Τρίτη, Φεβρουαρίου 26, 2013

Δουβλινιάδα

Ενρίκε Βίλα-Μάτας
Δουβλινιάδα
Καστανιώτης 2011
Μετ. Νάννα Παπανικολάου
Δεν  ξέρω αν μπήκε καμιά φορά στα "ευπώλητα", αμφιβάλλω όμως. Δεν είναι βιβλίο για να περάσει κανείς κάποιες ώρες χαλάρωσης, βυθιζόμενος στη μαγεία ενός παραμυθιού. Είναι βιβλίο που η ανάγνωσή του σε σεριανάει σ' ένα λογοτεχνικό κήπο με πυκνή βλάστηση. Όπου, ντυμένο με μυθιστορηματική χροιά συναντάς ή ξανασυναντάς βιβλία και συγγραφείς που διάβασες ή σου δημιουργείται η επιθυμία να διαβάσεις.
Με κεντρικό πρόσωπο τον Σάμουελ Ρίβα, έναν εκδότη, ο Ισπανός ή μάλλον Καταλανός, Ενρίκε Βίλα-Μάτας συνθέτει τον επικήδειο της έντυπης λογοτεχνίας. Μια αντίφαση, αν σκεφτούμε ότι ο επικήδειος αυτός συντίθεται με ένα λογοτεχνικό, έντυπο κέιμενο! Ο εξηντάχρονος εκδότης Ρίβα, διαβλέποντας την παρακμή των εκδόσεων όπως τις ξέρουμε, κλείνει έγκαιρα τον εκδοτικό του οίκο. Σαν επιβεβαίωση της εποχής που αλλάζει, ο ίδιος παθιάζεται με τη σύγχρονη τεχνολογία, γίνεται ένας "χικικομόρι", όπως λέγονται στην Ιαπωνία οι "αυτιστικοί" της πληροφορικής. Νεαροί σε πλήρη απομόνωση που "οι περισσότεροι κοιμούνται ή ξαπλώνουν κατά τη διάρκεια της μέρας και βλέπουν τηλεόραση ή ασχολούνται με τον υπολογιστή κατά τη διάρκεια της νύχτας".
Ο Ρίβα ζει στη Βαρκελώνη με τη γυναίκα του που του ανακοινώνει ότι θέλει να γίνει βουδίστρια. Αυτό δεν φαίνεται να τον απασχολεί ιδιαίτερα, τον απασχολεί όμως η προσπάθειά που καταβάλλει εδώ και δυο χρόνια να αποτοξινωθεί από το αλκοόλ. Ζουν ακόμη οι ηλικιωμένοι γονείς του, τους οποίους επισκέπτεται μια φορά τη βδομάδα καθώς και όποτε γυρίζει από ταξίδι, για να τους το περιγράψει.
Ένα όνειρο που βλέπει να διαδραματίζεται στο Δουβλίνο, πόλη που δεν έχει επισκεφθεί ποτέ, του δίνει την ιδέα να πάει και εκεί να τελέσει την κηδεία του κόσμου του Γουτεμβέργιου, της εποχής δηλαδή της τυπογραφίας. Ποιος χώρος θα μπορούσε να είναι καταλληλότερος γι' αυτό το σκοπό από το χώρο όπου διαδραματίζεται ένα κορυφαίο λογοτεχνικό έργο, η "Οδύσσεια" του Τζέημς Τζόυς;
Με άλλους τρεις φίλους λοιπόν, συγγραφείς που είχε εκδώσει, φτάνουν στο Δουβλίνο. Όλη η αφήγηση, αν και τριτοπρόσωπη,  δίνεται από τη σκοπιά του Ρίβα. Σκέψεις για τη λογοτεχνία, τους συγγραφείς και τους εκδότες, αναμνήσεις, συγγραφείς και έργα πλημμυρίζουν το βιβλίο: Ζυλιέν Γκρακ, Σελίν, Γέητς, Μπόρχες, Μέλβιλ, Πωλ Ώστερ, Προυστ, Τζούλιαν Μπαρνς, εκτενώς ο Μπέκετ και πάνω απ' όλους βέβαια ο Τζόυς περνούν από τους συλλογισμούς του.
Και βεβαίως δεν θα μπορούσε να βρεθεί καταλληλότερη μέρα για την τέλεση της κηδείας της τυπογραφίας από τη 16η Ιουνίου, την περίφημη Bloomsday, δηλ. την ημέρα κατά την οποία διαδραματίζεται όλη η "Οδύσσεια" του Τζόυς. Ούτε καταλληλότερος χώρος για την τέλεση αυτής της κηδείας από το καθολικό κοιμητήριο του Γκλάσνεβιν, όπου τελείται η κηδεία που καταλαμβάνει το 6ο κεφάλαιο της "Οδύσσειας", το επιγραφόμενο "Νέκυια". Ο Τζόυς, παντού ο Τζόυς και γύρω από αυτόν ένα ολόκληρο λογοτεχνικό σύμπαν.
Η "Δουβλινιάδα" δεν είναι εύκολο βιβλίο. Ο αναγνώστης όμως που θα καταφέρει να εισχωρήσει στον κόσμο του θα επανέρχεται σ' αυτήν ξανά και ξανά.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 23, 2013

Για την τιμή του βιβλίου



Κυρίες και κύριοι εκδότες,
Η κρίση είναι εδώ. Το γνωρίζετε καλά. Οξύτατη και πολυεπίπεδη. Έχει εισβάλει στις επιχειρήσεις σας. Ο κλάδος περνά μεγάλη δοκιμασία. Διαστρωματωμένα αποτυπωμένη πλέον στο μεγαλύτερο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας επηρεάζει αντιστοίχως αναλογικά και πάντως δραματικά την ζωή όλων μας.  Δυσκολεύει  η  καθημερινότητα για ολοένα και περισσότερους  και αγγίζει κάθε τομέα, πέρα από τον αποκλειστικά οικονομικό και εργασιακό.
Όταν η ανεργία και η κάθετη πτώση του εισοδήματος  έχουν εκτοξευθεί στους πιο υψηλούς δείκτες των τελευταίων δεκαετιών η βασική βεβαίως προτεραιότητα δεν μπορεί παρά να είναι η υπεράσπιση της Αξιοπρέπειας στην καθημερινή διαβίωση με όλα όσα πρέπει αυτή να περιλαμβάνει σε συνθήκες Δημοκρατίας :Υγεία, Στέγη, Τροφή, Εκπαίδευση, Ελευθερία.
Για τους βιβλιόφιλους  αυτής της χώρας, που στην πλειοψηφία τους δεν είναι ένα προνομιούχο κομμάτι, που ζει εκτός κοινής οικονομικής πραγματικότητας, το βιβλίο αποτελεί ένα πολύ σημαντικό αγαθό ενταγμένο στα παραπάνω, το οποίο δεν μπορεί και δεν πρέπει να μπει στην λίστα εκείνων,  που θα μειωθούν ή θα κοπούν εντελώς, επειδή η ακρίβεια το καθιστά συχνά απλησίαστο.
Αν με τις προσφορές, τα παζάρια, την στροφή στους παλιούς τίτλους και την επιστροφή στις βιβλιοθήκες διαφαίνεται μια καλή λύση, τι θα γίνει με τους καινούργιους τίτλους;
Θα αφορούν σε όλο και πιο λίγους; Και αν παγιωθεί αυτό ως αναγκαστική συνθήκη στην κρίση, θα πάμε από την εκδοτική πλημμυρίδα σε μιαν εκδοτική άμπωτη της οποίας τα χαρακτηριστικά θα είναι  ούτε λίγο ούτε πολύ τα…εκδίδουμε  ό,τι μπορεί να αποσβέσει;
Πριν φτάσουμε σ΄αυτό, το θλιβερό και στρεφόμενο στην ουσία κατά του πολιτισμού μας, ας επιχειρήσετε εσείς, οι εκδοτικοί οίκοι, καθώς σ΄εσάς πέφτει πρωτίστως αυτή η  υποχρέωση, κάτι άλλο: μείωση της τιμής των καινούργιων τίτλων, ώστε να μην ανακοπεί η δημιουργική έκφραση όλων αυτών, στους οποίους ανάμεσα, πάντοτε, υπάρχουν ταλέντα που δεν πρέπει να χαθούν, επειδή θα έχει προκριθεί  λόγω ωμής ανάγκης ,το εφήμερο.
Ως αναγνώστες, ιστολόγοι, πολίτες, σας το ζητάμε και αν το πράξετε, πρώτοι εμείς, θα το υποστηρίξουμε. Αντιλαμβανόμαστε τις δυσκολίες, τις υποχρεώσεις σας στους εργαζόμενους, τα κόστη χαρτιού, δικαιωμάτων, μεταφράσεων και ό,τι άλλο, όμως  το βιβλίο ακριβώς στην παρούσα κρίση οφείλουμε να το διαδώσουμε ως αγαθό και όχι πολυτέλεια των ολίγων.
Τα ιστολόγιά μας, πάντα φιλόξενα και χωρίς κανενός είδους αντάλλαγμα, λειτουργήσαμε και λειτουργούμε, εκ των πραγμάτων, ως… διαφημιστές των βιβλίων σας! Ειδικά εκείνων που υπερβαίνουν το εφήμερο…
Εμείς μπορούμε να συνεχίσουμε  υπηρετώντας από κοινού με σας την Λογοτεχνία και συμβάλλοντας στην επιβίωσή της ,αν κι εσείς θελήσετε να προχωρήσετε σ΄ αυτό που επιτακτικά πλέον σας ζητάμε: χαμηλές τιμές σε όλα και ειδικότερα στα καινούργια βιβλία χωρίς αλλαγή στην αισθητική και την ποιότητά τους.
Και αν η τιμή του έντυπου βιβλίου δεν μπορεί να αλλάξει δραστικά, εκεί που δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία είναι η υψηλή τιμή του e-book. Δεν επιτρέπεται η διαφορά της τιμής έντυπου και ηλεκτρονικού βιβλίου να είναι τις πλείστες φορές μόνο δύο ευρώ! Μπορεί και πρέπει να είναι τουλάχιστον η μισή, πράγμα που όχι μόνο θα διευκόλυνε τους ήδη βιβλιόφιλους αλλά πιθανότατα θα προσήλκυε και νέους.




Παρασκευή, Φεβρουαρίου 15, 2013

Αργός χορός



 Γιόλα Δαμιανού-Παπαδοπούλου
Αργός χορός
Διόπτρα, 2013
Νομίζω πως η Γιόλα Δαμιανού Παπαδοπούλου δεν χρειάζεται πια καμιά παρουσίαση του βιογραφικού της. Γνωστή για τα πάμπολλα βιβλία της, διηγήματα, μυθιστορήματα, χρονογραφήματα, παιδική και νεανική λογοτεχνία, καθώς και την πληθώρα διακρίσεων και βραβεύσεων, είναι πολύ αγαπητή και δημοφιλής συγγραφέας και οι θιασώτες της γραφής της περιμένουν ανυπόμονα κάθε καινούρια της έκδοση.
Από την παρουσίαση στη Λευκωσία
Υπάρχει η άποψη πως τα ιστορικά, κοινωνικά ή άλλα γεγονότα πρέπει να αφήνονται να ωριμάσουν, πρέπει να περάσει καιρός από τότε που διαδραματίζονται, να πάρουν τις σωστές τους διαστάσεις πριν από τη λογοτεχνική τους μετουσίωση. Στην ιστορία όμως της λογοτεχνίας συναντάμε παραδείγματα από εξαιρετικά βιβλία που γράφτηκαν σχεδόν ταυτόχρονα με τα γεγονότα όπως, αντίθετα, και άλλα, εξίσου σπουδαία , που γράφτηκαν χρόνια μετά.
Για παράδειγμα, η περιγραφή της μάχης του Μποροντίνο στο μυθιστόρημα  του Τολστόι «Πόλεμος και Ειρήνη» έγινε πενήντα σχεδόν χρόνια μετά τη διεξαγωγή της. Αλλά ο Έρνεστ Χεμινγουαίη απεικονίζει τον Ισπανικό εμφύλιο πόλεμο στο «Για ποιον χτυπά η καμπάνα» σχεδόν αμέσως με το πέρας του. Ο Μυριβήλης εξιστορεί τον πόλεμο των χαρακωμάτων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου στο «Η ζωή εν τάφω» ταυτόχρονα με τη διεξαγωγή του, ενώ η καταστροφή της Σμύρνης (1922) εξακολουθεί και σήμερα, 90 χρόνια μετά, να εμπνέει τους λογοτέχνες. Έτσι, η αξία ενός βιβλίου που σχετίζεται με ιστορικά γεγονότα δεν εξαρτάται από τη χρονική απόσταση ή μη των γεγονότων, αλλά από πολλούς άλλους παράγοντες.
Η συγγραφέας υπογράφει βιβλία
Δυο λόγια από τη συγγραφέα
Στο βιβλίο «Αργός χορός»  συνδυάζονται  και οι δυο αυτές τάσεις. Ξεκινά από το σήμερα αλλά μας παίρνει και πενήντα περίπου χρόνια πίσω, με την αφήγηση να εναλλάσσεται μεταξύ παρόντος και παρελθόντος. Η συγγραφέας αφιερώνει το βιβλίο της στους 13 θυσιασθέντες στο Μαρί και απ’ αυτό το τραγικό γεγονός αρχίζει την αφήγησή της. (Πρόκειται για τη φονικότατη έκρηξη πυρομαχικών στη ναυτική βάση «Ευάγγελος Φλωράκης», κοντά στο χωριό Μαρί, με θύματα και άλλες ανυπολόγιστες ζημιές, στις 11 Ιουλίου 2011).
Ο ηθοποιός Ηρόδοτος Μιλτιάδου διαβάζει αποσπάσματα
Κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου είναι ο Αλέκος. Ένα νέο παιδί που, αφού σπούδασε στο Λος Άντζελες κινηματογράφο και οπτικοακουστικά μέσα, γυρίζει στην Κύπρο, όπου απεγνωσμένα όπως χιλιάδες άλλοι νέοι της ηλικίας του ψάχνει για δουλειά. Ο Αλέκος θέλει να μείνει στον τόπο του όχι μόνο από αγάπη γι’ αυτόν αλλά και για τον έρωτά του για την Άννα. Με την Άννα γνωρίζονταν και αγαπιούνταν από τα μαθητικά τους χρόνια, όμως η απόρριψη που αισθάνεται, η απογοήτευση, η ντροπή να εξαρτάται οικονομικά ακόμα από τους γονείς του, ένα αίσθημα μειονεξίας απέναντι στην Άννα που έχει ήδη διοριστεί ως καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο, τον κάνουν να πάρει την απόφαση να φύγει από την Κύπρο. Πριν φύγει γυρίζει ένα ντοκιμαντέρ με σκοπό να το υποβάλει σ’ ένα διαγωνισμό κι έτσι βρίσκεται το πρωί της 11ης Ιουλίου στο Gavernors Beach, για να κινηματογραφήσει την ανατολή του ήλιου. Εκείνη την ώρα όμως, σε κοντινή απόσταση, συμβαίνει  η φονική έκρηξη, της οποίας γίνεται μάρτυρας. Η απόφαση να φύγει από την Κύπρο γίνεται πιο έντονη.
Ο κ. Δ. Μπαλαούρας του βιβλιοπωλείου "Πάργα" καλοσωρίζει τη συγκέντρωση
 Έτοιμος να φύγει επισκέπτεται τη γιαγιά του Σοφία με την οποία τον δένει μια ιδιαίτερη σχέση. Εκείνη του δίνει ένα χοντρό μαύρο τετράδιο στο οποίο έχει καταγράψει τη ζωή της, θέλοντας έτσι να του δώσει την ιδέα ενός σεναρίου για ταινία. Και τότε ο Αλέκος βυθίζεται σ’ ένα παρελθόν, μακρινό για τη γενιά του, αλλά τόσο κοντινό για όλους εμάς που το ζήσαμε.
Ειλικρινά, διαβάζοντας μαζί με τον Αλέκο το τετράδιο, ένιωθα πως ταυτιζόμουν με τη γιαγιά Σοφία. Ίδιες εμπειρίες, ίδια συναισθήματα, ίδιο περιβάλλον στην Κύπρο, όπως το ζήσαμε από τις αρχές του ’50 ως τις μέρες μας. Μέσα από την καταγραφή της γιαγιάς Σοφίας περνάει η ιστορία του τόπου μας των τελευταίων εξήντα χρόνων, όχι βέβαια σαν ιστορικό μυθιστόρημα αλλά σαν περιβάλλον και συνθήκες που επηρέασαν και καθόρισαν τη ζωή των πρωταγωνιστών του μυθιστορήματος.
Η Σοφία, παιδί μιας μεγαλοαστικής οικογένειας, αρχίζει την αφήγησή της από τα ευτυχισμένα παιδικά της χρόνια στο Βαρώσι. Στην παλιά, περιτειχισμένη πόλη με τον Πύργο του Οθέλλου, την εκκλησία του Αγίου Νικολάου, όπου Έλληνες, Άγγλοι και Τούρκοι συμβίωναν ειρηνικά. Ακολουθεί η αρχή της διατάραξης των σχέσεων Ελλήνων και Τούρκων και η αναγκαστική μετακόμιση της οικογένειας στη Λευκωσία. Η Σοφία φοιτά στο Γυμνάσιο Φανερωμένης, ζει τον αγώνα της ΕΟΚΑ και, μαθήτρια ακόμη, εντάσσεται στην Οργάνωση δίνοντας τον όρκο. Από τις πιο συγκινητικές στιγμές του βιβλίου είναι οι στιγμές της ορκωμοσίας και εξαιρετικός ο τρόπος με τον οποίο μας τις αποδίδει η συγγραφέας. Γράφει: «Για μερικά λεπτά πίστεψα πως η καρδιά στο στήθος μου έπαψε να χτυπά, και κάτι φύτρωνε μέσα μου, σαν δέντρο που έβγαζε ρίζες, έβγαζε φύλλα κι εγώ ένιωθα πολύ αδύναμη να το βαστάξω (…) Επαναλάμβανα τα λόγια του όρκου, έχοντας πλήρη επίγνωση της ιερότητας της στιγμής: «Ορκίζομαι εις το όνομα της Αγίας Τριάδος…».
Ο.Κ. Γ. Παπαδόπουλος των εκδόσεων "Διόπτρα"
Μέσα στη δίνη των γεγονότων που συνεπαίρνουν όλο το νησί, η ζωή δεν παύει να κυλά και οι άνθρωποι να ζουν την καθημερινότητά τους, να ονειρεύονται, να ερωτεύονται. Η Σοφία γνωρίζει το Σωτήρη, έναν άλλο μαθητή ενταγμένο στην ΕΟΚΑ. Ο έρωτάς τους έχει κάτι από τη δύναμη και την αγνότητα που είχαν οι έρωτες την εποχή εκείνη, την τόσο διαφορετική από την εποχή που ζει ο Αλέκος. Η σύγκριση των σχέσεων Σοφίας-Σωτήρη και Αλέκου-Άννας, που άθελα κάνει ο αναγνώστης, φωτίζει έμμεσα τις τόσο διαφορετικές κοινωνικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν μέσα στο χρόνο.
Η προσωπική ζωή της γιαγιάς Σοφίας προχωρεί παράλληλα με τα ιστορικά γεγονότα. Την ευφορία μετά την ανεξαρτησία, τα πρώτα σύννεφα, τα γεγονότα του ’63-’64, την τουρκική απειλή που αρχίζει να διαφαίνεται. Με δύναμη, υποβλητικότητα και εξαιρετική παραστατικότητα περιγράφει (πάντα με τη φωνή της Σοφίας) τις ανήσυχες στιγμές που ζούσαμε. «Ταραγμένα όνειρα με ταραγμένες νύχτες».
Θα ακολουθήσει βέβαια το πραξικόπημα, η εισβολή, η προσπάθεια ανασυγκρότησης, οι πορείες των γυναικών, όλα όσα αποτελούν το δράμα του νησιού, το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ξετυλίγονται και τα προσωπικά, ατομικά δράματα. Πώς θα εξελιχθεί μέσα σ’ όλα αυτά τα χρόνια η σχέση Σοφίας-Σωτήρη; Ας μη ξεχνάμε ότι η εποχή της Σοφίας ήταν μια εποχή αυστηρών ηθών, οι γάμοι διευθετούνταν κυρίως με συνοικέσια και η οικογένεια της Σοφίας ήταν μια παραδοσιακή, αυστηρή οικογένεια. Κρίση όμως περνάει, για εντελώς διαφορετικούς λόγους, και η σχέση Αλέκου-Άννας την οποία επίσης παρακολουθούμε μεταφερόμενοι από το παρελθόν στο παρόν. Και τι σημαίνει ο τίτλος «Αργός χορός»; Δεν θα αποκαλύψω τη συνέχεια, δεν θέλω να μειώσω το ενδιαφέρον του αναγνώστη που κρατάει ως την τελευταία σελίδα.
Οι συντελεστές της εκδήλωσης
Πολλά είναι τα πρόσωπα που διακινούνται στο βιβλίο. Πάντα με κύριο πρόσωπο τη Σοφία του χτες και τον Αλέκο του σήμερα συναντάμε τους γονείς τους, την αδελφή της Σοφίας, την Ελένη, την αχώριστη φίλη της Ελπίδα, συζύγους και παιδιά, φίλους και γνωστούς. Ένας ξεχωριστός τύπος είναι η Ασπασία που από δέκα χρονών είχε έρθει από το χωριό της για να δουλέψει στην οικογένεια της Σοφίας. Περισσότερο σαν μέλος της οικογένειας παρά σαν υπηρέτρια, θα συνωμοτεί με τα κορίτσια όταν ήταν μικρά, θα αποκρύβει τις μικροαταξίες τους και θα μείνει μαζί τους όλη της τη ζωή, ακολουθώντας τις περιπέτειες της οικογένειας. Πολύ έντεχνα τη βάζει η Γιόλα να μιλά στην κυπριακή διάλεκτο, της οποίας οι πιο δύσκολες λέξεις ερμηνεύονται σε υποσημειώσεις, δημιουργώντας έτσι πιο έντονη την κυπριακή ατμόσφαιρα.
 Ένα ακόμα ιδιαίτερο χάρισμα της γραφής της Γιόλας είναι η ικανότητά της να τοποθετεί τον αναγνώστη σ’ ένα ρεαλιστικό περιβάλλον. Με σύντομες αλλά καίριες περιγραφές ο αναγνώστης μεταφέρεται σε χρόνο και τόπο. Για παράδειγμα, στην παλιά, περιτειχισμένη Αμμόχωστο ή στη γειτονιά της εκκλησίας και του σχολείου της Φανερωμένης στη Λευκωσία, αλλά και στην Αθήνα ή τη Βηρυτό, όπου θα βρεθεί η Σοφία. Ο «Αργός χορός» είναι ένα μακρύ ταξίδι σε τόπο και χρόνο. Μεταφερόμαστε από το ζωντανό, δύσκολο παρόν σ’ ένα μακρινό, νοσταλγικό παρελθόν και αντίστροφα καθώς τα κεφάλαια που αφορούν την ανάγνωση του τετραδίου της γιαγιάς Σοφίας εναλλάσσονται με τη ζωή του Αλέκου στο παρόν.
Πυκνό το ακροατήριο στη Λευκωσία
Πέρα από την απόλαυση της ανάγνωσης και την ιστορική γνώση που αποκομίζει ο αναγνώστης, είναι βέβαιο πως κλείνοντας το βιβλίο θα κουβαλάει μαζί του όχι μόνο  πρόσωπα και γεγονότα που χαράσσονται ανεξίτηλα στη μνήμη αλλά κι ένα συναίσθημα αισιοδοξίας, τόσο απαραίτητο στις μέρες μας.

Σημ. Η παρουσίαση έγινε στη Λάρνακα (11/2/2013), στη Λευκωσία (12/2/2013) και στη Λεμεσό (13/2/2013).

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 06, 2013

Νορβηγικό δάσος

Νορβηγικό δάσος
Χαρούκι Μουρακάμι, 1987
Πρώτη ηλεκτρονική έκδοση: Ψυχογιός, 2012
Μετάφραση: Αργυρώ Μαντόγλου

Πώς να μιλήσεις για ένα μυθιστόρημα γεμάτο ποίηση χωρίς να το αδικήσεις; Ποίηση όχι με τη στενή έννοια, αλλά ποίηση στο όλο ύφος, στις εικόνες, στην ονειρική διάσταση που το διαπνέει. Θα προσπαθήσω όμως. Όχι τόσο για τους άλλους όσο για μένα, για να θυμάμαι μελλοντικά τις μαγικές στιγμές που μου χάρισε αυτό το βιβλίο.
Θα το χαρακτήριζα  βιβλίο του έρωτα και του θανάτου. Αυτά τα δυο στοιχεία επικρατούν, αυτά κυριαρχούν στις σελίδες του, αυτά καθορίζουν τη ζωή των ηρώων του. Είναι ακόμα ένα βιβλίο μουσικής. Μουσικά ακούσματα το πλημμυρίζουν, τόσο που καθώς το διάβαζα  συχνά διέκοπτα για ν' ακούσω στο utube μελωδίες που μου θύμιζαν την εποχή της δικής μου νιότης. Υπάρχουν κάποιες σελίδες προς το τέλος όπου γίνεται αναφορά σε δεκάδες τραγούδια, ειδικά των  Beatles.
Η απόλαυση αυτού του βιβλίου δεν έγκειται στο μύθο, στην υπόθεση του έργου. Παρ' όλα αυτά θα αναφέρω σύντομα το βασικό ιστό γύρω από τον οποίο πλέκεται η ιστορία. Ο 37χρονος Τόρου Βατανάμπε, καθώς το αεροπλάνο του προσγειώνεται στο Αμβούργο, ακούει μια διασκευασμένη μελωδία του τραγουδιού των Beatles "Νορβηγικό δάσος". Το άκουσμα αυτό τον μεταφέρει είκοσι χρόνια πίσω, στα νιάτα του, στις φιλίες και στους έρωτές του, "στον πόνο της ενηλικίωσης", όπως λέει κάποια στιγμή η Ναόκο, το κορίτσι που υπήρξε ο μεγάλος έρωτας της ζωής του, έρωτας και πέρα από το θάνατο. "Αυτός είναι ο λόγος που γράφω τούτο το βιβλίο. Για να σκεφτώ. Για να κατανοήσω. Έτσι είμαι εγώ. Για να καταλάβω τα γεγονότα πρέπει να τα γράψω". Κι έτσι αρχίζει την πρωτοπρόσωπη μακρά αφήγησή του.
Η Ναόκο ήταν η αγαπημένη του Κιζούκι, φίλου του Βατανάμπε. Οι τρεις δένονταν  με μια ιδανική φιλία, μα όταν ο Κιζούκι, αφού έπαιξε μια παρτίδα μπιλιάρδο με τον φίλο του, χωρίς τίποτα να το προοιωνίζει, αυτοκτονεί, ο Τόρου και η Ναόκο συνδέονται περισσότερο. Τριγυρίζουν στην πόλη, περπατούν ασταμάτητα, κάνουν για μια και μοναδική φορά έρωτα, μα δεν είναι η σεξουαλική σχέση που τους ενώνει. Είναι κάτι βαθύτερο, ουσιαστικότερο, σε σημείο που εκείνος να τη θυμάται και να πονά χρόνια μετά το θάνατό της.
Ο Βατανάμπε είναι φοιτητής στο Τόκιο, μένει στην εστία κι εκεί γνωριζεται και συνδέεται μ' ένα μεγαλύτερό του φοιτητή, τον Ναγκασάβα και μαζί τριγυρίζουν στην πόλη αναζητώντας εφήμερους έρωτες. Αφορμή της γνωριμίας τους στάθηκε "Ο μεγάλος Γκάτσμπι" του Φιτζέραλντ, που ως εκείνη τη στιγμή ο Τόρου το είχε διαβάσει τρεις φορές. Κοπέλα του Ναγκασάβα είναι η Χατσούμι, αλλά κι αυτή αργότερα θα αυτοκτονήσει κόβοντας τις φλέβες της.
Είναι πολύ δύσκολο να αφηγηθεί κανείς την ιστορία σε μια ευθύγραμμη χρονολογική σειρά. Τα γεγονότα μπλέκονται, μια γνωριμία του Τόρου οδηγεί σε άλλο μονοπάτι, σε άλλη ιστορία, . 
Η Ναόκο, μετά το θάνατο του Κιζούκι και μετά τη μια και μοναδική συνεύρεση με τον Τόρου, υποφέροντας ψυχολογικά, καταφεύγει σ' ένα ειδικό θεραπευτήριο, ψηλά στα βουνά. Ακόμα κι αν δεν συσχετίσει ο αναγνώστης με το "Μαγικό βουνό" (πράγμα απίθανο), ο συγγραφέας φροντίζει να το τονίσει καθώς επανειλημμένα αναφέρεται το βιβλίο που διάβαζε ο Τόρου κατά την εκεί επισκεψή του. Στο ιδιόρυθμο αυτό θεραπευτήριο, όπου δεν ακολουθείται η συμβατική ιατρική με φαρμακευτική αγωγή, μια καινούρια γνωριμία θα προστεθεί στο περιβάλλον του Τόρου. Είναι η Ρέικο, μουσικός, συγκάτοικος της Ναόκο, που η δική της ιστορία για ένα λεσβιακό έρωτα αποτελεί άλλη μια εκτροπή στο νήμα της αφήγησης.
Ενώ η Ναόκο βρίσκεται στο θεραπευτήριο, ο Τόρου συνδέεται με μια συμφοιτήτριά του, τη Μιντόρι. Τη διαφορά των συναισθηματων του μεταξύ της Ναόκο και της Μιντόρι εκθέτει στη Ρέικο: "Πάντα αγαπούσα τη Ναόκο κι ακόμα την αγαπώ. Αλλά υπάρχει κάτι το γήινο και το οριστικό ανάμεσα στη Μιντόρι και σ' εμένα. Υπάρχει μια αναπόδραστη δύναμη που δεν μπορεί να σταματήσει. Αυτό που νιώθω για τη Ναόκο είναι τρομερά ήρεμο και τρυφερό, μια διάφανη αγάπη, ενώ τα συναισθήματά μου για τη Μιντόρι είναι τελείως διαφορετικά. Είναι μια αγάπη αυτοτελής, ζωντανή και παλλόμενη που με κυριεύει ολόκληρο και με σείει".
Ο έρωτας και ο θάνατος διαρκώς επανέρχονται στο "Νορβηγικό δάσος",'αλλοτε μέσα από τα γεγονότα, άλλοτε μέσα από τους διαλόγους που αφθονούν στο βιβλίο. "Ένα πράγμα είχα μάθει από το θάνατο του Κιζούκι και πιστεύω πως το είχα κάνει κτήμα μου με τη μορφή φιλοσοφίας. Ο θάνατος υπάρχει. ωστόσο δεν είναι το αντίθετο της ζωής αλλά μέρος της. Μέσα από τη ζωή καλλιεργούμε το θάνατο".

Σημ. Ωραία παρουσίαση στο Βιβλιοκαφέ, από το οποίο παραπέμπεται κανείς σε πολλές άλλες συνδέσεις.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 01, 2013

Το μυστικό της Έλλης

Ποια η διαφορά ανάμεσα σε μια κοινή φωτογραφία, σαν αυτές που ο καθένας από μας βγάζει σαν ενθύμιο από ένα ταξίδι, μια οικογενειακή στιγμή ή άλλο αξιομνημόνευτο γεγονός και την καλλιτεχνική φωτογραφία που είναι έργο τέχνης, τη βλέπουμε σε εκθέσεις, διαγωνισμούς ή διακοσμούμε μ' αυτή χώρους; Και περαιτέρω, ποια η διαφορά ανάμεσα στην καλλιτεχνική φωτογραφία κι ένα αξιόλογο πίνακα ζωγραφικής που είναι μια εξαρχής δημιουργία του καλλιτέχνη;
Το μυθιστόρημα του Θεόδωρου Γρηγοριάδη "Το μυστικό της Έλλης" (Πατάκης 2012) μου φάνηκε ότι δεν είναι μια ερασιτεχνική φωτογραφία, ούτε όμως πίνακας ζωγραφικής. Μοιάζει μάλλον με την καλλιτεχνική φωτογραφία. Ωραίο, αλλά πάντα μια φωτογραφία.
Ο Γρηγοριάδης "φωτογραφίζει" λογοτεχνικά τη ζωή μιας ανύπαντρης πενηντάρας καθηγήτριας γαλλικών, φωτογραφίζοντας ταυτόχρονα μια γειτονιά της σύγχρονης Αθήνας. Είναι μια υποβαθμισμένη περιοχή των νοτιοδυτικών προαστίων, στο Ρουφ και το Βοτανικό, που τη διασχίζουν οι γραμμές του τρένου. Με θλιβερές πολυκατοικίες, κλειστές βιοτεχνίες, μελαγχολικά μπαλκόνια, ερημωμένα κτήρια κι ανάμεσά τους τα μπαράκια και οι ενοχλητικές μουσικές τα βράδια. Μέσα σ' αυτό το σκοτεινό σκηνικό, με  τη θλίψη να γίνεται πιο έντονη λόγω της οικονομικής κρίσης και της ανεργίας, διαδραματίζεται η ιστορία.
Πρωταγωνίστρια της ιστορίας η Έλλη. Πρωτοδιορίστηκε στη Λήμνο, εργάστηκε για τρία χρόνια στο Ζαΐρ, έκανε το μεταπτυχιακό της στο Παρίσι, είχε διάφορους ερωτικούς συντρόφους, τώρα όμως ζει μόνη, ανύπαντρη από επιλογή και διδάσκει στο κοντινό Γυμνάσιο. Οι φίλες που την τριγυρίζουν, συνάδελφοι οι περισσότερες, βρίσκονται περίπου στην ίδια ηλικία και κατάσταση. Οι κοινές έξοδοι, πότε σ' ένα μπαράκι, πότε σε μια πολιτιστική εκδήλωση, δεν είναι αρκετές για να φωτίσουν τη ζωή τους, τη μελαγχολία τους, τη μοναξιά τους. Το σχολείο, υποβαθμισμένο κι αυτό, δεν τους δίνει καμιά ικανοποίηση και παρά τη βεβαιότητα του, έστω και περικομμένου μισθού, συχνά σκέφτονται τη συνταξιοδότηση.
Η ζωή και οι αποφάσεις της Έλλης όμως ανατρέπονται από την εμφάνιση ενός άντρα που εισβάλλει ξαφνικά στη μοναξιά της. Είναι ο κατά είκοσι χρόνια νεότερός της Αντώνης, εργοδηγός, άνεργος για την ώρα, παντρεμένος, μ' ένα κοριτσάκι της έκτης δημοτικού. Δεν είναι πολύ ξεκάθαρο γιατί αυτός ο νέος, όμορφος άντρας συνδέεται με την πενηντάρα Έλλη. Αφήνεται όμως να νοηθεί ότι τα ψυχολογικά προβλήματα της γυναίκας του τον κάνουν ν' αποζητά αλλού ηθική στήριξη και συμπαράσταση. Ίσως και γιατί, υιοθετημένος ο ίδιος, δεν είχε γνωρίσει τη στοργή και την αγάπη της μητρικής αγκαλιάς.
Η ζωή της Έλλης γεμίζει από την προσμονή, το μοίρασμα, τη συντροφικότητα. Τη σχέση της κρατάει μυστική από όλο το περιβάλλον, τις φίλες της,  τον ηλικιωμένο και άρρωστο πατέρα της, την αδελφή της. Σταδιακά γνωρίζεται με τη γυναίκα και την κόρη του Αντώνη, στην οποία προσφέρεται να κάνει ιδιαίτερο μάθημα γαλλικών. Σιγά-σιγά εμπλέκεται ολοένα και περισσότερο με την οικογένειά του  ωθούμενη από γνήσιο ενδιαφέρον για βοήθεια, χωρίς να υποκινείται από κανένα ιδιοτελές συμφέρον.
Η ψυχολογία της ανύπαντρης μεσήλικας γυναίκας, που βλέπει ίσως μια τελευταία αναλαμπή στην ερωτική της ζωή, αποδίδεται με πειστικότητα από τον συγγραφέα. Είναι χαρακτηριστική η αγάπη της Έλλης για  τα παιδιά. Εκτός από την κόρη του Αντώνη, τη στοργική της φροντίδα εκδηλώνει και για τη μικρή της ανεψιά, για ένα παιδί που είχε γνωρίσει στο Ζαΐρ, ακόμα και για δυο μικρές μουσουλμάνες της γειτονιάς της.
Ένα ενδιαφέρον, σύγχρονο μυθιστόρημα, στο οποίο δίνεται ένα ρεαλιστικό, αναμενόμενο τέλος, επαναφέροντας τα πράγματα στην ήρεμη μελαγχολία που για λίγο διέκοψε η εισβολή του Αντώνη στη ζωή της Έλλης.

Τρίτη, Ιανουαρίου 22, 2013

Η τριλογία του Βερολίνου

Όταν το παράγγελνα στο βιβλιοπωλείο δεν ήξερα το μέγεθός του. Όταν το παρέλαβα τρόμαξα με τις 1072 σελίδες του. Όταν όμως άρχισα να το διαβάζω, προπάντων όσο προχωρούσε το διάβασμα, τόσο πιο πολύ απολάμβανα τη γοητεία που ασκεί αυτό το ογκώδες, σκοτεινό βιβλίο (Κέδρος 2012) με τίτλο πρωτοτύπου "Berlin noir". Κι ας είναι γεμάτο από πτώματα, συχνά με την ωμά νατουραλιστική περιγραφή τους, κάποτε σκουληκιασμένα, άλλοτε απαγχονισμένα, καμένα ή  αποκεφαλισμένα.
Είναι αδύνατο να θυμάται κανείς τα δεκάδες ονόματα των προσώπων που παρελαύνουν στο βιβλίο, ούτε και το ρόλο του καθενός. Γερμανοί, Αμερικανοί, Ρώσοι, κατάσκοποι και αντικατάσκοποι, μέλη των Ες Ες ή της Γκεστάπο, άνδρες και γυναίκες διαδραματίζουν το μικρό ή μεγαλύτερο ρόλο τους. Ουσιαστικά δεν πρόκειται για ένα αλλά για τρία βιβλία, όπως δείχνουν και οι τίτλοι στα τρία μέρη του βιβλίου: "Οι βιολέτες του Μάρτη" (μετ. Αντώνης Καλοκύρης), "Ο χλομός εγκληματίας" (μετ. Ντενίζ Ρώντα), "Γερμανικό ρέκβιεμ" (μετ. Ντενίζ Ρώντα). 
Συνδετικός κρίκος είναι ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής Μπέρνι Γκούντερ, ένας σκληροτράχηλος πρώην αστυνομικός και τώρα ιδιωτικός ντετέκτιβ. Δεν διακρίνεται ιδιαίτερα για τις ηθικές του αρχές ή με το ποιον χρειάζεται κάθε φορά να συνεργαστεί. Έξυπνος, δυναμικός, πολύ εύκολα ανασύρει το πιστόλι του, γλιτώνει από απίστευτες κακοτοπιές (ακόμα και στο Νταχάου κλείνεται εκούσια για να αποσπάσει πληροφορίες), προδίδει και προδίδεται, σαφώς εναντίον του εθνικοσοσιαλισμού και του χιτλερικού καθεστώτος. Το τσιγάρο, που θα αποτελέσει είδος πολυτελείας μετά την ήττα, δεν λείπει από το χέρι του, ο λόγος του κυνικός, γεμάτος από σαρκαστικούς διαλόγους.
Κεντρικό θέμα καθενός από τα τρία βιβλία, πάντα με κύριο πρόσωπο τον Μπέρνι Γκούντερ, είναι το εξής: Στο πρώτο, τις "Βιολέτες του Μάρτη" (ειρωνικά αποκαλούνται έτσι όσοι έσπευδαν να ενταχθούν στο εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα), που διαδραματίζεται το 1936, ο Γκούντερ προσλαμβάνεται από τον εκατομμυριούχο βιομήχανο Χέρμαν Σιξ για να βρει ένα διαμαντένιο κολιέ που βρισκόταν στο χρηματοκιβώτιο της κόρης του και είχε κλαπεί. Η κόρη του Σιξ μαζί με το σύζυγό της βρέθηκαν απανθρακωμένοι, πιθανόταττα από φωτιά που έβαλαν εκείνοι που είχαν κλέψει το κολιέ, για να καλύψουν τα ίχνη τους.
Στο δεύτερο βιβλίο, "Ο χλομός εγκληματίας", βρισκόμαστε στο 1938. Ο Γκούντερ καλείται να συνεργαστεί με την αστυνομία για να εξιχνιάσει μια σειρά δολοφονιών κοριτσιών 15-16 χρονών που εξαφανίζονται και μέρες αργότερα κάποιος ειδοποιεί την αστυνομία για το πού βρίσκονται τα πτώματα. Ταυτόχρονα ο Μπέρνι αναλαμβάνει και μια άλλη υπόθεση που αφορά τον ομοφυλόφιλο γιο μιας πάμπλουτης μεγαλοεκδότριας και σχετίζεται με τον εκβιασμό που εκείνος υφίσταται, μια και η ομοφυλοφιλία ήταν αρκετός λόγος για να οδηγηθεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Στο τρίτο βιβλίο, "Γερμανικό ρέκβιεμ", μεταφερόμαστε στο 1947, στην ηττημένη πια Γερμανία, στο κατακτημένο και βομβαρδισμένο Βερολίνο. Μεγάλο μέρος του τρίτου αυτού μέρους διαδραματίζεται στη Βιέννη, όπου ο Γκούντερ πηγαίνει έναντι αδρής αμοιβής, για να βοηθήσει ένα παλιό του συνάδελφο, που κατηγορείται για το φόνο ενός Αμερικανού λοχαγού.
Όταν η "Τριλογία" τελειώνει, ο αναγνώστης μπορεί να μη θυμάται λεπτομέρειες της κάθε υπόθεσης ούτε και το ρόλο κάθε προσώπου. Εκείνο όμως που μένει, και πιστεύω για πάντα στη μνήμη μας, είναι η όλη ατμόσφαιρα. Παρακολουθούμε αρχικά ένα Βερολίνο που σημαιοστολίζεται για τους Ολυμπιακούς του 1936, όπου η λεωφόρος Ούντερ ντεν Λίντεν διαπλατύνεται για να χωράει τις παρελάσεις, όπου οι κάτοικοι αναγκάζονται να παρακολουθούν υποχρεωτικά τις ομιλίες του Γκέμπελς και του Χίτλερ, που όπως λέει κάποια στιγμή ο Γκούντερ "ασκούν μια υπνωτιστική επίδραση στον κόσμο". Τα καμπαρέ και τα κλαπ λειτουργούν, όμως ο φόβος αρχίζει να κάνει την εμφάνισή του για τους Εβραίους, τους ομοφυλόφιλους, τους αντικαθεστωτικούς. Μαζί με τον ήρωα τριγυρνάμε στους δρόμους του Βερολίνου, σε πασίγνωστα μέρη όπως τη Φριντριχστράσσε, η Αλεξάντερπλατς, το Κα-ντε-Βε, αλλά και σε κακόφημες συνοικίες και δρόμους.
Στο δεύτερο βιβλίο που τοποθετείται στα 1938 η εξουσία του Χίτλερ έχει εδραιωθεί για καλά και ο Φύρερ ετοιμάζεται για πόλεμο. Το Βερολίνο εξακολουθεί να διασκεδάζει, όμως ο φόβος εντείνεται, άνθρωποι εξαφανίζονται, οι επιθέσεις κατά των Εβραίων παίρνουν πιο συγκεκριμένη μορφή. Τα δολοφονημένα κορίτσια δίνουν μια πιο έντονη αστυνομική χροιά στο μυθιστόρημα και η όλη ατμόσφαιρα του Βερολίνου δίνεται μέσα από την έρευνα για εξιχνίαση των δολοφονιών,
Τέλος, στο τρίτο μέρος, στο "Γερμανικό ρέκβιεμ", βρισκόμαστε στο 1947, στο βομβαρδισμένο Βερολίνο. Παντού ερείπια, κρύο, πείνα, τα τρόφιμα με το δελτίο, οι γυναίκες, αποκαλούμενες και "κυρίες της σοκολάτας", πουλούν το κορμί τους στους Αμερικανούς ή βιάζονται από τους Ρώσους. Στη Βιέννη, όπου μεταφέρεται η υπόθεση, τα πράγματα είναι ελαφρώς καλύτερα από το Βερολίνο, παρ' όλο που και εκεί υπάρχουν ερείπια, η πόλη είναι μοιρασμένη ανάμεσα στους νικητές του πολέμου κι εκεί καταφεύγουν πολλοί πρώην Ναζί, επιδιώκοντας την αποναζικοποίηση.
Εν τέλει ένα έξοχο ατμοσφαιρικό μυθιστόρημα που θεωρείται ένα από τα πιο σημαντικά έργα της αστυνομικής noir λογοτεχνίας και δίκαια συμβάλλει ώστε ο Σκωτσέζος συγγραφέας Φίλιπ Κερρ (γεν. 1956) να είναι ένας από τους καλύτερους σύγχρονους ευρωπαίους συγγραφείς. Εντυπωσιάζει εκτός από όλα τα άλλα και η ενοραματική του σκέψη για το μέλλον της Γερμανίας. Γράφοντας το έργο στο τέλος της δεκαετίας του '80 και στις αρχές της δεκαετίας του '90 γίνεται σχεδόν προφητικός: "Εργαζόμαστε για ένα καινούριο αύριο χερ Γκούντερ. Η Γερμανία μπορεί να είναι τώρα μοιρασμένη ανάμεσά τους. Θα έρθει όμως ο καιρός που θα γίνουμε ξανά μια μεγάλη δύναμη. Μια μεγάλη οικονομική δύναμη. Όσο η Οργάνωσή μας δουλεύει στο πλευρό των Αμερικανών εναντίον του κομμουνισμού, θα μπορούμε να τους πείσουμε να επιτρέψουν την ανοικοδόμηση της Γερμανίας. Με τη βιομηχανία και την τεχνολογία μας θα επιτύχουμε αυτό που δεν θα μπορούσε ποτέ να επιτύχει ο Χίτλερ (...) Την Ευρώπη δεν θα την κατακτήσει η σβάστικα αλλά το μάρκο".

Κυριακή, Ιανουαρίου 13, 2013

Ψωμί Παιδεία Ελευθερία

Έχω διαβάσει όλα τα μυθιστορήματα του Πέτρου Μάρκαρη και ασφαλώς δεν μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση το πιο πρόσφατό του, "Ψωμί Παιδεία Ελευθερία" (Γαβριηλίδης, 2012).
Έχω πια εξοικειωθεί, όπως και όλοι φαντάζομαι οι αναγνώστες του Μάρκαρη, με το στυλ της γραφής του. Τοπικός προσδιορισμός (με εξαίρεση το "Παλιά πολύ παλιά" που διαδραματίζεται στην Κωνσταντινούπολη) είναι η Αθήνα. Οι δρόμοι της, οι γειτονιές της, τα μποτιλιαρίσματα και οι πορείες διαμαρτυρίας. Χρονικός προσδιορισμός το εκάστοτε παρόν, η έμπνευση πάντοτε από την επικαιρότητα.
Ο αστυνόμος Κώστας Χαρίτος μας έχει γίνει πια γνώριμος, με τη γυναίκα του την Αδριανή, τυπική νοικοκυρά με ειδικότητα στα... γεμιστά, την κόρη του την Κατερίνα που την έχουμε παρακολουθήσει να τελειώνει το Λύκειο, να σπουδάζει, να παντρεύεται το γιατρό Φάνη και να εργάζεται τώρα ως δικηγόρος. Ξέρουμε ακόμα τους συνεργάτες του Χαρίτου στην αστυνομία, τους συμπεθέρους του και τον παλιό αντιστασιακό Ζήση που συχνά τον βοηθά στις έρευνές του. Λίγο ακόμα και σαν τον Σέρλοκ Χολμς του οποίου το σπίτι στην περίφημη Μπέηκερ Στρητ είναι τουριστικό αξιοθέατο θα αναζητούμε και στο Παγκράτι το σπίτι του Χαρίτου!
Το "Ψωμί Παιδεία Ελευθερία"  αποτελεί κατά τον συγγραφέα το τρίτο μέρος της "Τριλογίας της Κρίσεως"(προηγήθηκαν τα "Ληξιπρόθεσμα δάνεια" και η "Περαίωση") και τοποθετείται χρονικά σ' ένα πολύ κοντινό μέλλον, την πρωτοχρονιά του 2014, το βράδυ που η Ελλάδα από το ευρώ ξαναγυρίζει στη δραχμή.
Ο Χαρίτος και η οικογένειά του παρακολουθούν τους πανηγυρισμούς στο Σύνταγμα, ενώ την επομένη δυο  πορείες εκδηλώνουν τις αντιθέσεις τους. Οι μεν, οι νεότεροι, φωνάζουν "αν είναι να ζήσουμε φτωχοί, καλύτερα με τη δραχμή", ενώ οι πιο ηλικιωμένοι διαδηλώνουν "φέρτε πίσω το ευρώ". Από την εξέλιξη των γεγονότων και συζητήσεων είναι έκδηλη η άποψη του Μάρκαρη υπέρ του ευρώ. Παρουσιάζει μια Ελλάδα που έχοντας γυρίσει στη δραχμή βρίσκεται σε χειρότερη κατάσταση από τη σημερινή. Εκτός από τη στέρηση, τη φτώχεια, τους άστεγους, τους άνεργους η χώρα αντιμετωπίζει και στάση πληρωμών, ενώ ένα ευρώ αντιστοιχεί με πεντακόσιες δραχμές.
Όμως αυτά δεν είναι το κύριο θέμα. Αποτελούν απλώς το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα αρχίσουν να γίνονται οι φόνοι. Οι δολοφονημένοι είναι ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας, ένας επιτυχημένος ακαδημαϊκός κι ένας επιτυχημένος συνδικαλιστής. Σε όλα τα πτώματα ένα ηχογραφημένο μήνυμα, "Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία" δημιουργεί συνειρμούς με την εξέγερση του Πολυτεχνείου του 1973, στην οποία αποτελούσε κυρίαρχο σύνθημα. Από εκεί αρχίζει η έρευνα για την εξιχνίαση των δολοφονιών, η οποία θα δείξει ότι και οι τρεις είχαν εκμεταλλευτεί τη συμμετοχή τους στην εξέγερση του Πολυτεχνείου για να ανέλθουν κοινωνικά και οικονομικά. Ο ένας "δεν άνοιγε βιβλίο. Περνούσε τα μαθήματα όχι πια σαν ο καλός φοιτητής αλλά σαν αντιστασιακός". Ο άλλος κέρδιζε παίρνοντας ευνοιοκρατικά τις προσφορές του δημοσίου, ο άλλος ρύθμιζε καταστάσεις ως συνδικαλιστής.
Μια ομάδα νέων αναλαμβάνει με τις δολοφονίες να ξεπλύνει τη ντροπή από όσους εκμεταλλεύτηκαν την αντιστασιακή τους δράση και βεβαίως ο Χαρίτος θα βρει τους ενόχους. Μόνη επιφύλαξή μου στην υπόθεση του καινούριου αυτού βιβλίου του Μάρκαρη είναι η υπονοούμενη εμπλοκή στους φόνους και παιδιών των δολοφονημένων. Όσο κακές κι αν ήταν οι σχέσεις γονιών και παιδιών, όσο και να ντρέπονταν τα παιδιά για τη δράση  των γονιών τους, δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι θα συνεργούσαν και στη δολοφονία τους.
Ένα ακόμα μυθιστόρημα στη γνώριμη πρωτοπρόσωπη γραφή του Μάρκαρη που θα ιακανοποιήσει τους θιασώτες του.

Κυριακή, Ιανουαρίου 06, 2013

Στην άκρη της νύχτας

Καθώς διάβαζα το μυθιστόρημα του Κώστα Μουρσελά "Στην άκρη της νύχτας" (Πατάκης 2011), προπάντων όταν το τέλειωσα, μια λέξη μου τριβέλιζε το μυαλό: ιεροσυλία. Σαν κάποιος να πάτησε πάνω στην Αγία Τράπεζα της λογοτεχνίας μας. Ο Παπαδιαμάντης, αυτός ο ανεκτίμητος θησαυρός, να γίνεται ένα κοινό ερωτικό μυθιστόρημα!
Σκηνές και γεγονότα με ελάχιστη σύνδεση μεταξύ τους, φλυαρία και επαναλήψεις. Ίσως έτσι εξηγείται και το συνήθως διαφημιστικό και δελεαστικό οπισθόφυλλο που δεν αναφέρεται στο κυρίως θέμα του βιβλίου, αλλά εξαντλείται σε μια σειρά ασύνδετων ερωτημάτων.
Σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση μιλάει ο Μανολόπουλος, συγγραφέας, πρόσωπο γνωστό από το πασίγνωστο και αξιόλογο "Βαμμένα κόκκινα μαλλιά". Βρίσκεται στο κρεβάτι με τη σύντροφό του (γιατί άραγε κάθε βιβλίο θα έπρεπε να έχει οπωσδήποτε σκηνές σεξ;) όταν για τρίτο συνεχόμενο βράδυ, στις 2 μετά τα μεσάνυχτα, χτυπάει το τηλέφωνο κι όταν απαντούν αυτός που παίρνει κλείνει αμέσως χωρίς να πει τίποτα. Κάνουν διάφορες υποθέσεις ως προς το ποιος μπορεί να είναι και τι να θέλει και δεν σκέφτονται το πιο απλό, αφού τους ενοχλεί τόσο, να αποσυνδέουν το βράδυ το τηλέφωνο! Τελικά αποδεικνύεται ότι ήταν ένας παλιός γνώριμος του Μανολόπουλου, ο Ρετσίνας, άλλη επίσης persona από τα "Βαμμένα κόκκινα μαλλιά". Καλεί τον Μανολόπουλο σε συνάντηση στην Αγορά της Αθήνας, του θυμίζει παλιές συζητήσεις και διαφωνίες τους, όταν είχαν πριν από χρόνια πάει στο σπίτι του Παπαδιαμάντη στη Σκιάθο. Υπόσχεται δε να του αποκαλύψει στοιχεία που δίνουν απάντηση στο ερώτημα που τους είχε απασχολήσει τότε: Γιατί ο Παπαδιαμάντης έδωσε ένα τέτοιο τέλος ή μάλλον γιατί έδωσε ένα κολοβό φινάλε στο διήγημά του "Όνειρο στο κύμα";
Ο Μανολόπουλος, γεμάτος περιέργεια, ξεκινάει μέσα στη νύχτα να συναντήσει τον Ρετσίνα, δεν θυμάται όμως πού έχει παρκάρει το αυτοκίνητό του. Το ψάξιμο κρατάει από τη σελίδα 76 ως την 116! που γεμίζουν με αναμνήσεις από την παλιά σχέση του με τον Ρετσίνα, από ερωτικές περιπέτειες ως λογοτεχνικές συζητήσεις. Κι όταν βρει το αυτοκίνητό του θα ακολουθήσουν άλλες σαράντα περίπου σελίδες ωσότου οι δυο παλιοί φίλοι συναντηθούν στην Αγορά. Κουβεντιάζουν όλο  το βράδυ, ως "την άκρη της νύχτας". Ο Ρετσίνας αποδεικνύει με ντοκουμέντα ότι η Μοσχούλα, η ηρωίδα του "Όνειρο στο κύμα", ήταν υπαρκτό πρόσωπο, ότι μαζί με τον "θείο" της τον Μόσχο ήρθαν στην Αθήνα όπου και συζούσαν, ότι ο Παπαδιαμάντης που δεν έπαψε ποτέ να τη σκέφτεται, της γράφει, τη συναντάει ένα βράδυ, κουβεντιάζουν, τη συνοδεύει στο σπίτι της, αλλά (ευτυχώς!) δεν ξέρουν αν μπήκε και μέσα.
Η φαντασία μπλέκεται με την παραγματικότητα. Ένα τέλος για το οποίο οι δυο παλιοί φίλοι διαφωνούσαν αν ήταν κολοβό ή όχι, αποδεικνύεται ότι θα μπορούσε να είναι αλλιώτικο. Αλλά κι αυτό πάλι είναι αποτέλεσμα μυθοπλασίας, αφού τα χαρτιά με τα οποία δήθεν αποδεικνυόταν ότι δεν θα έπρεπε να τελειώνει έτσι το διήγημα, όπως το τέλειωνε ο Παπαδιαμάντης, ήταν κείμενα του Μανολόπουλου που είχε γράψει τότε στη Σκιάθο, τα είχε πετάξει και τα είχε μαζέψει ο Ρετσίνας.
Δεν ισχυρίζομαι ότι το μυθιστόρημα του Μουρσελά δεν γεννά προβληματισμούς: Πώς εμπνέεται ο λογοτέχνης; Τι αυτοβιογραφικό ποσοστό υπάρχει σε κάθε λογοτέχνημα; Θα πρέπει να κρίνομε το έργο ανεξάρτητα από το δημιουργό του ή όχι:
Όμως ένιωσα ότι αυτοί οι προβληματισμοί συντελούσαν τόσο στην αποδόμηση του εξαίρετου διηγήματος, ώστε αισθάνθηκα την ανάγκη να  ξαναδιαβάσω τον αυθεντικό Παπαδιαμάντη. Να βυθιστώ στην  ονειρώδη περιγραφή της νυχτερινής κολυμβήτριας: "Έβλεπα την αμαυράν και όμως χρυσίζουσαν αμυδρώς κόμην της, τον τράχηλόν της τον εύγραμμον, τας λευκάς ως γάλα ωμοπλάτας, τους βραχίονας τους τορνευτούς, όλα συγχεόμενα, μελιχρά και ονειρώδη εις το φέγγος της σελήνης (...) Ήτον πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα. Ήτον νηρηίς, νύμφη, σειρήν πλέουσα, ως πλέει ναυς μαγική, η ναυς των ονείρων..."
Και να σταθώ συγκινημένη στη  φράση με την οποία κλείνει το διήγημα, φράση που κατά τη γνώμη μου δεν το αφήνει καθόλου κολοβό: "Ω! ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη!...

Τετάρτη, Ιανουαρίου 02, 2013

Πατρική κληρονομιά

Κατά κανόνα αποφεύγω να διαβάσω παλαιότερα ή τα πρώτα βιβλία ενός συγγραφέα, όσο και αν τον εκτιμώ, όταν αυτά εκδίδονται ή επανεκδίδονται, όταν ο συγγραφέας έχει καταξιωθεί με άλλα έργα του, όταν πια έχει γίνει γνωστός και διάσημος. Όμως αυτή τη φορά έκανα εξαίρεση στον κανόνα, εξαίρεση η οποία δεν με απογοήτευσε. 
Το βιβλίο του Φίλιπ Ροθ "Πατρική κληρονομιά" (1991) πρωτοεκδομένο στα ελληνικά από τις εκδόσεις Χατζηνικολή το 1995, κυκλοφορεί τώρα από τις εκδόσεις Πόλις (μετ. Τάκης Κίρκης). Με υπότιτλο "Μια αληθινή ιστορία" και με αφιέρωση "Στην οικογένειά μας, τους ζωντανούς και τους νεκρούς", ο Φίλιπ Ροθ περιγράφει με λεπτομέρειες την αρρώστια και τη σταδιακή πορεία του 86χρονου πατέρα του προς το θάνατο.
 Καθώς το διάβαζα σκεφτόμουν διαρκώς πώς γίνεται να μας ενδιαφέρει ένα βιβλίο που όχι μόνο αφορά την ιστορία μιας ξένης οικογένειας αλλά και που σχετίζεται με τα γηρατειά, την έκπτωση του ανθρώπινου σώματος και εν τέλει το θάνατο. Και μόνη μου δίνω την απάντηση: αυτή είναι η δύναμη της λογοτεχνίας. Χιλιάδες άνθρωοποι γερνούν, αρρωστούν και πεθαίνουν κάθε μέρα. Δεν μπορεί όμως το κάθε παιδί να περιγράψει αυτή  την κατάσταση με τρόπο που να ενδιαφέρει όλους μας. Αυτή είναι η ικανότητα του Φίλιπ Ροθ.
Αρχίζει όταν η μητέρα του είχε ήδη πεθάνει πριν από 7 χρόνια, περιγράφοντας την ξαφνική πάρεση του προσωπικού νεύρου, δηλαδή την παράλυση της δεξιάς πλευράς του προσώπου του πατέρα του, η οποία στη συνέχεια αποδείχτηκε ως η συνέπεια ενός όγκου στον εγκέφαλο. Καθώς αφηγείται με κάθε λεπτομέρεια τις επισκέψεις στους γιατρούς, τις εναλλακτικές λύσεις που υπήρχαν για αντιμετώπιση του προβλήματος, την αμφιταλάντευση αν ο πατέρας του έπρεπε να χειρουργηθεί ή όχι, ο Ροθ περιγράφει τα δικά του συναισθήματα, τη φροντίδα για τον πατέρα του, αναπλάθει με την ανάμνηση το χαρακτήρα κι όλη τη σκληρή ζωή που είχε περάσει ο πατέρας του ωσότου καταλήξει σε μια ασφαλιστική εταιρεία Οι αναμνήσεις του πατέρα απ' τη ζωή στο Νιούαρκ περνάνε στις αναμνήσεις του γιου που με αγάπη και απαράμιλλη αφοσίωση φροντίζει τον πατέρα στο τελευταίο στάδιο της ζωής του. Καθώς αναλύει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του ο συγγραφέας θυμάται οικογενειακές στιγμές, τον ξαφνικό θάνατο της μητέρας του, τον δύστροπο αλλά δυναμικό και αγωνιστικό χαρακτήρα του πατέρα, ενώ, όπως σχεδόν σε όλα τα βιβλία του, το εβραϊκό στοιχείο δίνει το παρόν του.
Ο πατέρας, έχοντας επίγνωση της δύσκολης θέσης στην οποία βρίσκεται και η οποία πιθανότατα θα τον οδηγήσει στο θάνατο, λέει κάποια στιγμή: "Δυο-τρια χρονάκια ακόμα..." Είναι σαν ν' ακούμε μια συγκινητική, σπαρακτική ικεσία για λίγη παράταση, για λίγη ακόμα ζωή. Όμως το τέλος θα έρθει και μάλιστα αφού το σώμα γνωρίσει τη σταδιακή φθορά και τον εξευτελισμό. Σκέφτομαι πόσο σοφά εύχεται η εκκλησία μας για τα τέλη της ζωής μας: "ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά"...
Αφοσιωμένος και γεμάτος φροντίδα και αγάπη ο Φίλιπ Ροθ θα παρασταθεί στον πατέρα του μέχρι την τελευταία του πνοή, αφήνοντάς μας να εννοήσουμε πως πατρική κληρονομιά δεν είναι παρά αυτό που ο καθένας μας έχει γίνει.