Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 28, 2009

Η μυστική γραφή

Το μυθιστόρημα του Ιρλανδού συγγραφέα Σεμπάστιαν Μπάρυ "Η μυστική γραφή" (Καστανιώτης 2009, μετ. Αύγουστος Κορτώ) μου άφησε την εντύπωση μιας μουσικής σύνθεσης που αρχίζει μ' έναν αργό, ήρεμο ρυθμό που όσο πάει δυναμώνει, εντείνεται, κορυφώνεται για να καταλήξει σ' ένα δυνατό, απρόσμενο φινάλε. Είναι βιβλίο για το οποίο δεν μπορείς να πεις πολλά χωρίς ν' αποκαλύψεις τα μυστικά (πόσο η λέξη ταιριάζει στον τίτλο!) που η τέχνη του συγγραφέα, αργά-αργά ξεσκεπάζει στον αναγνώστη. Θα περιοριστώ, λοιπόν, παρουσιάζοντάς το σε πολύ αδρές γραμμές.
Οι αφηγηματικές φωνές είναι δύο: σε πρωτοπρόσωπη γραφή μια εκατοντάχρονη γυναίκα, η Ροσίν ΜακΝάλτι, κλεισμένη για κάπου 60 χρόνια σε μια ψυχιατρική κλινική που πρόκειται σύντομα να κατεδαφιστεί, καταγράφει την ιστορία της ζωής της γιατί, όπως λέει, αφηγούμενη ιστορίες που έλεγε ο πατέρας της "ο άνθρωπος δίχως προσωπικές ιστορίες που θρέφονται όσο περνούν τα χρόνια, και επιζούν μετά το θάνατό του, είναι πολύ πιο πιθανόν να λησμονηθεί τελειωτικά όχι μονάχα από την Ιστορία μα και από τους επιγόνους του".
Μεγαλώνει μέσα στη δίνη του εμφύλιου της Ιρλανδίας και το ατομικό συμπλέει με το συλλογικό. Γεγονότα που αφορούν την προσωπική της ιστορία συνυφαίνονται με επεισόδια της ιστορίας της μικρής πόλης που γεννήθηκε, του Σλάιγκο και της Ιρλανδίας. Το μυθιστόρημα δεν είναι ιστορικό, το ιστορικό υπόβαθρο θεωρείται εκ προοιμίου γνωστό. Ποια ήταν η Πολιτοφυλακή, ποιοι οι Επαναστάτες και ποιος ο Ντε Βαλέρα θα πρέπει να τα έχει ήδη υπ' όψιν ο αναγνώστης.
Τα ιστορικά γεγονότα αναπόφευκτα βέβαια επηρεάζουν τη ζωή των ηρώων. Η Ροσίν ερωτεύεται τον Τομ, παντρεύονται, αλλά πλέον δεν μπορώ να αποκαλύψω τη συνέχεια.
Στα κεφάλαια με την αφήγηση της Ροσίν παρεμβάλλονται τα κεφάλαια στα οποία ακούγεται η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του δόκτορος Γκρεν, διευθυντή της Ψυχιατρικής Κλινικής, στην οποία για τόσα χρόνια νοσηλεύεται η Ροσίν. Στην αφήγησή του εμπλέκονται τόσο γεγονότα της προσωπικής του ζωής όσο και η προσπάθειά του να ανιχνεύσει το παρελθόν της υπεραιωνόβιας ασθενούς του.
Εντυπωσιάζει η περιγραφική ικανότητα του συγγραφέα, ο συνδυασμός σκηνών σκληρότητας και βίας με εικόνες ποιητικής ομορφιάς. Η φύση, η κοινωνία και η ιστορία της ιρλανδίας προβάλλουν για άλλη μια φορά πλάι σε τόσα άλλα "ιρλανδικά" μυθιστορήματα που γνωρίσαμε. Μα ταυτόχρονα το τοπικό γίνεται καθολικό, έτσι μόνο η λογοτεχνία αποκτά διαχρονικές και οικουμενικές διαστάσεις. Για παράδειγμα, ποιος αναγνώστης δεν θα υιοθετούσε σκέψεις όπως τις πιο κάτω:
-Πρέπει πάντα να αριθμούμε τις χαρές μας, υπάρχουν εξάλλου τόσες λύπες στη ζωή που αξίζει τον κόπο, όποτε μπορούμε, να βάζουμε κι ένα μικρό σελιδοδείκτη στις σελίδες της ευτυχίας.
-Στα μάτια μας ποτέ δεν είμαστε γέροι. Διότι, όταν το πλοίο θα σαλπάρει, μαζί του θα πάρει την ψυχή και όχι το σώμα μας.
-Καταπώς φαίνεται, βέβαια, η μοίρα είναι άφταστη στη στρατηγική και μπορεί να κάνει θαύματα συγχρονισμού προκειμένου να διευκολύνει την καταστρφή μας.
Και μια καταγραφή που λες και γράφτηκε για την Κύπρο:
-Στον εμφύλιο τουφεκιστήκαμε τόσο αναμεταξύ μας που το δολοφονήσαμε στην κούνια το νέο κράτος.
"Η μυστική γραφή" έχει χαρακτηριστεί σαν ένα από τα σπουδαιότερα αγγλόφωνα μυθιστορήματα της τελευταίας δεκαετίας. Το σίγουρο είναι πως μπορεί να χαρίσει στον αναγνώστη ευφρόσυνες στιγμές λογοτεχνικής απόλαυσης.

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 18, 2009

Ένα βιβλίο που δεν γράφτηκε ακόμα

Το σημερινό μου ποστ δεν αναφέρεται σε κανένα γνωστό βιβλίο. Είναι ένα βιβλίο που δεν γράφτηκε ακόμη. Θα σας αφηγηθώ την ιστορία μιας ζωής που μοιάζει με μυθιστόρημα, μα είναι ό,τι πιο αληθινό μπορεί να υπάρχει. Σήμερα, αυτή η ιστορία μου χάρισε μερικές από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της ζωής μου.
Σήμερα το πρωί χτύπησε το τηλέφωνο: "Κυρία, είστε η πρώτη που θέλω να το πω:Με κάλεσαν να πάω αναπληρώτρια σε Γυμνάσιο!". Η φωνή ήταν πολύ συγκινημένη, αλλά και τα δικά μου μάτια είχαν βουρκώσει. Ήταν η φωνή μιας παλιάς μου μαθήτριας από τα χρόνια που δίδαξα στο Εσπερινό Γυμνάσιο. Μιας μαθήτριας την ιστορία της οποίας (με την άδειά της) αξίζει να καταγράψω.
Δεν θα αναφέρω το πραγματικό της όνομα. Ας την πούμε Μαρία. Όταν ήταν δύο χρονών, οι γονείς της χωρίζουν και την εγκαταλείπουν Την αναλαμβάνει μια γιαγιά. Καταλήγει σε ορφανοτροφείο και από εκεί σε θετή οικογένεια. Από τα 12 και μετά μένει έξι μήνες με τον πατέρα και τη μητριά, όταν εκείνη γεννούσε και τη χρειαζόταν, κι έξι μήνες με τη γιαγιά. Στα 17 εγκαταλέιπει και σπίτι και σχολείο και ζει μόνη της. Αποκτά ένα παιδί ανύπαντρη και το δίνει για υιοθεσία. Στα 22 παντρεύεται και αποκτά άλλα τέσσερα παιδιά. Μετά από 7 χρόνια γάμου ο άντρας της την εγκαταλείπει και φεύγει στο εξωτερικό, ενώ τα παιδιά της ήταν 1, 3, 5 και 6 χρόνων. Αφάνταστες οικονομικές δυσκολίες, χρέη. Μια μικρή οικονομική βοήθεια από το Γραφείο Ευημερίας, ένα παλιό σπίτι που της παραχώρησε ο Δήμος της πόλης, κάπως βοήθησαν. Κάνει δουλειές του ποδαριού. Φορτώνει ένα αυτοκίνητο με κάλτσες, εσώρουχα, κ.λπ. και γυρίζει τα παζαράκια για να συμπληρώσει το ασήμαντο βοήθημα. Ηθικός συμπαραστάτης, αποκούμπι, μόνο η ηλικιωμένη γιαγιά. Όταν η γιαγιά πεθαίνει, νιώθει τον κόσμο να χάνεται. Βυθίζεται στην κατάθλιψη, χρειάζεται ψυχολογική στήριξη για να συνέλθει.
Σαν μια διέξοδο από την κατάθλιψη αποφασίζει στα 38 της χρόνια να τελειώσει το σχολείο φοιτώντας στο Εσπερινό Γυμνάσιο, όπου και τη γνώρισα. Ο περίγυρος την αποτρέπει: "Τι τα θέλεις τα γράμματα σε τέτοια ηλικία;" Η ίδια όμως επιμένει. Κι εκεί γίνεται το θαύμα. Η γνώση τη μαγνητίζει. "Όταν κάναμε τον Επιτάφιο και διαβάζαμε το αρχαίο κείμενο για μετάφραση, μου άρεσε τόσο πολύ που ήθελα να βρω κι άλλα κείμενα να διαβάσω. Όταν κάναμε τον Οιδίποδα στα αρχαία και σε μετάφραση έμαθα ότι υπάρχουν κι άλλες τραγωδίες και ήθελα να τις μάθω, να τις διαβάσω. Έλεγα, δεν είναι δυνατό να υπάρχουν αυτά τα πράγματα κι εγώ να μην τα ξέρω", λέει η ίδια.
Γνώρισα αυτή τη δίψα της για μάθηση τα δυο χρόνια της φοίτησής της στο Νυχτερινό Γυμνάσιο. Μιλούσαμε, μου είπε κάποια πράγματα από την ταραγμένη της ζωή. Τα περισσότερα τα έμαθα αργότερα. Διάβαζε όπου μπορούσε. Διάβαζε στα παζαράκια ("Το βιβλίο των Λατινικών κιτρίνισε στον ήλιο", λέει πάλι η ίδια) κι άφηνε το βιβλίο μόνο για να εξυπηρετήσει κάποιον πελάτη. Κάποτε τα βράδια, θυμάμαι, έφερνε στο σχολείο και τη μικρή της κόρη που ήταν τότε στην πρώτη Δημοτικού. Δεν έλειψε ούτε ένα βράδυ, δεν είχε καμιά απουσία και πήρε το απολυτήριό της με άριστα.
Μα το μικρόβιο της δίψας για μάθηση την είχε κυριέψει για καλά. "Θέλω να συνεχίσω", μου είπε, "θέλω να σπουδάσω φιλολογία, θα τα καταφέρω όμως;" Την ενθάρρυνα. Δίνει εισαγωγικές, περνάει στην Κομοτηνή. Πάει εκεί μόνο στις εξεταστικές περιόδους, τον υπόλοιπο χρόνο γυρίζει στην Κύπρο, εργάζεται, να εξασφαλίσει χρήματα για την επόμενη εξεταστική, ν' αφήσει και στα παιδιά της. Τα βιβλία πάντα μαζί της. Διατηρήσαμε επαφή όλα τα χρόνια, μιλούσαμε για τα μαθήματα, για ποίηση, για λογοτεχνία. Όταν πήγαινε να απογοητευτεί και να λυγίσει της θύμιζα τον στίχο του Καβάφη από το "Πρώτο σκαλί": "Κι εδώ που έφτασες λίγο δεν είναι", κάτι που ως τώρα αποτελεί ένα συνθηματικό λόγο μεταξύ μας.
Δάκρυσα μαζί της την ημέρα που μου τηλεφώνησε για να μου πει πως πήρε το πτυχίο της. Ξαναδακρύσαμε σήμερα που πήρε τον πρώτη της διορισμό. Με ευχαρίστησε. Αλλά, όπως είπα και στην ίδια, εγώ πρέπει να την ευχαριστήσω. Και μια περίπτωση σαν της Μαρίας να τύχει σ' ένα δάσκαλο, νομίζω πως είναι αρκετή για να δικαιώσει πλήως την επαγγελαμτική του επιλογή.
Καλή σταδιοδρομία, Μαρία.

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 11, 2009

Άρνηση μαρτυρίας

Δεν είναι μυθιστόρημα, δεν είναι χρονικό, δεν είναι άλλη μια εβραϊκή προπαγάνδα. Ίσα-ίσα ο τίτλος δηλώνει ότι η συγγραφέας αρνείται να μαρτυρήσει, δεν θέλει το βιβλίο της να είναι άλλη μια καταγγελία των ναζί. Τι είναι λοιπόν;
Η Ruth Kluger είναι βεβαίως Εβραία. Γεννήθηκε το 1931 κι έζησε ως τα 12 της χρόνια στη Βιέννη. Μαζί με τη μητέρα της στάληκαν στο στρατόπεδο Τερέζιενστατ, από κεί στο Άουσβιτς-Μπιρκενάου και αργότερα στο Κρίστιανστατ. Το 1945 κατόρθωσαν να αποδράσουν κι έφτασαν σε μια μικρή πόλη της Βαυαρίας, το Στράουμπινγκ. Μετανάστευσαν ύστερα στην Αμερική, η Ρουθ σπούδασε, δίδαξε σε Πανεπιστήμια. Τα γεγονότα αυτά της ζωής της εξιστορεί στο βιβλίο "Άρνηση μαρτυρίας" (Θεμέλιο, 2008, μετ. Σοφία Γεωργοπούλου, α΄ έκδ. στα Γερμανικά 1992). Δεν είναι όμως μια συνηθισμένη αυτοβιογραφία, δεν ακολουθεί αυστηρά χρονολογική σειρά και όπου υπάρχει τη σπάζει με πολλές παρεκβάσεις. Για παράδειγμα, αρχίζει με την ανάμνηση μιας επίκεψης σ΄ένα ξάδελφο της μητέρας της στην Αγγλία και τελειώνει μ' ένα σοβαρό δυστύχημα που είχε, μεγάλη πια, στο Γκαίτιγκεν της Γερμανίας, το οποίο και στάθηκε αφορμή να ξυπνήσουν μέσα της όλες αυτές οι αναμνήσεις.
Η γραφή της, πέραν του να είναι συνειρμική, είναι ταυτόχρονα φιλοσοφική, θα έλεγα. Όσα της συνέβησαν είναι η βάση για να στοχαστεί, να προβάλει τις σκέψεις της, να προβληματιστεί και να προβληματίσει. Δεν κατηγορεί, δεν χαρακτηρίζει, δεν αιτιάται κανένα. Καταγράφει. Καταγράφει και συλλογίζεται.
Μεγάλωσε στη Βιέννη, μια πόλη που ήταν "σκυθρωπή, δίχως χαρά, και εχθρική στα παιδιά. Ως το μεδούλι μισούσε τα παιδιά των Εβραίων"), σ΄ένα αυστηρό, καθαρά εβραϊκό περιβάλλον, όπου εκτός από τις εξωτερικές διακρίσεις (για παράδειγμα δεν επιτρεπόταν να πάει, ως Εβραία, στο σινεμά, στο λεωφορείο έπρεπε να ταξιδεύει όρθια κ.λπ.) υφίστατο και τις διακρίσεις του φύλου της που ίσχυαν στην οικογένειά της. Ο πατέρας της, γιατρός, εκτοπίζεται από τη Βιέννη. Τόσο αυτός όσο και ο αδελφός της θα χαθούν και πολύ αργότερα θα μάθουν το θάνατό τους. Εκείνη και η μητέρα της στέλλονται στα διάφορα στρατόπεδα. Ασφαλώς έχει σχετικές αναφορές Στις απάνθρωπες συνθήκες μεταφοράς κρατουμένων, στο στοίβαγμα στους κοιτώνες, στην πείνα, τη δίψα, το κρύο, στις εκτελέσεις. Δεν στέκεται όμως σ' αυτά. Με αφορμή αυτά η σκέψη της απλώνεται πιο πέρα. Όταν στο χέρι της χαράζουν τον ανεξίτηλο αριθμό κρατουμένου στο Άουσβιτς, νιώθει, όπως λέει, κάτι σαν χαρά "βίωνε κάτι για το οποίο άξιζε να ζήσει για να γίνει μάρτυς". Ενοχλέιται αφάνταστα με τη στάση όσων δεν έζησαν τη φρίκη των στρατοπέδων, που δεν μπορούν να καταλάβουν ("Τι κάνατε εσείς τα παιδιά στο Άουσβιτς;", με ρώτησε πρόσφατα κάποιος. " Παίζατε;¨) σημειώνει με ειρωνεία και αγνάκτηση. Αλλού αναλύει τις τύψεις που συχνά αισθάνονται όσοι επέζησαν.
Η σχέση με τη μητέρα της υπήρξε πάντα προβληματική. Διαφορετικοί χαρακτήρες, η μάνα προστατευτική, δυναμική, αλλά με μη σταθερή συμπεριφορά απέναντι στην κόρη, η οποία ευαίσθητη και δειλή, βρίσκει καταφύγιο στο διάβασμα και στην ποίηση.
Παραθέτω ακόμη μερικές σκέψεις της όπου καταγράφει τα συναισθήματά της όταν κατάφεραν να δραπετεύσουν, πράγμα που μπόρεσαν ( προς το τέλος του πολέμου) λόγω του ότι ανήκαν σε ομάδες εργασίας: "Ήταν σαν να ήταν ο κόσμος δικός σου, μόνο και μόνο επειδή περπατούσες στο δρόμο με δική σου πρωτοβουλία. Το ερώτημα δεν ήταν προς τα πού να κινήσω, δε με απασχολούσε. Ελευθερία σήμαινε για μένα μακριά από-μακριά από τη θανατική πορεία, μακριά από τους πολλούς ανθρώπους, μακριά από τη διαρκή απειλή. Ο αέρας μύριζε αλλιώτικα, ήταν πιο ανοιξιάτικος, τώρα που ήταν δικός μας".
Η "Άρνηση μαρτυρίας" είναι ένα βιβλίο που το ενδιαφέρον του έγκειται όχι τόσο στα γεγονότα (γνωστά άλλωστε από τόσες άλλες πηγές) όσο στις σκέψεις και τους προβληματισμούς της συγγραφέως.

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 04, 2009

Η μνήμη της πολαρόιντ

"Σε όσους με ρωτούσαν γιατί επέλεξα το αστυνομικό μυθιστόρημα για να γράψω για τα χρόνια του Εμφυλίου και την προβολή τους στο σήμερα δεν είχα απάντηση πειστική να δώσω, έως ότου διάβασα μια φράση του Γιώργου Κοτζιούλα. Την παραθέτω όπως την έχει αποθησαυρίσει ο Ε. Χ. Γονατάς στα Ανέκδοτα γράμματα: "Σου περιγράφω θλιβερές ημέρες με κάπως εύθυμο τόνο. Αυτός είναι ο τόνος ο δικός μου, αυτός με σώζει από την απελπισία".
Λόγια της Μαρλένας Πολιτοπούλου από το επιλογικό σημείωμά της στο μυθιστόρημα "Η μνήμη της πολαρόιντ" (Μεταίχμιο, 2009). Θλιβερές μέρες. Πολύ θλιβερές μέρες. Πληγή, που έστω κι αν έχει κλείσει, όποτε την αγγίξεις πονά, ο Εμφύλιος στην Ελλάδα. Αυτή την πληγή αγγίζει με το ενδιαφέρον μυθιστόρημά της η Πολιτοπούλου. Αστυνομικό μυθιστόρημα τοποθετημένο χρονικά σε τρεις εποχές: Στο 1976 που γίνεται το έγκλημα και το οποίο είχε μείνει ανεξιχνίαστο, στο 2006 που ξαναρχίζει η έρευνα για τη διαλεύκανσή του και στα χρόνια του Εμφύλιου (1946-49).
Ο Παύλος Γεωργούλας είναι γιος ενός πρώην διοικητή της αστυνομίας, που είχε σκοτωθεί εν ώρα υπηρεσίας. (Τίποτα περισσότερο δεν μας λέει η συγγραφέας για το πώς και γιατί τον σκότωσαν, ενώ θα περίμενε κανείς να έχει κάποια σχέση με την όλη υπόθεση, αλλιώς γιατί να μας ρίξει αυτή την πληροφορία). Ο Παύλος είναι αρχιτέκτονας, εργάζεται όμως στην αστυνομία ως σκιτσογράφος στο Τμήμα Ανθρωποκτονιών. Δέκα χρόνια μετά το θάνατο του πατέρα του αισθάνεται την ανάγκη να κοιτάξει τα χαρτιά που εκείνος είχε αφήσει τα τακτοποιημένα στο γραφείο του. Ανάμεσά τους βρίσκει σημειώσεις για επτά ανεξιχνίαστες υποθέσεις. Μια απ' αυτές του τραβάσει ιδιαίτερα την προσοχή. Πρόκειται για ένα φόνο που έγινε το 1976 στο Πήλιο και συγκεκριμένα στο τούνελ της σιδηροδρομικής γραμμής Βόλου-Μηλεών. Ο Παύλος, με τη συνεργασία του υποδιευθυντή στο Τμήμα Ανθρωποκτονιών αλλά και φίλου του, καθώς και μιας ψυχολόγου της αστυνομίας, αρχίζει την έρευνα. Η έρευνά του απλώνεται στο χώρο και στο χρόνο. Τοπικά μας οδηγεί στα χωριά του Πηλίου, του Κισσάβου, στην Αίγινα, στο Βόλο και στη Σκόπελο, λίγο και στην Αθήνα και μας δίνει πραγματικά θαυμάσιες εικόνες της ελληνικής φύσης και των χωριών, ενώ συχνές είναι οι αναφορές σε τοπικά ποτά και φαγητά.
Χρονικά το μυθιστόρημα κινείται από το παρόν του 2006 στο παρελθόν του Εμφυλίου, με ενδιάμεσο σταθμό το 1976. Από τον Εμφύλιο επικεντρώνεται στο θέμα των παιδιών, προπάντων των παιδιών που φυγαδεύονταν στις Ανατολικές χώρες, το λεγόμενο παιδομάζωμα. Σκηνές απίστευτης σκληρότητας, χαρακτήρες δόλιοι κια διεφθαρμένοι, αλλά και αγνοί ιδεολόγοι και αγωνιστές ζωντανεύουν μέσα από τη μνήμη επιζώντων.
Η συγγραφέας ως προς το είδος του αστυνομικού μυθιστορήματος, βαδίζει στ' αχνάρια της Άγκαθα Κρίστι. Νεκρός είναι ο Αριστείδης Φάκας, μάγειρας, που δολοφονήθηκε παραμονή Χριστουγέννων του 1976, φεύγοντας από ένα εξοχικό στις Μηλιές, όπου μια συντροφιά γιόρταζε τα Χριστούγεννα. Ο κύκλος της έρευνας ξεκινά από αυτή τη συντροφιά, απλώνεται όμως σε τόσο μεγάλο πλήθος ανθρώπων που καταντά συγχιστικό για τον αναγνώστη. Συνειδητοποιώντας ίσως η συγγραφέας αυτή τη δυσκολία (προσωπικά την καταλογίζω στα μειονεκτήματα του βιβλίου), παραθέτει στην αρχή ένα κατάλογο των εμπλεκόμενων προσώπων, στον οποίο ο αναγνώστης συχνά καταφεύγει για να ταυτοποιήσει κάποιο πρόσωπο. Και η αποκάλυψη της αλήθειας θα έρθει με τη συντροφιά του Πηλίου ξανά συγκεντρωμένη στον ίδιο χώρο.
"Η μνήμη των ανθρώπων είναι σαν της πολαρόιντ. Ξεθωριάζει με τα χρόνια". Δεν υπάρχει καταδικαστική απόφαση. Ίσως είναι το καλύτερο όταν πρόκειται για τέτοιες σκοτεινές σελίδες σαν αυτή του Εμφυλίου.