είναι έτοιμος να δεχτεί την πρόταση των Γερμανών και να χτυπήσει τους αναρχικούς. Η Βιργινία απορεί. Τι γύρευαν οι Γερμανοί στην Κρήτη τον Απρίλη του '45 όταν είναι γνωστό ότι από την Αθήνα αποχώρησαν τον Οκτώβρη του '44; Με τη βοήθεια βιβλίων που της προμηθεύει ο θείος της Πανάρης και με τετράδια σημειώσεων που της δίνει ο παππούς της, ο οποίος είχε ζήσει εκείνη την ταραγμένη εποχή, η Βιργινία βυθίζεται στο παρελθόν, προσπαθεί να αναπλάσει πρόσωπα και γεγονότα. Θα μάθει ότι οι Γερμανοί παρέμειναν στο νησί με στόχο και σε συνεννόηση με τους Άγγλους και τις εθνικιστικές οργανώσεις, να εμποδίσουν το ΕΑΜ να καταλάβει την εξουσία.
Πλήθος πρόσωπα και γεγονότα ανασύρονται στο φως καθώς η Βιργινία προσπαθεί να κατανοήσει και να εμηνεύσει τον ρόλο καθενός  και το ρόλο του παππού της, ενώ ταυτόχρονα αναζητεί και το δικό της στίγμα στο παρόν. Υπάρχουν τόσα πρόσωπα, παρελαύνουν τόσα ονόματα τόπων και προσώπων, εξιστορούνται τόσα γεγονότα που ο αναγνώστης μπερδεύεται. Δεν μπορείς να θυμάσαι τις δεκάδες τα πρόσωπα ή το ρόλο καθενός, πολλά από τα οποία εμφανίζονται για πολύ λίγο. Τα ιστορικά πρόσωπα διαπλέκονται με τα φανταστικά, το παρελθόν με το παρόν, τα ιστορικά γεγονότα με την ενδοσκόπηση και την προσπάθεια αυτογνωσίας της ηρωίδας.
Το έργο, πιστεύω, ενδιαφέρει πιο πολύ τον ιστορικό παρά τον αναγνώστη λογοτεχνίας. Πιο πολύ τους Κρητικούς και προπάντων τους Χανιώτες, των οποίων την ιστορία με τόσο λεπτομερειακό τρόπο καταγράφει η Δούκα. Σε κάποιο σημείο του βιβλίου αναφέρει η Βιργινία απευθυνόμενη στον παππού της: "Αν έπεφταν στα χέρια μου τα τετράδιά σου πριν από την επιστολή του Γύπαρη στον Αγαθάγγελο, ίσως και να μου προκαλούσαν πλήξη". Ομολογώ ότι μια τέτοια πλήξη μου προκάλεσε μεγάλο μέρος του βιβλίου της Δούκα που με πολύ κόπο και μόχθο τελείωσα.

Μια εκτενής και πολύ διαφωτιστική παρουσίαση γίνεται εδώ.

Τρίτη, Φεβρουαρίου 01, 2011

Πικρολέμονα

Είχα αρχίσει να διαβάζω το "Αλεξανδρινό Κουαρτέτο" του Λώρενς Ντάρελ, όταν στη δεύτερη παράγραφο με σταμάτησε η φράση "δραπέτευσα σε τούτο το νησί με λίγα βιβλία και το παιδί". Παρ' όλο που η μεταφράστρια του έργου διευκρινίζει ότι η περιγραφή του νησιού στη συνέχεια θυμίζει τη Λέσβο, εντούτοις το "Αλεξανδρινό Κουαρτέτο" είχε αρχίσει να γράφεται στην Κύπρο. Και τότε μου γεννήθηκε η επιθυμία να ξαναδιαβάσω τα "Πικρολέμονα" (Γρηγόρη, 1959) που είχα διαβάσει χρόνια πριν κι από το οποίο διατηρούσα μια θολή ανάμνηση. Άφησα λοιπόν το Κουαρτέτο για αργότερα και βυθίστηκα ξανά στον κόσμο της Κύπρου της δεκαετίας του '50, σε εικόνες που "μισό πραγματικές μισό γυρνάμενες μες στο μυαλό μου ήσαν".
Τότε που ο Ντάρελ έζησε στο νησί μας (1953-56) ήμουν πολύ μικρή για να μου κάνει μάθημα στο γυμνάσιο όπου δίδαξε, που κι αν μου έκανε δεν θα ήξερα καθόλου ποιος ήταν, παρά μόνο θα διασκέδαζα στο μάθημά του, όπως αργότερα μου είπαν γνωστοί μου που τον είχαν δάσκαλό τους.
Το βιβλίο με ταξίδεψε σ' ένα κόσμο χαμένο πια για πάντα. Με σεργιάνισε στα στενά της Κερύνειας, με πήρε μαζί του έκθαμβη στην ομορφιά του Πέλλαπαϊς, εκεί όπου, όταν πήγε ο Ντάρελ για να αγοράσει ένα σπίτι, στάθηκε και κοίταζε σαν μαγεμένος. Γράφει: "...τα δώματα άνοιγαν σαν βεντάλιες σε γαλαρίες κι απ' όπου νέες πανοραματικές θέες ανοίγονταν προς τ' ανατολικά και τα δυτικά. Καθώς ανεβαίναμε φάνηκε πάλι η Κερύνεια κι ολόκληρη η μαιανδρική αχτή σαν ψιλοδουλεμένη νταντέλα. Άρχισα να αισθάνομαι ένοχος για μια πράξη επίφοβης τόλμης το να θέλω να εγκατασταθώ σ' ένα τέτοιο καταπληκτικό μέρος. Θα μπορούσε κανείς να εργαστεί όταν θα ΄χει να θαυμάζει μια τέτοια σκηνογραφία;"
Χρόνια αργότερα, όταν ο αγώνας είχε τελειώσει, όταν ο Ντάρελ είχε από καιρό εγκαταλείψει το νησί μας, θέλησα να επισκεφθώ το σπίτι όπου έζησε. Στο χωριό το ήξεραν, μου το έδειξαν. Τώρα δεν ξέρω πια αν υπάρχει κι αν υπάρχει στο τουρκοκρατούμενο Πέλλαπαϊς, τίποτα πια δεν θα είναι το ίδιο.
Καθώς διάβαζα τα "Πικρολέμονα" από τη μια νοσταλγούσα εκείνη τη μακρινή εποχή, όταν το αίμα και ο θάνατος δεν είχε πλημμυρίσει το νησί μας, όταν η Κερύνεια ήταν η αγνή, ανόθευτη ομορφιά που μάγευε ξένους και δικούς, ομορφιά την οποία απεικονίζει ο Ντάρελ με τις έξοχες περιγραφές του. Κι από την άλλη αντιδρούσα με αγανάκτηση διαπιστώνοντας πόσο μας υποτιμούσαν και μας περιφρονούσαν οι Άγγλοι. Τα "Πικρολέμονα" είναι η αγγλική εκδοχή, η αγγλική ματιά στην Κύπρο και τον αγώνα της. Ο Ντάρελ μιλά ελληνικά, έχει φίλους Κυπρίους, αλλά δεν παύει να μας βλέπει σαν αφελείς επαρχιώτες. Αδυνατεί να κατανοήσει τον πόθο μας για ελευθερία, συνυφασμένο τότε με τον αγώνα για Ένωση με την Ελλάδα, συνεχώς αναφέρει ότι μας ξεσηκώνουν οι παπάδες και το ραδιόφωνο της Αθήνας. Ειρωνεύεται τις μαθητικές διαδηλώσεις, βλέπει τον Καραολή, τον πρώτο καταδικασθέντα σε θάνατο, ως εγκληματία και τρομοκράτη που πρέπει να τιμωρηθεί. Η Κύπρος γι' αυτόν ανήκει δικαιωματικά στην Αυτοκρατορία: "Η Κύπρος, από γεωγραφικής και πολιτικής απόψεως ανήκε στην ίδια τη ραχοκοκαλιά της Αυτοκρατορίας. Δεν θα 'πρεπε λοιπόν να κρατηθεί με κάθε θυσία;"
Κι όμως μετά την εξέγερση του '55 θα πει κάποια στιγμή: "Δεν μπορούσα να μη σκέπτομαι με πίκρα πως αν είμασταν αρκετά τίμιοι για να παραδεχτούμε την ελληνικότητα της Κύπρου απ' την αρχή, ίσως να μην ήταν ανάγκη να εγκαταλείψουμε το νησί ή να αγωνιστούμε για δαύτο. Τώρα ήταν πια πολύ αργά".
Διευθυντής στο Γραφείο Πληροφοριών, υπεύθυνος δηλαδή της αγγλικής προπαγάνδας, πιστεύεται ότι υπήρξε πράκτορας των Άγγλων. Πολλά έχουν γραφτεί και για το ρόλο του και για τα "Πικρολέμονα". Ο μεγάλος μας ποιητής Κώστας Μόντης γράφει τις "Κλειστές πόρτες" ως απάντηση, όπως δηλώνει, στα "Πικρολέμονα" του Ντάρελ. Μια έμμεση απάντηση αποτελεί και το μυθιστόρημα του Ρόδη Ρούφου "Η Χάλκινη εποχή".
Τα "Πικρολέμονα", διαβασμένα τώρα, ύστερα από την τραγική κατάληξη εκείνου του υπέροχου αγώνα, αφήνουν πραγματικά μια πικρή γεύση στο στόμα.