Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 26, 2014

Εκτός νόρμας

Στέφανος Παντελίδης
Εκτός νόρμας
bookworm publication, 2014

Με την ποίηση ελάχιστα ασχολήθηκα σ' αυτό εδώ το blog, αφού έχω μόνο 5 ποιητικές αναφορές σε σύνολο 474 αναρτήσεων. Όχι γιατί δεν μου αρέσει ή γιατί δεν διαβάζω ποίηση, αλλά γιατί άλλο η ανάγνωση και άλλο η παρουσίαση μιας ποιητικής συλλογής. Η ποίηση νιώθεται, δεν εκλογικεύεται ("δεν υπάρχει "άρα" στην ποίηση", για να θυμηθούμε  τον Ελύτη). Όταν εκλογικεύσεις (πράγμα που δυστυχώς είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε όταν διδάσκουμε), κάτι απ' την αδιόρατη κι άπιαστη μαγεία της χάνεται. Ο φόβος λοιπόν μήπως προδώσω την ποίηση είναι που με συγκρατεί ώστε να την απολαμβάνω χωρίς να μιλώ πολύ γι' αυτήν, ο φόβος μήπως δεν μπορέσω να μεταδώσω αυτά που ένιωσα. 
Κι όμως πάλι κάποιοι στίχοι μου αναμοχλεύουν τέτοιες σκέψεις και συναισθήματα που πιεστικά γυρεύουν διέξοδο έκφρασης. Αυτό μου συνέβη με μια πρόσφατη ποιητική συλλογή. Τίτλος της, "Εκτός νόρμας", πρώτη ποητική συλλογή του Στέφανου Παντελίδη. Το πρώτο που μου έκανε εντύπωση σ' αυτή την ολιγοσέλιδη συλλογή είναι μια ορμητικότητα, μια βίαιη λεκτική έκρηξη. Μου φάνηκε πως έμοιαζε με τον ατμό που ξεπηδάει ορμητικός σαν ξεσκεπάζουμε μια κατσαρόλα όπου για ώρα έβραζε νερό. Σαν να κουβαλούσε καιρό μέσα του σκέψεις και συναισθήματα και τώρα απότομα τα αφήνει να ξεπηδήσουν. Δεν ξέρω τι μου δημιούργησε αυτή την εντύπωση. Ίσως είναι το ολιγόστιχο των ποιημάτων, όπου το συναίσθημα γνωρίζει μια άκρα συμπύκνωση (πολλά ποιήματα αποτελούνται από ένα ή δύο ή τρεις το πολύ στίχους), ίσως είναι η διαμαρτυρία που έντονα ξεχύνεται ακόμη και προς το Θεό ή η ειρωνεία, κάποτε και ο αυτοσαρκασμός. Κάποια ποιήματα σε κάνουν να χαμογελάσεις, άλλοτε να δακρύσεις κι άλλοτε να ταυτιστείς με τη φωνή διαμαρτυρίας του ποιητή.
Ο Στέφανος μοιάζει οργισμένος, Η οργή της διαμαρτυρίας του απευθύνεται συχνά και στο Θεό. "Πού ήσουν;" ρωτάει το Θεό για δυο αδερφάκια που πέθαναν κλεισμένα στο ασανσέρ. Κι αλλού πάλι διαμαρτύρεται γιατί "Εκείνος έφυγε νύχτα, ενώ άφησε τ' άλλα παιδιά να σφαγούν απ' τον κτηνώδη βασιλιά", θυμίζοντάς μας τη σφαγή των νηπίων από τον Ηρώδη. Κι όμως δεν δηλώνει άθεος. Γιατί, αν δεν πίστευε, "δεν θα Του απηύθυνε το λόγο, δεν θα Του ζητούσε εξηγήσεις", δικαιολογείται ειρωνικά και παραπονεμένα.
Με τρυφερότητα και αγάπη γράφει ειδικά για τα παιδιά. Άλλωστε αφιερώνει τη συλλογή "Στο γιο μου Γιώργο, που η ιδιαιτερότητά του μου ανοίγει ορίζοντες".
Καταφανείς οι επιδράσεις που δέχτηκε ο Στέφανος, με κυρίαρχες την ποίηση του Μόντη και του Καβάφη. Όχι μόνο γιατί ονομαστικά τους αναφέρει σε αντίστοιχα ποιήματα, αλλά και για άλλους λόγους. Η φιλοσοφική διάθεση, η ειρωνεία, ο χωρίς ψιμμύθια λόγος που διακρίνει τους δυο ποιητές είναι χαρακτηριαστικά και του "Εκτός νόρμας". Παρόμοια με την τεχνική του Μόντη είναι και οι παραλλαγές πάνω στο ίδιο θέμα. Π.χ. "Τα μάτια", "Τα μάτια[2]", "Τα μάτια [3]" κ.λπ..
Εξαιρετικό το ποίημα "Για το έτος Καβάφη 2013". Ποίημα συνθεμένο, θα 'λεγε κανείς, από στίχους του ίδιου του Αλεξανδρινού, που ο Στέφανος απευθύνει στον εαυτό του και στον καθένα μας.

Αφήστε τον τον Αλεξανδρινό,
στις σκοτεινές τις κάμαρές του,
πίσω απ' τα κλειστά παράθυρα,
πίσω απ' των κεριών το χαμηλό το φως.

Αφήστε τον, πολύ σπανίως,
να κατεβαίνει τα σκαλιά,
και στα κρυφά να δοκιμάζει,
τα δυνατά κρασιά της ηδονής.

Βρείτε το δικό σας δρόμο, τον Ιωνικόν,
φτιάξε τα σπασμένα τα αγάλματά των.
Βγείτε στο δικό σας πηγαιμό.
σταθείτε στις δικές σας Θερμοπύλες.
Δείτε πόσο γρήγορα σας σβήνουν τα κεριά.
Κι όσο μπορείτε προσπαθείστε,
έτοιμοι να είστε,
σαν έρθει κι η σειρά σας να ακούσετε από τα μακριά,
το μουσικό το θίασο να περνά.

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 12, 2014

Πρέπει να μιλήσουμε για τον Κέβιν

Λάϊονελ Σράιβερ
Πρέπει να μιλήσουμε για τον Κέβιν
Μεταίχμιο, 2012
Μετ. Γωγώ Αρβανίτη
(Lionel Shriver, We need to talk about Kevin, 2003)
Σ' όλη την ως τώρα αναγνωστική μου πορεία, λίγα υπήρξαν τα βιβλία, όσο ενδιαφέροντα κι αν ήταν, που μ' έκαναν να ξενυχτήσω ως το πρωί. Τελευταίο, το "Πρέπει να μιλήσουμε για τον Κέβιν". Προσπαθώ να αναλύσω τους λόγους. Το κεντρικό θέμα, το ότι δηλαδή ένας δεκαπεντάχρονος έφηβος σκότωσε επτά συμμαθητές του, μια καθηγήτρια κι έναν υπάλληλο της σχολικής καντίνας, αφενός το έχουμε ξανασυναντήσει (π.χ. "Δάσκαλος και μαθητής") αφετέρου το ξέρουμε τόσο από το οπισθόφυλλο του βιβλίου όσο και από τις πρώτες κιόλας σελίδες. Τι ήταν λοιπόν αυτό  που με έκανε άπληστα να προχωρώ και να μη θέλω να διακόψω την ανάγνωση των 579 σελίδων;
Δεν είναι ασφαλώς μόνο η δικαιολογημένη περιέργεια να μάθω το "γιατί". Είναι το όλο ύφος της συγγραφέως, είναι αυτά τα μικρά, ασήμαντα υπονοούμενα που σου ρίχνει σαν δόλωμα, είναι ο εξομολογητικός τόνος που κάνει τη γραφή να μοιάζει με μια εκμυστήρευση φίλης που δεν θέλεις να διακόψεις, είναι σκηνές και γεγονότα κοινής εμπειρίας και ασφαλώς και το μεγάλο "γιατί". Πώς μπορεί ένα παιδί ενός ευκατάστατου, ερωτευμένου ζευγαριού, που ζει σ' ένα άνετο, μεγάλο σπίτι, που δεν βιώνει καμιά στέρηση στη ζωή του, να φτάνει στο σημείο να γίνει δολοφόνος;
Η μορφή του μυθιστορήματος είναι επιστολική. Αρχίζοντας από το Νοέμβριο του 2000, δυο χρόνια μετά το μακελιό, η Ίβα Κατσατουριάν, αφηγήτρια και μητέρα του Κέβιν, απευθύνει εκτενείς επιστολές στον απόντα σύζυγό της Φράνκλιν, εν γνώσει της ότι δεν πρόκειται να τις διαβάσει ποτέ. Είναι η προσπάθειά της να καταλάβει η ίδια πώς και γιατί συνέβη κάνοντας μια αναδρομή στην κοινή τους ζωή, στον έρωτά τους, στη συνειδητή απόφαση να αποκτήσουν παιδί. Είναι η καταβύθιση στο δικό της ψυχικό κόσμο, η λεπτομερής εξιστόρηση της ζωής πριν και μετά τη γέννηση του Κέβιν, ενώ ταυτόχρονα αναφέρεται και στις επισκέψεις της στη φυλακή, όπου ήδη βρίσκεται ο γιος της. Προσπαθεί να καταλάβει αν ο Κέβιν γεννήθηκε ως φορέας του κακού ή αν η ίδια έφταιξε σε κάτι. Με άλλα λόγια να βρει απάντηση στο ερώτημα, ο εγκληματίας γεννιέται ή γίνεται; Ερώτημα διαχρονικό και αναπάντητο.
Ο Κέβιν από τη γέννησή του φανέρωσε μια ιδιαιτερότητα. Αρνήθηκε να θηλάσει, δεν έμαθε να χρησιμοποιεί την τουαλέτα και φορούσε πάνες ως τα έξι του χρόνια, άργησε πολύ να μιλήσει, ενώ κατανοούσε τα πάντα και άλλες ενέργειές του φανέρωναν μια ιδιαίτερη ευφυΐα. Τα άπειρα περιστατικά στα οποία εκδήλωνε μια ανεξήγητη κακία, το ότι π.χ. καμιά μπέιμπι σίτερ δεν μπορούσε να τον ανεχτεί, το ότι κατέστρεφε με μανία τα πράγματα που τα άλλα παιδάκια αγαπούσαν, το ότι μεγαλώνοντας δεν είχε φίλους, το ότι πολύ συχνά βρέθηκε κοντά σε γεγονότα βίας, χωρίς τίποτα να μπορεί να αποδειχτεί, ο πατέρας τα δικαιολογούσε και φαινόταν να αναπτύσσει ένα ιδιαίτερο δεσμό με το γιο του. Μάταια η Ίβα προσπαθούσε να αποδείξει στον Φράνκλιν αυτή την αποκλίνουσα συμπεριφορά του γιου τους. Ο πανέξυπνος Κέβιν καταλαβαίνει τη διαφορά. Ξέρει πως η μάνα του είναι αυτή που τον καταλαβαίνει, ίσως γι' αυτό κάποια στιγμή της φωνάζει "σε μισώ". Κι εκείνη όμως, ανατρέποντας την εμπεδωμένη πεποίθηση για τη μητρότητα και την απέραντη και ανιδιοτελή μητρική αγάπη, δεν διστάζει να ομολογήσει τα αρνητικά της συναισθήματα για το γιο της, σε αντίθεση με την τρυφερότητα και την προσκόλληση που  δείχνει στη μικρή της κόρη που απέκτησε επτά χρόνια μετά τη γέννηση του Κέβιν.
Το μυθιστόρημα της Σράιβερ πάει πολύ πιο πέρα από την ανατομία των οικογενειακών σχέσεων, προπάντων των σχέσων γονιών-παιδιών. Είναι και μια κριτική της σύγχρονης αμερικανικής κοινωνίας με τις αντιθέσεις της, τον πλούτο της, την υποκρισία, την υπεροψία, την έλλειψη ουσιαστικής παιδείας. Το εξομολογητικό ύφος της συγγραφέως πουθενά δεν γίνεται συναισθηματικό, οι σκληρές σκηνές περιγράφονται ρεαλιστικά χωρίς συγκινησιακή φόρτιση, γι' αυτό και συγκλονίζουν περισσότερο τον αναγνώστη, ενώ όχι σπάνια ένα πικρό χιούμορ, ή μάλλον σαρκασμός, παρεμβαίνει στην αφήγηση.
Δεν υπάρχει ίσως προσφυέστερος χαρακτηρισμός για το βιβλίο από τα λόγια της ίδιας της συγγραφέως: "Το βιβλίο θέτει σιωπηρά το ερώτημα: "Στράβωσε ο Κέβιν από την ψυχρότητα της μητέρας του ή γεννήθηκε στραβός;" Ελπίζω το βιβλίο να μη δίνει απάντηση σ' αυτό το ερώτημα, έτσι όπως δεν απαντώνται στην πραγματική ζωή βασικά ερωτήματα του τύπου "η ανατροφή νικάει τη φύση ή αντίστροφα;". Όπως πολλές υπαρκτές μητέρες που αναγκάζονται να συμβιώσουν με το γεγονός ότι τα παιδιά τους έγιναν δολοφόνοι, ναρκομανείς ή κακοί άνθρωποι, καμιά γυναίκα στη θέση της Ίβα δεν πρόκειται ποτέ να συρθεί ένα πρωί μέχρι το γραμματοκιβώτιο και ν' ανοίξει το φάκελο με την "απάντηση" για το αν οι αδυναμίες του παιδιού της είναι αποκλειστικά δικό της φταίξιμο.
Είναι ο Κέβιν εκ γενετής κακός ή πρέπει να κατηγορηθεί τελικά μόνο η Ίβα -που ομολογεί: "Ήμουν φρικτή μητέρα"- για το πώς εξελίχθηκε ο γιος της; Δεν ξέρω. Εσείς να μου πείτε".

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 06, 2014

Είμαστε ακόμα εδώ

Δημήτρης Γιατρέλλης
Είμαστε ακόμα εδώ
Ωκεανίδα, 2014
Το πιθανότερο είναι πως, αν έβλεπα αυτό το βιβλίο στο βιβλιοπωλείο, μάλλον δεν θα το είχα επιλέξει. Τι θα είχε άραγε να μου πει ένας άγνωστος συγγραφέας, ένα ακόμα όνομα μέσα στη σύγχρονη ελληνική πλημμυρίδα των συγγραφέων ή των "συγγραφέων"; Γι' αυτό ιδιαίτερα ευχαριστώ το Δημήτρη Γιατρέλλη που είχε την καλοσύνη να μου στείλει το βιβλίο του, το οποίο αιχμαλωτίζοντας το ενδιαφέρον μου από τις πρώτες σελίδες, μου χάρισε ώρες αναγνωστικής απόλαυσης.
Αξιόλογο το "Είμαστε ακόμα εδώ" από πολλές απόψεις. Για τα θέματα που θίγει, για τον επιτυχή συνδυασμό του παρόντος με την αναπόληση μιας εποχής περασμένης, αλλά οικείας στους ...κάπως μεγαλύτερους, για τους ολοκληρωμένους χαρακτήρες που στήνει, για την τεχνική που ακολουθεί.
Ο μύθος περιστρέφεται γύρω από τέσσερα βασικά πρόσωπα. Αρχίζει με τον Νίκο Πολίτη, έναν πενηντάχρονο υπάλληλο εταιρείας που κοντά στα επαγγελματικά και οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει, προστίθενται τα οικογενειακά και σε λίγο και τα προβλήματα υγείας. Ο δεύτερος χαρακτήρας είναι μια ώριμη, ωραία γυναίκα, η Ελένη Καμπά. Ανύπαντρη, μοναξιασμένη, που είτε από επιθυμία της ανθρώπινης επικοινωνίας είτε αναζητώντας σκοπό στη ζωή της, παρασύρεται σε μια παράνομη οργάνωση. Το τρίτο πρόσωπο είναι ο Βασίλης Σγουρός, αστυνομικός, στέλεχος της Αντιτρομοκρατικής, που κι αυτός κουβαλάει τα δικά του προβλήματα. Και τέλος ο Σωτήρης. Ένας νέος τρομοκράτης, ένας "αντάρτης των πόλεων", που με πάθος υπερασπίζεται τις απόψεις του.
Καθένα από τα κεφάλαια του βιβλίου επικεντρώνεται σε ένα από τα βασικά πρόσωπα. Πολύ σύντομα όμως οι ζωές τους θα διασταυρωθούν και το παρελθόν θα συνδυαστεί με το παρόν. Οι τρεις, ο Πολίτης, ο Σγουρός και η Καμπά υπήρξαν συμμαθητές και μέλη της κομμουνιστικής νεολαίας με την ωραία Ελένη, διαφιλονικούμενο έπαθλο μεταξύ των δύο νεαρών. Η ζωή και οι συνθήκες τους χώρισαν, για να συναντηθούν τώρα, δεκαετίες μετά, σε διαφορετικούς ρόλους ο καθένας. Ποια θα είναι η εξέλιξη; Τι κατάληξη θα έχει αυτή η απρόσμενη συνάντηση ύστερα από τόσα χρόνια; Είναι οι  άνθρωποι ίδιοι με αυτούς που υπήρξαν κάποτε στα νιάτα τους;
Πρωτότυπη κι ενδιαφέρουσα και η τεχνική του συγγραφέα. Η αφήγηση γίνεται σε τρίτο πρόσωπο, η αναφορά όμως στο παρελθόν γίνεται με πρωτοπρόσωπη αφήγηση καθενός από τα κύρια πρόσωπα, ξεδιπλώνοντας έτσι σκέψεις και συναισθήματα, αλλά και στιγμές του κοινού τους παρελθόντος.
Έχω την εύλογη υποψία πως ένας από τους λόγους που μου άρεσε τόσο αυτό το βιβλίο, είναι η ταύτιση και η αναπόληση δικών μου βιωμάτων. Αν και... ολίγον παλαιότερη από τους ήρωες του Γιατρέλλη, ξανάζησα μαζί τους τα φοιτητικά πάρτυ, ("τα πιο ωραία λαϊκά σε σπίτια με μωσαϊκά τα είχαμε χορέψει" που τραγουδά και η Πρωτοψάλτη), τα κορίτσια που περίμεναν να τα ζητήσει για χορό κάποιο αγόρι, τα αγόρια μες στη δική τους εφηβική δειλία, τις ιδεολογικές συζητήσεις, τα μουσικά ακούσματα της εποχής. Βρίθουν στο βιβλίο οι μουσικές από Jim Morison ως Μητροπάνο. Άλλωστε ο ίδιος ο τίτλος του βιβλίου είναι παρμένος από το ομώνυμο τραγούδι των αδελφών Κατσιμίχα, στίχους του οποίου ο συγγραφέας προτάσσει του βιβλίου:
Ακόμη κι αν αυτοί που θέλαμε δε γίναμε
ακόμη κι αν αυτοί που ήμασταν δε μείναμε.
Είμαστε ακόμα εδώ, είμαστε ακόμα εδώ,
ψάχνοντας στα  τυφλά καινούριους τρόπους.