Δευτέρα, Νοεμβρίου 26, 2012

Τα παιδιά από το Αρμπάτ

Για χρόνια άκουγα γι'αυτό το βιβλίο. Εκεί γύρω στη δεκαετία του '90, όταν γινόταν λόγος για βιβλία, συχνά άκουγα την ερώτηση: "Διάβασες  το βιβλίο του Ανατόλι Ριμπακόφ "Τα παιδιά από το Αρμπάτ"; Κι όταν ακόμα το 2007, στο ετήσιο καλοκαιρινό ταξίδι βρέθηκα στη Μόσχα, θέλησα να επισκεφθώ τη φημισμένη αυτή γειτονιά, ούτε τότε είχα διαβάσει το μυθιστόρημα. Οι συγκυρίες το έφεραν να το διαβάζω  τώρα και μόλις έχω τελειώσει τον πρώτο τόμο. (Στην Ελλάδα εξεδόθη το 1991 σε δύο τόμους, από τις εκδόσεις Γνώση, σε μετάφραση Πέτρου Ανταίου).
Ο πρώτος τόμος έχει τίτλο "Τα παιδιά από το Αρμπάτ-Το '35 και τ'άλλα χρόνια". Ασφαλώς δεν είναι το πρώτο ούτε το μόνο που αναφέρεται στα χρόνια της Σταλινικής τρομοκρατίας, με πιο πρόσφατο σχετικό ανάγνωσμά μου την"Υπόθεση Τουλάγιεφ" και το ξαναδιαβασμένο αξεπέραστο "Το μηδέν και το άπειρο", 
Η περίοδος αυτή, 1933-38 και οι περίφημες δίκες της Μόσχας είναι σήμερα πια πασίγνωστες. Ενούτοις το δίτομο αυτό έργο του Ριμπακόφ αποτελεί μια τόσο ενδιαφέρουσα τοιχογραφία της εποχής που όσα και να έχει διαβάσει κανείς δεν παύει να αποτελεί ένα ελκυστικότατο ανάγνωσμα. Ίσως αυτό να οφείλεται και στο ότι ο συγγραφέας περιλαμβάνει και αυτοβιογραφικά στοιχεία ως Σάσα, ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου. Πιο πολύ όμως θα έλεγα πως πρωταγωνιστής του βιβλίου είναι ο Στάλιν, ΕΚΕΙΝΟΣ, όπως γράφεται πάντα με κεφαλαία στο βιβλίο. Αυτού την προσωπικότητα, τις μεθόδους, τον χαρακτήρα φωτίζει ο συγγραφέας. Το μυθιστορηματικό στοιχείο διαπλέκεται με το ιστορικό δημιουργώντας ένα εκρηκτικό αναγνωστικό μείγμα.
Το μυθιστόρημα εξελίσσεται σε δυο επίπεδα: στη Σιβηρία, όπου συναντάμε τον Σάσα, καταδικασμένο σε τρία χρόνια εξορίας για ασήμαντη αφορμή και στη Μόσχα, αφενός με τα μυθιστορηματικά πρόσωπα της συνοικίας Αρμπάτ, φίλους και γνωστούς του Σάσα και αφετέρου με την Κεντρική Επιτροπή, τον Στάλιν, τις δίκες. " Σκληροί, υπεύθυνοι καιροί. Η χώρα κυκλωμένη από εξωτερικούς εχθρούς, παλεύει ενάντια σ' εσωτερικούς εχθρούς. Η παραμικρή αμφιβολία για τον Στάλιν σημαίνει αμφιβολία για το κόμμα, έλλειψη πίστης  στην υπόθεση του σοσιαλισμού", λέει μια από τις ηρωίδες του έργου προς την αμφιταλαντευόμενη αδελφή της..
Το 1935, υπό την προεδρία του Στάλιν, η Ολομέλεια της Επιτροπής του Συντάγματος καταρτίζει νέο σύνταγμα το οποίο (υποτίθεται) θα εξασφάλιζε στο λαό κάθε είδους ελευθερία. Όμως αυτό δεν ήταν παρά η κάλυψη για ΕΚΕΙΝΟΝ, για την εξόντωση των παλιών στελεχών που θα ακολουθήσει. Το παραμικρό δίνει  αφορμή για σύλληψη και ανάκριση. Για παράδειγμα, ένας γνωστός δημοσιογράφος και θεατρικός κριτικός. ο Βαντίμ, συλλαμβάνεται γιατί η αδελφή του παντρεύτηκε Γάλλο (άρα κατάσκοπο) και έφυγε στο εξωτερικό! Θα ξανασυλληφθεί αργότερα για ένα ανέκδοτο που αφορούσε τον Στάλιν! Η προσοχή όμως του Στάλιν και οι διώξεις δεν εστιάζονται στους απλούς πολίτες  που διαρκώς διακατέχονται από  το φόβο της εξορίας, της φυλάκισης ή της εκτέλεσης. Στόχος του είναι κυρίως ανώτατοι αξιωματούχοι, παλιοί επαναστάτες, άνθρωποι που αγωνίστηκαν για τον κομμουνισμό, όταν έχει και την παραμικρή υποψία ότι τον αντιπολιτεύονται. Οι διωγμοί αυτοί εντάθηκαν μετά τη δολοφονία εξέχοντος κομμουνιστή ηγέτη, του Κίροφ, που αποδόθηκε σε συνωμοσία οπαδών του Τρότσκι.
Όμως οι θεωρούμενοι συνωμότες δεν πρέπει να εκτελεστούν μυστικά. Σημασία έχει να γίνουν δημόσιες δίκες στις οποίες να παραδεχτούν την υπονομευτική τους δράση. Οι ανακριτικές μέθοδοι έχουν εξελιχθεί σε επιστήμη. Η σωματική και ψυχολογική βία αναγκάζει τους ανακρινόμενους να παραδεχτούν τις κατηγορίες. Εξέχοντα στελέχη όπως ο Ζηνόβιεφ και ο Κάμενεφ δικάζονται δημόσια και εκελούνται. Ένας άλλος, ο Σμυρνόφ, εξαναγκάζεται με εκβιασμό που σχετίζεται με τη γυναίκα και την κόρη του.
Τα πάντα ελέγχονται, λογοκρίνονται. Η τέχνη, το θέατρο, η λογοτεχνία, ο τύπος πρέπει να υπηρετούν το Κόμμα,. Ο Στάλιν επισκέπτεται τον ετοιμοθάνατο Γκόρκι και σκέφτεται: "Για να υποτάξεις ένα λαό πρέπι ή να εξοντώσεις ή να εξαγοράσεις τη διανόησή του. Και πιο σωστά, ένα μέρος της διανόησης να το εξοντώσεις κι ένα άλλο να το εξαγοράσεις και να το έχεις υπό το κράτος του τρόμου".
Η προσωπολατρία του Στάλιν είναι κάτι ασύλληπτο. Λέει κάποια στγμή η μητέρα του Σάσα: "Όλοι τους έχουνε στραβωθεί. Έχουνε βάλει παρωπίδες μ' αυτό το όνομα, δεν θέλουν να σκεφτούν τι κάνει εκείνος, είναι θεός γι' αυτούς, περισσότερο κι από θεός, γιατί γι' αυτόν που πιστεύει στο θεό υπάρχει η έννοια του καλού και του κακού, της ευσπλαχνίας, της μετάνοιας, του ελέους, αλλά γι' αυτούς δεν υπάρχει τίποτα. Γι' αυτούς υπάρχει μόνο ο Στάλιν. Αυτός είναι ο θεός τους, η συνείδησή τους".
Το βιβλίο τελειώνει με τη λήξη της τρίχρονης εξορίας του Σάσα. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι θα επιστρέψει στη Μόσχα. Οι περιπέτειες του βίου του θα συνεχιστούν στο δεύτερο τόμο των "Παιδιών από το Αρμπάτ" που έχει υπότιτλο "Ο φόβος".

Τετάρτη, Νοεμβρίου 14, 2012

Χορεύουν οι ελέφαντες

"Ο μωβ μαέστρος" της Σοφίας Νικολαΐδου δεν μου είχε αρέσει. Το δεύτερό της μυθιστόρημα "Απόψε δεν έχουμε φίλους"
 το βρήκα σαφώς καλύτερο, δεν με είχε όμως εμπνεύσει τόσο ώστε να αγοράσω και το τρίτο της, το "Χορεύουν οι ελέφαντες". Αλλά, το εξής απόσπασμα από το οπισθόφυλλο του βιβλίου ήταν μεγάλος πειρασμός: "Σχολικό έτος 2010-2011: ένας μαθητής αρνείται να δώσει Πανελλαδικές. Ο αγαπημένος του καθηγητής του αναθέτει να ερευνήσει την παλιά υπόθεση (Πολκ). Ο πρώην άριστος μαθυητής αρχίζει να ψάχνει. Πόσο έτοιμοι είναι οι ενήλικες να ακούσουν τι έχει να πει;"
Το αγόρασα λοιπόν γιατί δεν μπορώ να αντισταθώ σε κανένα βιβλίο που έχει να κάνει με σχολείο και μαθητές.
Το "Χορεύουν οι ελέφαντες" δεν με απογοήτευσε αλλά και δεν με ενθουσίασε. Θα εξηγήσω γιατί. Εν πρώτοις πατάει πάνω στο "πατρόν" ("μόλα" το λέμε στην Κύπρο) του πρηγούμενού της βιβλίου. Δηλαδή έχουμε μια υπόθεση που πηγαινοέρχεται ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν.  Στο προηγούμενο βιβλίο ήταν ανάμεσα στο 2008 με τις διαδηλώσεις και καταστροφές που ακολούθησαν το φόνο του νεαρού Αλέξη και τα γεγονότα με τους δωσίλογους της Κατοχής, φτάνοντας ως το 1989. Στο τελευταίο βιβλίο ο χρόνος κινείται μεταξύ του παρόντος (2010-2011) και της περίφημης δολοφονίας του Αμερικανού δημοσιογράφου Πολκ,το 1948, για την οποία έχουν γραφτεί πλήθος κείμενα, χωρίς ποτέ να βρεθούν τα αίτια ή οι δολοφόνοι, παρ' όλο που  καταδικάστηκε κάποιος, αν και υποστήριζε ότι είναι αθώος. Στο "Απόψε δεν έχουμε φίλους" ένας φοιτητής αναλαμβάνει να εκπονήσει μια διατριβή για το θέμα, εδώ  ένας μαθητής διερευνά την παλιά δολοφονία του Πολκ.
Πολλά πρόσωπα του προηγούμενου βιβλίου τα συναντάμε κι εδώ σε άλλους ρόλους.  Τον Σιουκούρογλου που στο προηγούμενο βιβλίο απέτυχε να πάρει πανεπιστημιακή έδρα, εδώ τον συναντάμε φιλόλογο στο Λύκειο. Είναι ένας ιδιόρυθμος, μονήρης τύπος, που χρησιμοποιεί πρωτότυπες και αντισυμβατικές μεθόδους διδασκαλίας. Χαϊδευτικά οι μαθητές τον αποκαλούν Σουκ.
Συναντάμε ακόμα τον καθηγητή Αστερίου που είχε απορρίψει τότε τη διατριβή του Σιουκούρογλου. Επίσης, η Φανή Ντόκου που εκεί ήταν τραγουδίστρια, εδώ είναι καθηγήτρια μουσικής. Βρίσκουμε επίσης έναν ωραίο τύπο γιαγιάς, εκεί τη Νίνα, εδώ την Ευθαλία. Δεν ξέρω αν η Νικολαΐδου θέλησε το παρόν μυθιστόρημα να είναι μια συνέχεια του προηγούμενου. Ίσως μόνο ως προς τα πρόσωπα, γιατί κατά τα άλλα έχουν αρκετές διαφορές.
Το θέμα έχει ως εξής: ένας μαθητής της Γ΄Λυκείου, ο Μηνάς Γεωργίου, γιος δημοσιογράφου, δηλώνει ότι δεν θέλει να προετοιμαστεί και να δώσει Πανελλαδικές. Ο καθηγητής του τότε, ο Σιουκούρογλου, του αναθέται να εκπονήσει μια εργασία σχετικά με τη δολοφονία του Πολκ στη Θεσσαλονίκη το 1948 που συντάραξε την Ελλάδα. Την εργασία αυτή θα πρέπει στο τέλος Φεβρουαρίου να την παρουσιάσει ενώπιον κοινού μαθητών και καθηγητών. 
Η τεχνική της συγγραφέως είναι η διάκριση των κεφαλαίων σε παρόν και παρελθόν με διάφορα αφηγηματικά πρόσωπα. Μετά από τα κεφάλαια πρωτοπρόσωπης αφήγησης άλλοτε του παρελθόντος (π.χ. της μητέρας του αδίκως καταδικασθέντος Γκρη, ή του διευθυντή της ασφάλειας που είχε αναλάβει την εξιχνίαση της υπόθεσης) και άλλοτε του παρόντος (π.χ. του Μηνά) παρεμβάλλονται κεφάλαια τριτοπρόσωπης αφήγησης με τίτλο "Οι άλλοι κρίνουν", όπου υπάρχει μια πιο αντικειμενική αφήγηση.
Παράλληλα με την αφήγηση της υπόθεσης Πολκ (στο βιβλίο αποκαλείται Τζακ Τάλας) η αφήγηση του παρόντος αφορά κυρίως τη σύγχρονη ελληνική εκπαίδευση. Είναι μια δριμεία κριτική του τρόπου διδασκαλίας, της απομνημόνευσης, του άγχους των Πανελλαδικών και μια σκιαγράφηση της σύγχρονης μαθητικής νεολαίας με τις καταλήψεις και τις άλλες μαθητικές εκδηλώσεις.
Βρίσκω ότι η Νικολαΐδου προσπάθησε να δώσει δυο διαφορετικές εποχές, αλλά αυτό γίνεται με δύο άσχετα θέματα, με τον πολύ χαλαρό σύνδεσμο της εκπόνησης της σχετικής εργασίας από τον Μηνά. Μια εργασία όμως που εξαντλείται στην καταγραφή γεγονότων, όπως ήδη είναι γνωστά από πλήθος δημοσιεύματα, χωρίς καμιά προσπάθεια ερμηνείας ή συμπερασμάτων ή κριτικής;. Τίποτα δεν προσφέρει στην υπόθεση Πολκ πέρα από όσα έχουν ήδη γραφτεί, όπως άλλωστε επισημαίνεται και στο ίδιο το μυθιστόρημα (σ. 286-287).

Παρασκευή, Νοεμβρίου 09, 2012

Μπαρ Φλωμπέρ



Δεν ξέρω πώς μου διέφυγε (αν και η πρώτη του έκδοση ανάγεται στο 2000) ένα όχι ευκαταφρόνητο βιβλίο. Το ανακάλυψα πρόσφατα, ίσως γιατί τώρα με την επανέκδοσή του κυκλοφορεί και σε ηλεκτρονική μορφή. Πρόκειται για το μυθιστόρημα του Αλέξη Σταμάτη «Μπαρ Φλωμπέρ» (Καστανιώτης, 2012).
Η βασική του ιδέα μου θύμισε ένα από τα ωραιότερα βιβλία (αν όχι το ωραιότερο) που έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια, δυστυχώς εξαντλημένο πια, το «Νυχτερινό τρένο για τη Λισαβόνα», του Πασκάλ Μερσιέ. Δεν μιλώ για μίμηση. Μιλώ για ομοιότητα στην κεντρική ιδέα. Άλλωστε, όπως λέει ο Σεφέρης, δεν υπάρχει παρθενογένεση στην Τέχνη.
Ο Γιάννης Λουκά, φιλόλογος, κοντά στα σαράντα, συνεργάτης σε διάφορα περιοδικά, αναλαμβάνει να βοηθήσει τον συγγραφέα πατέρα του στην έκδοση της αυτοβιογραφίας του. Ψάχνοντας το αρχείο του, βρίσκει το χειρόγραφο ενός μυθιστορήματος με τίτλο «Μπαρ Φλωμπέρ», με συγγραφέα κάποιον Λουκά Ματθαίου. Ο πατέρας του Γιάννη, σύμβουλος σε εκδοτικό οίκο, το είχε απορρίψει. Όμως ο Γιάννης εντυπωσιάζεται και αρχίζει την αναζήτηση του άγνωστου συγγραφέα. Αποσπάσματα του μη εκδοθέντος «Μπαρ Φλωμπέρ», που είχε εντυπωσιάσει τον Γιάννη Λουκά, παρεμβάλλονται στη δική του περιπέτεια αναζήτησης.  Μια αναζήτηση που τον φέρνει στη Βαρκελώνη, στη Φλωρεντία, στο Βερολίνο και τελικά σε χωριά της Αρκαδίας.
Γράφει ο ίδιος ο συγγραφέας στο επίμετρο του βιβλίου του: «Ένας σκοτεινός σαγηνευτικός άντρας, ένας νεότερος άντρας σε περίοδο κρίσης, ένας πίνακας του Πουσέν, οι τέσσερις Ευαγγελιστές, το ευρωπαϊκό  τοπίο του τέλους του 20ου αιώνα, οι μπιτ, ο Γκαουντί, η αρχιτεκτονική, ο Φασμπίντερ, τα έντυπα της εποχής, το πατρικό πρότυπο, η σαγήνη του αρσενικού, η σαγήνη του θηλυκού, ο φόβος του ν’ αγαπηθείς, η απόλυτη μοναξιά του ερωτευμένου. Αλλά και η αποξένωση, η αίσθηση του να είσαι ταυτόχρονα μέσα κι έξω απ’ τα πράγματα, η εξέλιξη της δομής του μυθιστορήματος, οι επάλληλες αφηγηματικές στρώσεις, το συγγραφικό μπλοκάρισμα, η αλληλοδιείσδυση μυθοπλασίας και πραγματικότητας.
Το ετερόκλητο αυτό υλικό άρχισε σταδιακά να μου επιβάλλεται. Του παραδόθηκα αμαχητί και του επέτρεψα να με οδηγήσει».
Γεμάτο με κωδικούς που πρέπει να αποκρυπτογραφήσει, όπως ο ίδιος ο τίτλος «Μπαρ Φλωμπέρ» ή το μότο του πρώτου κεφαλαίου: Oral-Mare-Even-Neat ή τα αρχικά Λ.Δ.Σ.Κ. Προς το τέλος σημαντικό ρόλο παίζει η περίφημη φράση από τον πίνακα του Πουσέν (17ος αι.) «Et in Arcadia ego», στην οποία φράση η παράλειψη του ρήματος επιτρέπει ποικίλες ερμηνείες. Και ακόμα μια λατινική φράση, «I TEGO ARCANA DEI», βάζει και τον πρωταγωνιστή και τον αναγνώστη στο δρόμο για την τελική λύση.
Κρυπτογραφήματα, αναγραμματισμοί, περιπέτεια, έρωτας και πάνω απ’ όλα η ατμόσφαιρα των τριών πόλεων, της Βαρκελώνης, της Φλωρεντίας και του Βερολίνου συνθέτουν ένα γοητευτικό αποτέλεσμα. Προπάντων για όποιον έχει γνωρίσει τις τρεις αυτές πόλεις ή τα χωριά  της Αρκαδίας, είναι σαν να ξαναβρίσκεται σε οικείο περιβάλλον. Τις φαντάζεται, περιπλανιέται μαζί με τον συγγραφέα σε μια αναζήτηση. Του άλλου άραγε ή και του ίδιου του εαυτού μας;