Φ. Ντοστογιέφσκη
Ο παίχτης
Εκδ. Δαρεμά, 1957
Μετάφρ. Τάσου Ζομπόλα
Πρόλογος, Μα. Βατάλα
Ο παίχτης
Εκδ. Δαρεμά, 1957
Μετάφρ. Τάσου Ζομπόλα
Πρόλογος, Μα. Βατάλα
Είναι γνωστή, νομίζω, η αγάπη μου για το ebook, το ηλεκτρονικό ή ψηφιακό βιβλίο και στο ipad μου διαθέτω δεκάδες τέτοια βιβλία. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν αγαπώ το παραδοσιακό χάρτινο ή έντυπο βιβλίο. Προπάντων αισθάνομαι ιδιαίτερη αγάπη, στοργή και αφοσίωση, θα έλεγα, στα πολύ παλιά, κιτρινισμένα από τον καιρό βιβλία μου. Τα κοιτάζω και θλίβομαι στη σκέψη πως ίσως κάποτε θα κακοπέσουν, πως αυτοί που θα τα κληρονομήσουν ποτέ δεν θα μπορέσουν να νιώσουν την αγάπη που νιώθω εγώ γι' αυτά.
Τις σκέψεις αυτές μου προκάλεσε ακόμα μια φορά ένα τέτοιο παλιό βιβλίο που θέλησα να ξαναδιαβάσω, να το δω τώρα με τη ματιά της συσσωρευμένης με τα χρόνια εμπειρίας. Εμπειρίας διαβασμάτων αλλά και εμπειρία ζωής. Πρόκειται για τον "Παίχτη" του Ντοστογιέφσκι. Είναι πράγματι εκπληκτικό. Ένα βιβλίο γραμμένο πάνω από εκατόν πενήντα χρόνια πριν, το 1866, να διαβάζεται άνετα και σήμερα και, τηρουμένων των αναλογιών, να συναντά σ' αυτό κανείς χαρακτήρες και καταστάσεις που άνετα μπορεί να συναντήσει και σήμερα.
Σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου, ο Αλεξέι Ιβάνοβιτς, ένας νεαρός παιδαγωγός των παιδιών ενός απόστρατου Ρώσου στρατηγού, τον συνοδεύει στην (φανταστική) γερμανική πόλη Ρουλέττενμπουργκ. Ερωτευμένος με την Πολίνα, θετή κόρη του στρατηγού, υπακούει στην προτροπή της να παίξει στο καζίνο. Είναι γνωστό βέβαια το πάθος του ίδιου του Ντοστογιέφσκι για τον τζόγο και τη ρουλέτα (Πολύ χαρακτηριστικά περιγράφεται το πάθος αυτό στο βιβλίο του Λεονίντ Τσίπκιν "Καλοκαίρι στο Μπάντεν Μπάντεν). Βουτηγμένος στα χρέη ο Ντοστογιέφσκι, απειλούμενος από τον εκδότη του ότι θα του αφαιρούσε τα πνευματικά δικαιώματα από προηγούμενα βιβλία του, αν δεν παρέδινε μέσα σ' ένα μήνα καινούριο βιβλίο, γράφει μέσα σ' ένα μήνα το σχεδόν αυτοβιογραφικό "Ο παίχτης". Κοινωνιολογικές και ψυχολογικές παρατηρήσεις, συγκρίσεις του χαρακτήρα των Γάλλων, Άγγλων, Γερμανών, Ρώσων, όλου του πολυποίκιλου πλήθους που ενδημεί στη γερμανική πόλη, αλλά προπάντων παρατηρήσεις των παθιασμένων παιχτών, άνετα θα μπορούσαν να αφορούν τους σημερινούς παίχτες. Ο παίχτης συχνά γίνεται προληπτικός, άλλοτε παρατηρεί και καταγράφει τη σειρά με την οποία βγαίνουν οι αριθμοί, για να ανακαλύψει τελικά ότι τίποτε δεν ισχύει. Όταν χάνει επιμένει ποντάροντας ξανά και ξανά, πιστεύοντας ότι κάποια στιγμή θα κερδίσει κι όταν κερδίζει, ξαναποντάρει ελπίζοντας ότι θα κερδίσει περισσότερα. Βάζει ενέχυρα ή δανείζεται για να συνεχίσει.
Ο στρατηγός, στον οποίο δουλεύει ο Αλεξέι, χρωστάει πολλά. Εναποθέτει τις ελπίδες του στην πλούσια, γριά θεία του που βρίσκεται στη Ρωσία και την οποία περιμένει να κληρονομήσει. Αντί όμως της είδησης του θανάτου της, καταφθάνει πάνω στην αναπηρική της καρέκλα η ίδια η ηλικιωμένη θεία που κι αυτή παρασύρεται από τη ρουλέτα. Χάνει, κερδίζει και πάλι χάνει αλλά δεν σταματά να παίζει. "Εγώ απόρησα που μπόρεσε να κρατηθεί έτσι εφτά οχτώ ώρες στην πολυθρόνα της, σχεδόν χωρίς ν' αφήσει καθόλου τη θέση της. Είχε πραγματικά τρεις φορές κερδίσει μεγάλα ποσά. Τότε ο εαυτός της παραδίνονταν σε μια καινούρια ελπίδα, που δεν την άφηνε να φύγει από το παιχνίδι. Άλλωστε οι παίχτες ξέρουν καλά ότι μπορεί κανείς να καθίσει σχεδόν για εικοσιτέσσερις ώρες στην ίδια θέση, με τα χαρτιά στα χέρια, χωρίς να στρέψει τα μάτια του δεξιά ή αριστερά."
Το έργο μεταφέρθηκε τόσο στο θέατρο όσο και στον κινηματογράφο, δείγμα και αυτό της διαχρονικότητάς του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου