Τρίτη, Μαρτίου 24, 2009

Το Σαββατοκύριακο

Δεν υπάρχει βιβλίο του Γερμανού Bernhard Schlink (γεν.1944) που να μην παρουσιάζει ενδιαφέρον, αν και δεν κινούνται όλα στο ίδιο επίπεδο. Τελευταίο του βιβλίο "Το Σαββατοκύριακο" (Κριτική, 2009). Οι εμμονές και ο προβληματισμός του συγγραφέα για το θέμα ενοχή-μετάνοια-εξιλέωση που γνωρίσαμε στο υπέροχο "Διαβάζοντας στη Χάννα", επανέρχονται, όχι πια σε ό,τι αφορά τη ναζιστική Γερμανία, αλλά την πιο πρόσφατη εποχή, την εποχή της δράσης της τρομοκρατικής ομάδας Μπάαντερ-Μάϊνχοφ.
Ένας παλιός τρομοκράτης, ο Γιοργκ, αφού πέρασε πάνω από είκοσι χρόνια στη φυλακή, καταδικασμένος για παράνομες δραστηριότητες, μεταξύ των οποίων και τέσσερις φόνοι, αποφυλακίζεται με προεδρική χάρη. Τον παραλαμβάνει η μεγαλύτερη απ' αυτόν αδερφή του, η οποία υπήρξε γι' αυτόν και σαν μητέρα, μια και είχαν χάσει μικροί τη δική τους. Υπερπροστατευτική, υπάρχει μεταξύ τους μια ιδιαίτερη σχέση που λίγο απέχει από την αιμομιξία. Τον οδηγεί σε μια εξοχική έπαυλη, που είχε αγοράσει με μια φίλη της (άλλη ανορθόδοξη σχέση) λίγο έξω από το Βερολίνο. Εκεί έχει προσκαλέσει μερικούς παλιούς φίλους, για να γιορτάσουν την αποφυλάκισή του, αλλά και για να προσαρμοστεί σταδιακά στην έξω από τη φυλακή ζωή.
Η σύναξη μου θύμισε κάπως την ατμόσφαιρα των μυθιστορημάτων της Άγκαθα Κρίστι. Μια ομάδα ανθρώπων κλεισμένοι σ' ένα παλιό αρχοντικό, τριγυρισμένο από ένα πάρκο, μακριά από κατοικημένη περιοχή. Τη σκοτεινή ατμόσφαιρα επιτείνει η φθαρμένη, ερειπωμένη κατάσταση του αρχοντικού. Χωρίς θέρμανση, χωρίς ηλεκτρισμό, με νερό που βγάζουν από μια αντλία, με τη βροχή που θαρρείς και πέφτει αδιάκοπα, συμβολικά απεικονίζεται έτσι και η εσωτερική, ψυχολογική φθορά των ανθρώπων.
Οι φίλοι της νιότης όμως του Γιοργκ δεν είναι πια οι ίδιοι που υπήρξαν νέοι. Η επαναστατική τους ορμή, με την οποία νόμιζαν ότι θ' αλλάξουν τον κόσμο και ότι γι' αυτήν την αλλαγή δικαιολογείτο ακόμα και το έγκλημα, η βία εναντίον της κρατικής και εξουσιαστικής βίας, αυτή η ορμή έχει καταλαγιάσει. Έχουν προσαρμοστεί στην κοινωνία την οποία ήθελαν να μεταβάλουν. Ένας είναι δικηγόρος, άλλος επιτυχημένος δημοσιογράφος, μια γυναίκα επίσκοπος, μια άλλη δασκάλα που αρχίζει να γράφει ένα μυθιστόρημα, ένας επιχειρηματίας-οδοντοτεχνίτης.
Η χρονική διάρκεια του μυθιστορήματος είναι τρεις μέρες: Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή. Συζήτηση, εντάσεις, αναδρομή στο παρελθόν, αναμνήσεις, οι σχέσεις μεταξύ των μελών της ομάδας γεμίζουν το Σαββατοκυρίακο. Ποιο θα είναι το μέλλον του Γιοργκ; Θα ακολουθήσει την προτροπή ενός από τους καλεσμένους, του νεαρού Μάρκο, να συνεχίσει την ένοπλη, αριστερή δράση; Θα απαρνηθεί το παρελθόν και θα συμβιβαστεί με την πρόταση του οδοντοτεχνίτη για μια θέση στα εργαστήριά του; Αλλά και πολλά άλλα ερωτήματα απασχολούν τη συντροφιά. Ήταν σωστός αυτός ο αγώνας; Πώς ένιωσε όταν έκανε τον πρώτο του φόνο; Έχει μετανιώσει; Ποιος τον είχε προδώσει; Κι όταν απροσδόκητα εμφανίζεται ο γιος του, τον οποίο είχε εγκαταλείψει από τα δυο του χρόνια, τα ερωτήματα γίνονται ακόμα πιο αμείλικτα, καθώς ο γιος κατηγορεί τον πατέρα για τις επιλογές του, που είχαν τραυματικές επιπτώσεις στον ίδιο.
Βιβλίο γεμάτο ερωτήματα και προβληματισμό, από το οποίο δεν απουσιάζει ούτε η 11η Σεπτεμβρίου, καθώς έντεχνα ο Σλινκ εμπλέκει στο μυθιστόρημα μια παράλληλη ιστορία, το μυθιστόρημα που έχει αρχίσει να γράφει η δασκάλα.
Μειονεκτήματα που βρήκα στο βιβλίο είναι το ότι στην αρχή, αλλά και ενδιάμεσα στους διαλόγους, σε μπερδεύουν καμιά φορά τα ονόματα, δεν ξέρεις ποιος ακριβώς μιλά. Επίσης βρίσκω αδικαιολόγητη την ανάμιξη ανορθόδοξων σεξουαλικών σκέψεων και σκηνών. Δεν ξέρω πού αποσκοπούσαν αυτές οι σκηνές της σεξουαλικής εκτροπής.
Αν ήθελα να συνοψίσω την αίσθηση που μου άφησε αυτό το βιβλίο, θα την έβλεπα σ' αυτό το απόσπασμα: "Δεν άναψαν αμέσως τα κεριά. Το σούρουπο άφηνε το παρελθόν να τρυπώνει με οικειότητα στο παρόν σαν τη νύχτα με τη μέρα. Οι αναμνήσεις αφορούσαν μια εποχή που είχε τελειώσει και δεν έφτανε μέχρι το παρόν. Όμως οι αναμνήσεις ήταν ζωντανές, έτσι οι φίλοι αισθάνονταν ταυτόχρονα και γέροι και νέοι. Και αυτή η αίσθηση ήταν οικεία. Όταν άναψε τελικά η Κριστιάνε τα κεριά και μπορούσαν πάλι να δουν ο ένας τον άλλον καθαρά, στο γερασμένο πρόσωπο του άλλου αντίκρισαν με ευχαρίστηση το νεαρό πρόσωπο που μόλις είχαν συναντήσει στις αναμνήσεις τους. Κρατάμε τη νιότη μέσα μας, μπορούμε να ξαναγυρίσουμε σ΄αυτήν και να ξαναζωντανέψουμε μέσα της, όμως έχει περάσει πια-ένα παράπονο τσίμπησε την καρδιά τους και η συμπόνια, για τους άλλους και για τον εαυτό τους".


Πέμπτη, Μαρτίου 19, 2009

Από δρυ παλιά κι από πέτρα

Διάβασα με προσοχή και πολλή υπομονή, θα έλεγα, τις 557 σελίδες του μυθιστορήματος της Νοέλ Μπάξερ "Από δρυ παλιά κι από πέτρα" (Ψυχογιός, 2008). Για την παρουσίασή του παραπέμπω στην άρτια παρουσίαση της αγαπητής Ελένης Τσαμαδού.
Το μόνο που θα ήθελα να πω εγώ είναι το εξής: Όσοι Έλληνες αδελφοί θελήσουν να χρησιμοποιήσουν το όνομα της Κερύνειας ή άλλης κυπριακής πόλης, ας κάνουν τον κόπο να μάθουν δυο πράγματα γι' αυτήν. Την ιστορία της, το φυσικό της περιβάλλον, τους ανθρώπους της. Στο βιβλίο της Μπάξερ μερικοί από τους ήρωές της περνούν μεγάλο χρονικό διάστημα στην Κερύνεια, ενώ άλλοι είναι Κερυνειώτες. Έχω την άποψη πως αν αντί "Κερύνεια" η συγγραφέας χρησιμοποιούσε το "Λεμεσός" ή Ρέθυμνο" ή ¨Καβάλλα" τίποτα δεν θα άλλαζε στο βιβλίο. Κι όσο για την τουρκική εισβολή που προσπερνάται με δυο γραμμές, αφήστε την καλύτερα ήσυχη. Καμιά απαίτηση δεν έχουμε να ασχολείστε μαζί μας. Όταν όμως το κάνετε, σας παρακαλώ, κάντε το σωστά. Συγχωρέστε μου τον σκληρό ίσως τόνο. Με πονάει η Κύπρος, με πονάει πολύ η Κερύνεια...


Πέμπτη, Μαρτίου 12, 2009

Νεοελληνική κλασική λογοτεχνία


Σκέφτηκα να ξανακοιτάξω λίγο τα δυο μυθιστορήματα του Στράτη Μυριβήλη σαν μια προετοιμασία εν όψει του Πάσχα, που σχεδιάζουμε με φίλους να το περάσουμε στη Μυτιλήνη. Μα η γοητεία τους με παρέσυρε, με βύθισε σε λαγαρά, καθάρια λογοτεχνικά νερά και μου χάρισε απόλαυση μεγαλύτερη απ' αυτήν που ένιωσα όταν τα πρωτοδιάβασα, καθώς τώρα τα πλησίασα φορτωμένη όχι μόνο με αναγνωστική αλλά και με πείρα ζωής.
Κρατάω στα χέρια μου την 31η έκδοση (2007) της "Δασκάλας με τα χρυσά μάτια" (α΄ έκδοση 1933) και την 24η έκδοση (2006) της "Παναγιάς της Γοργόνας" (α΄ έκδοση 1948). Ωραίες, επιμελημένες εκδόσεις του Βιβλιοπωλείου της Εστίας, τέτοιες που δεν βλέπουμε συχνά, με καλλιτεχνικά ζωγραφισμένα τα αρχικά κάθε κεφαλαίου από τον Μάριο Αγγελόπουλο.
Και τα δυο έργα διαδραματίζονται στη Λέσβο, αγαπημένη πατρίδα του συγγραφέα. Μα μέσα σ' αυτό το νησί είναι κλεισμένη ολόκληρη η Ελλάδα. Η Ελλάδα που βγήκε βαθιά τραυματισμένη από τη Μικρασιατική Καταστροφή, που πάλευε να ορθοποδήσει, να αφομοιώσει το ενάμισυ εκατομμύριο πρόσφυγες, να γιατρέψει τις πληγές της, να ξαναβρεί τη χαρά της ζωής. Η θάλασσα κι η στεριά, ο μόχθος του αγρότη και του ψαρά, παραδόσεις και θρύλοι, η αγιάτευτη νοσταλγία των χαμένων πατρίδων, η φρίκη του πολέμου, ο έρωτας, η καλοσύνη και η κακία των ανθρώπων, η ζωή του χωριού, η φύση σ΄όλες τις ώρες και σ' όλες τις εποχές, δοσμένα με γλώσσα γλαφυρή, πλούσια, γλώσσα βγαλμένη από τα σπλάχνα αυτού του λαού, ζωντανεύουν με την απαράμιλλη τέχνη του Μυριβήλη.
Δεν ξέρω αν πρέπει να πω κάτι για την υπόθεση των έργων. Δεν νομίζω ότι υπάρχει Έλληνας βιβλιόφιλος (προπάνων αν είναι και συγγραφέας) που δεν έχει διαβάσει αυτά τα βιβλία, τουλάχιστον δεν θα έπρεπε να υπάρχει. Ας κάνω όμως μια σύντομη αναφορά.
Στη "Δασκάλα με τα χρυσά μάτια" ένας νέος, ο Λεωνής Δρίβας, γυρίζει στο νησί του αφού έζησε όλη τη φρίκη του πολέμου. Στις πρώτες σελίδες του βιβλίου ο Λεωνής θυμάται την παραμονή του στο νοσοκομείο, όταν τραυματίστηκε, και τον επώδυνο θάνατο του φίλου του Στρατή Βρανά. Η ρεαλιστική περιγραφή των γεγονότων εκείνων στέλλει ένα έντονο αντιπολεμικό μήνυμα. Ίσως γι' αυτό "Η δασκάλα" ήταν απαγορευμένη από τη λογοκρισία από το 1936-1944.
Ο Λεωνής ερωτεύεται την ωραία χήρα του φίλου του, τη Σαπφώ Βρανά. Οι φρικτές εικόνες του πολέμου που στοιχειώνουν τη σκέψη του, αποτελούν μια έντονη αντίθεση με τα νιάτα του που διεκδικούν μερίδιο στη ζωή και στον έρωτα. Η χρονική διάρκεια του μυθιστορήματος είναι ένα καλοκαίρι. Ο Λεωνής και η αδερφή του Αδριανή το περνούν στο χωριό του πατέρα τους. Η πανέμορφη φύση, ωραιότατες θαλασσινές εικόνες, τα φορτωμένα καρπό δέντρα, αποτελούν το σκηνικό μέσα στο οποίο προβάλλει η μικρή κοινωνία του χωριού και τα κεντρικά πρόσωπα του έργου. Ο Λεωνής όλο το καλοκαίρι παλεύει ανάμεσα στον έρωτα για την ωραία Σαπφώ και στο χρέος που αισθάνεται να τον δένει με το νεκρό Βρανά. Το βιβλίο κλείνει αριστοτεχνικά με μια σκηνή που ποτέ δεν μπορεί να ξεχαστεί. Μια σκηνή που με την υπαινικτικότητά της αναδίνει πιο πολλή σεξουαλικότητα από τις εκτενείς ρεαλιστικές περιγραφές της σύγχρονης λογοτεχνίας.
"Η Παναγιά η Γοργόνα" είναι μια μεγαλόπνοη σύνθεση. Ήδη ο ίδιος ο τίτλος και το εκκλησάκι που βρίσκεται στο κέντρο της σύνθεσης, αποτελεί το σύμβολο της διαχρονικής Ελλάδας. Στεριά και θάλασσα, η Παναγιά του Χριστιανισμού με το καράβι και το τρικράνι του Ποσειδώνα ενωμένα στην ίδια ζωγραφιά. Βασικό θέμα το δράμα των προσφύγων κι ο αγώνας τους να στεριώσουν στο νησιώτικο θαλασσοχώρι, ενώ με πόνο αντικρύζουν την πλούσια, αγαπημένη γη που άφησαν απένατι. Πώς τον νιώθουμε αυτό τον πόνο εμείς εδώ στην Κύπρο! Πόσες ομοιότητες στα πάθη της φυλής!
Ανάμεσα σ' αυτούς τους απλοϊκούς ντόπιους ξωμάχους και τους βασανισμένους πρόσφυγες εμφανίζεται, σαν από κόσμο άλλο, η Σμαραγδή. Βρέφος αφημένο έκθετο στη βάρκα του Βαρούχου. Πανέμορφη, μεγαλώνει με τη λατρεία της θάλασσας κι ενώ γύρω της σκορπά το ερωτικό δέος, εκείνη, δοσμένη στο κολύμπι και στο ψάρεμα, δηλώνει πως δεν θα παντρευτεί ποτέ.
Πλήθος αμέτρητο τα πρόσωπα που διακινούνται στο μυθιστόρημα. Ο Βαρούχος και η Νεράντζη, θετοί γονείς της Σμαραγδής, ο νονός της ο καφετζής ο Φόρτης με τις αφηγήσεις του για το θαυμαστό κόσμο της Αμερικής, ο γιος του ο Λάμπης αγιάτρευτα ερωτευμένος με τη Σμαραγδή όπως κι όλοι οι νέοι του χωριού, και το τραγικό του τέλος, η πολυπληθής οικογένεια του Λαθιού που στέκεται σαν δεύτερη οικογένεια για τη Σμαραγδή, ο δάσκαλος ο Αυγουστής, φορέας της Μεγάλης Ιδέας και της πίστης πως μια μέρα θα ξαναγυρίσουν στην τουρκεμένη γη, η γριά Περμαχούλα, ένα αγαθοποιό πνεύμα, ένας θησαυρός λαϊκής σοφίας, με τα παραμύθια, τις συμβουλές, την πίστη στο εξωλογικό στοιχείο, γίνεται η έκφραση της γνήσιας ελληνικής παράδοσης. Είναι ακόμα τα παιδιά του Λαθιού, ο ερωτοχτυπημένος Μανώλης, ο σοβαρός Στράτος, ο ονειροπαρμένος Βατής, είναι "οι κακοί" του χωριού, οι Γκαντζάληδες, είναι ολόκληρο το χωριό που χαίρεται, λυπάται, πενθεί, αγωνιά και μάχεται να στεριώσει στην καινούρια γη.
Στεριά και θάλασσα σμίγουν αξεδιάλυτα σ' αυτό το μεγάλο έργο. Ο μόχθος του αγρότη, η δίψα της γης στην αναβροχιά και η ηδονική χαρά όταν ανοίξουν οι κρουνοί του ουρανού, αλλά προπάντων η θάλασσα βρίσκει εδώ την αποθέωσή της. Η θάλασσα ήσυχη ή φουρτουνιασμένη, η θάλασσα τη μέρα ή τη νύχτα, η θάλασσα- παιγνίδι κι η θάλασσα-αγώνας για τη ζήση.
Η ποιητική έκφραση σμίγει με τις πιο ρεαλιστικές εικόνες, ο "μαγικός ρεαλισμός" επινοημένος από τον Μυριβήλη πολύ πριν την Αλιέντε ή τον Μάρκες. Ένας Έλληνας συγγραφέας που η διαχρονικότητα των έργων του μπορεί ακριβώς να του αποδώσει το χαρακτηρισμό "Κλασικός".





Τρίτη, Μαρτίου 03, 2009

Μαύρος Κύκνος

Είναι άραγε του συρμού η λογοτεχνία με ήρωες εφήβους ή μήπως οι συγγραφείς μεγαλώνοντας νοσταλγούν την εφηβεία τους; Μετά το "Υποβρύχιο" (και βεβαίως πολλά άλλα στο παρελθόν, μιλώ όμως για τα πιο πρόσφατα) ένας ακόμα συγγραφέας, ο Άγγλος Ντέιβιντ Μίτσελ, έχει ως κεντρικό ήρωα του τελευταίου βιβλίου του "Μαύρος Κύκνος" (Ελληνικά Γράμματα, 2008, μετ. -επίμετρο Μαργαρίτα Ζαχαριάδου), τον 13χρονο Τζέισον Τέυλορ. Παρ' όλο που με ενδιαφέρουν πολύ τα μυθιστορήματα εφηβείας, κυρίως γιατί έχουν να κάνουν και με τη σχολική ζωή, βρήκα τον "Μαύρο Κύκνο" κουραστικό, γεμάτο από λεπτομέρειες συχνά ανιαρές και γενικά δεν ήταν αυτό που ήλπιζα και περίμενα. Δεν λέω ότι δεν έχει καλές στιγμές. Αλλά να διαβάζεις κάπου 580 σελίδες για να απολαύσεις μερικές από αυτές, είναι πολύ επίμοχθο έργο.
Η υπόθεση τοποθετείται χρονικά στο 1982, καλύπτοντας 13 μήνες από τη ζωή του νεαρού Τζέισον. Ίσως και η ηλικία των 13 χρόνων, που κάποιος δεν είναι πια παιδί αλλά ούτε ακόμα έφηβος, να ήταν κι ένας από τους λόγους που δεν με τράβηξε το βιβλίο. Ο Τζέισον ζει με τους γονείς του και τη μεγαλύτερη αδελφή του, τη Τζούλια, σ' ένα Βρετανικό χωριό, το Black Swan Green, που είναι και ο τίτλος του πρωτοτύπου. Είναι ένα ευαίσθητο παιδί, γράφει ποίηση αλλά τη δημοσιεύει με ψευδώνυμο, γιατί η ποίηση είναι "αδερφίστικη", σύμφωνα με τους μάγκες του σχολείου, όπως "αδερφίστικο" θεωρείται το να ακούει μουσική Μπαχ ή να πηγαίνει σινεμά με τη μητέρα του. Το μεγάλο του βάσανο όμως είναι η βραδυγλωσσία του, άλλος ένας λόγος κοροϊδίας από τα άλλα παιδιά. Κάνει λογοθεραπέια, προσπαθεί να αποφεύγει τις λέξεις στις οποίες ξέρει ότι θα σκοντάψει, προσπαθεί να περνά όσο το δυνατό απαρατήρητος.
Τα γεγονότα της χρονιάς που καλύπτει το μυθιστόρημα, τόσο σε προσωπικό όσο και γενικότερα τοπικό επίπεδο, είναι πολλά. Πλήθος οι περιπέτειες του νεαρού. Παιγνίδια με φίλους, εξερευνήσεις στο δάσος, προσπάθεια μετά από δύσκολη δοκιμασία να ενταχθεί στη "συμμορία" του χωριού, "τα στοιχειά", επεισόδια της σχολικής ζωής, ένα πανηγύρι, ένας καταυλισμός τσιγγάνων, το πρώτο τσιγάρο (που του έφερε εμετό), η καταστροφή ενός ρολογιού, οικογενειακού κειμηλίου που τον αγχώνει σχεδόν ένα χρόνο, στιγμές οιογενειακής ζωής, διακοπές, αλλά και συζητήσεις στο σπίτι και τελικά χωρισμός των γονιών. Παράλληλα δίνονται πολλά στοχεία της εποχής. Ο πόλεμος στα Φώκλαντ, που γίνεται αφορμή το παιδί να έρθει αντιμέτωπο με το θάνατο, καθώς ένας νέος το χωριού που υπηρετούσε στο πολεμικό ναυτικό σκοτώνεται, η οικονομική ύφεση της εποχής, η Θάτσερ, η τότε μουσική που πλημμυρίζει το βιβλίο κ. ά.
Ο συγγραφέας δεν μιλά ως μεγάλος που θυμάται την παιδική του ηλικία. Εκφράζεται με τη φωνή και τη σκέψη ενός 13χρονου, γι' αυτό και βρίσκω ασύμβατες με την ηλικία του κάποιες σκέψεις, όπως η αναφορά στο ΝΑΤΟ ή τον Πόλεμο-Αστραπή κ.λπ.
Το μυθιστόρημα συγγενεύει με πολλά άλλα του είδους. Μια από τις περιπέτειες του Τζέισον, η γνωριμία με μια κάπως μυστηριώδη ηλικιωμένη κυρία, την κυρία Γκρομελύκ, που του δίνει συμβουλές για την ποίηση και του αρχίζει μαθήματα Γαλλικών, φέρνει αμέσως στο νου την Μις Χάβισαμ και την Εστέλλα από τις "Μεγάλες Προσδοκίες" του Ντίκενς.
Το χιούμορ δεν λείπει από το βιβλίο, ούτε η ταύτισή μας με κάποιες από τις εμπειρίες του Τζέισον. Παρ' όλ' αυτά και παρά την πολύ ευνοϊκή αποδοχή που βρήκε το βιβλίο του Μίτσελ, δεν ήταν από τα βιβλία που μου έδωσε την απόλαυση που περίμενα.