Roberto Vecchioni
Ο βιβλιοπώλης του Σελινούντα
Μετάφρ. Δημήτρης Παπαδημητρίου
Κριτική, 2019
Ο βιβλιοπώλης του Σελινούντα
Μετάφρ. Δημήτρης Παπαδημητρίου
Κριτική, 2019
Αν είναι ποτέ δυνατό, να δω ένα βιβλίο που απεικονίζει στο εξώφυλλό του έναν τοίχο γεμάτο βιβλία, μπροστά του έναν άσχημο, ηλικιωμένο άντρα ανεβασμένο σ' ένα σκαμπώ, να τακτοποιεί (;) να ψάχνει (;) να τοποθετεί (;) βιβλία και να μην το αγοράσω χωρίς δεύτερη σκέψη! Τίτλος του, "Ο βιβλιοπώλης του Σελινούντα". Είναι ένα ολιγοσέλιδο βιβλίο, νουβέλα θα έλεγα, που μέσα στις 124 σελίδες του δίνει στον αναγνώστη πολλές αφορμές για προβληματισμό γύρω από το θέμα της γλώσσας, των εννοιών, της σκέψης, της λογοτεχνίας.
Σε μια πόλη που κάποτε ονομαζόταν Σελινούντας, οι κάτοικοι έχουν ξεχάσει τη σημασία των λέξεων. Χρησιμοποιούν μόνο ένα πολύ περιορισμένο λεξιλόγιο, τόσο μόνο όσο να συνεννοούνται για απλές, καθημερινές ανάγκες. Η σκέψη τους δεν αναπλάθει το παρελθόν, δεν μπορεί να εκφράσει συναισθήματα. Σ' αυτή την πόλη εμφανίζεται μια μέρα ένας βιβλιοπώλης. Ο Νικολίνο, ο φίλος του συγγραφέα που του αφηγείται την ιστορία, περιγράφει την πρώτη φορά που είδε τον βιβλιοπώλη: "Μόνος, σ' ένα τραπεζάκι, με μια δυσθεώρητα μεγάλη στοίβα βιβλίων μπροστά του, καθόταν ο πιο άσχημος άντρας που είχα δει ποτέ". Μα το πιο παράξενο δεν ήταν η άσχημη εμφάνιση αυτού του ξένου, μοναχικού βιβλιοπώλη. Το παράξενο ήταν πως δεν πουλούσε βιβλία. Μόνο κάποιες αφίσες που κυκλοφορούν στην πόλη γράφουν: "Κάθε βράδυ στις 9, στην οδό Τρεμόντι, λογοτεχνικές αναγνώσεις, είσοδος δωρεάν". Κάποιοι πάνε από περιέργεια να τον ακούσουν. Είναι όμως οι πρώτοι και οι τελευταίοι. Ο μόνος που μαγεύεται από την ανάγνωση του παράξενου βιβλιοπώλη είναι ο δεκατριάχρονος Νικολίνο, που κάθε βράδυ το σκάει κρυφά από το σπίτι του και κρυμμένος ακούει τις παράδοξες αναγνώσεις. Τις ακούει μαγεμένος έστω κι αν δεν καταλαβαίνει το νόημά τους. "Ο βιβλιοπώλης ήταν καθισμένος και διάβαζε. Διάβαζε χωρίς κοινό. Η γλώσσα ήταν ακατάληπτη, ελληνικά, σκέφτηκα και μου ράγισε η καρδιά. Μα τι φωνή ήταν αυτή; Προκαλούσε ανατριχίλα, όμοιά της δεν είχα ξανακούσει. Έμοιαζε με νανούρισμα, λιτανεία, προσευχή, όχι όμως μονότονη, ούτε πάντα ίδια (...) σαν να τραγουδούσε με λόγια χωρίς μουσική".
Κάθε βράδυ ο Νικολίνο ακούει τα αποσπάσματα που διαβάζει ο παράξενος βιβλιοπώλης. Αποσπάσματα, πολλών, ακόμα και χωρίς τις παραπομπές του τέλους, αναγνωρίζουμε την προέλευσή τους: Πεσσόα, Σοφοκλής, Τολστόη, Σαπφώ, Προυστ κ.ά. Ώσπου μια νύχτα μια πυρκαγιά καταστρέφει τα πάντα. Δεν μένει τίποτα από το παράξενο βιβλιοπωλείο κι ο βιβλιοπώλης εξαφανίζεται χωρίς ν' αφήσει ίχνος. Όμως, κατά περίεργο τρόπο, τα βιβλία (αυτά ή άλλα;) δεν χάθηκαν. Το άλλο βράδυ "στον ουρανό πετούσανε βιβλία. Δεν έκανα λάθος, ήταν αληθινά βιβλία, όλα όμοια, με το ίδιο μπλε κάλυμμα που γνώριζα καλά (...) Από δεξιά, από αριστερά, από κοντά ή μακριά, τα βιβλία κατέφθαναν, άλλα αργά, άλλα πιο γρήγορα. Αρκετά απ' αυτά περνούσαν ξυστά από το παράθυρό μου, έπαιρναν ύψος και γύρευαν να βρουν τα υπόλοιπα βιβλία που ήτανε συγκεντρωμένα στην πλατεία". Ένας μικρός αυλητής, σαν άλλος Πήτερ Παν εμφανίζεται και στο άκουσμα του αυλού του τα βιβλία τον ακολουθούν πέφτοντας στη θάλασσα.
Κι όμως τα βιβλία δεν θα πεθάνουν. Κάηκαν, πνίγηκαν, όμως ο Νικολίνο γεμάτος αισιοδοξία, τα περιμένει: "Το πατρικό μου θα 'ναι γεμάτο βιβλία, θα' ναι γεμάτο με τα συγκεκριμένα βιβλία με το μπλε εξώφυλλο. Θ' αντικρίσω ένα βουνό, έναν ωκεανό βιβλίων να έχει κατακλύσει το σαλόνι, το υπνοδωμάτιο, την κουζίνα, το μπάνιο, το μπαλκόνι. Όπου κι αν στρέφω το βλέμμα θα υπάρχουν μόνο βιβλία, αραδιασμένα σε στοίβες, πεταμένα, το ένα πάνω στο άλλο, κλειστά, ανοιχτά, στο πλάι ή μπροστά μου..."
Δεν θα ήθελα να προχωρήσω σε ερμηνεία των αλληγοριών του βιβλίου, ούτε να παραθέσω το πλήθος των σκέψεων που μου προκάλεσε. Μια τελευταία μόνο σκέψη: Πόσο ευγνώμων αισθάνομαι γι' αυτούς που με μύησαν στην απόλαυση της καλής λογοτεχνίας ( ή μήπως άραγε είναι κάτι που φέρουμε στο DNA μας;) και πόσο λυπάμαι γι' αυτούς που δεν μπόρεσαν να αισθανούν την απόλαυση που χαρίζει η καλή λογοτεχνία. Εύχομαι, στη διδακτική μου πορεία, να μπόρεσα να μεταδώσω αυτή τη δίψα και τη χαρά σε κάποιους έστω από τους μαθητές μου.
Δείχνει ιδιαίτερα ενδιαφέρον και ξεχωριστό. Σε ευχαριστούμε που το παρουσίασες για να έχουμε άποψη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή συνέχεια.
Καλή σου μέρα, αγαπητέ Γιάννη. Ναι, είναι ενδιαφέρον και ακόμα περισσότερο αν μπορέσει κανείς να το συζητήσει με άλλους βιβλιόφιλους.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλησπέρα, ενδιαφέρον ακούγεται...
ΑπάντησηΔιαγραφήΤι γίνεται; Γυρίσατε; Γιατί οι φωτογραφίες σταμάτησαν στα αλατωρυχεία; Πού πήγατε μετά;
Διαγραφή