Τόμας Μαν
Θάνατος στη Βενετία
γράμματα, 1990
Μετ. Κλαίρη Τρικεριώτη
Θάνατος στη Βενετία
γράμματα, 1990
Μετ. Κλαίρη Τρικεριώτη
Νομίζω δεν υπάρχει άλλο λογοτεχνικό έργο τόσο σύντομο, ουσιαστικά μια νουβέλα, που να έχει γνωρίσει τόσες πολλές εκδόσεις και διαφορετικές μεταφράσεις, ακόμα και στα ελληνικά, που έχει τόσο πολύ αναλυθεί, που έχει γίνει κινηματογραφική ταινία (Λουκίνο Βισκόντι, 1971) όσο ο "Θάνατος στη Βενετία" του Τόμας Μαν (1875-1955). Κι ας είναι ένα έργο που στο γερμανικό πρωτότυπο πρωτοκυκλοφόρησε το 1912.
Το διακρίνει περισσότερο σκέψη παρά δράση, ελάχιστοι είναι οι διάλογοι, επικρατεί κυρίως ο ενδιάθετος λόγος και η σκέψη του πρωταγωνιστή Γουσταύου φον Άσενμπαχ, όπως μας τα αποκαλύπτει ο τριτοπρόσωπος, παντογνώστης αφηγητής. Ο Άσενμπαχ είναι ένας μεσήλικας, καταξιωμένος, διάσημος συγγραφέας, αφοσιωμένος στην Τέχνη. Μια μέρα, κουρασμένος από τη συγγραφή, ξεκινάει για έναν περίπατο στους δρόμους του Μονάχου. Κάποια στιγμή, έξω από ένα νεκροταφείο (προϊδεασμός άραγε;) συναντά έναν άγνωστο. "Η ταξιδιωτική εμφάνιση του ξένου ερέθισε τη φαντασία του, είτε βρέθηκε κάτω από κάποια άλλη φυσική ή ψυχική επιρροή, ένιωσε σαστισμένος ένα παράξενο άνοιγμα μέσα του, κάτι σαν διάχυτη αναστάτωση, μια νεανική δίψα και λαχτάρα για τόπους μακρινούς". Μια σφοδρή επιθυμία για ταξίδια τον κατέλαβε. Πηγαίνει πρώτα σ' ένα νησί της Αδριατικής. Πολύ σύντομα νιώθει ότι ο προορισμός αυτός δεν τον ικανοποιεί και φεύγει για τη Βενετία. "Αχ, η Βενετία! Υπέροχη πόλη! Μια πόλη με ακαταμάχητη γοητεία για τους μορφωμένους ανθρώπους, και για την ιστορία της και για τα σημερινά της θέλγητρα!"
Η Βενετία συμπρωταγωνιστεί, θα λέγαμε, σ' όλο το βιβλίο με τον Άσενμπαχ. Τόπος ομορφιάς με τα παλαιικά, μυστηριώδη κτίρια και τους νερένιους δρόμους, αλλά και τόπος που αποπνέει μια δυσωδία και κρύβει ένα μυστήριο. Πολλές οι αναφορές στο βιβλίο για την αινιγματική πόλη. Έτσι την αντίκρισε ο Άσενμπαχ με την άφιξή του: "Έτσι, είδε πάλι την πιο καταπληκτική προκυμαία, εκείνη την εκθαμβωτική σύνθεση από υπέροχα οικοδομήματα που παράταξε η Δημοκρατία στα γεμάτα δέος και σεβασμό βλέμματα των ναυτικών που πλησίαζαν την πόλη, την ανάλαφρη μεγαλοπρέπεια του Παλατιού και τη Γέφυρα των Στεναγμών, τους κίονες με το λιοντάρι και τον άγιο στο μόλο, τον παραμυθένιο ναό που πρόβαλλε επιδεικτικά τη μία του πλευρά, τη θέα στον Πύργο του Ρολογιού, και σηκώνοντας τα μάτια του, σκέφτηκε πως το να φτάνεις απ' τη στεριά στο σιδηροδρομικό σταθμό της Βενετίας είναι σαν να μπαίνεις σ' ένα παλάτι από την πίσω πόρτα κι ότι δε θα 'πρεπε κανείς να έρχεται στην πιο απίθανη απ' τις πόλεις αλλιώτικα, παρά μόνο όπως αυτός τώρα, απ' την ανοιχτή θάλασσα".
Κι αλλού πάλι θα πει: "Αυτή ήταν η Βενετία, η κολακευτική και ύποπτη καλλονή-αυτή η πόλη μισή παραμύθι μισή παγίδα για τους ξένους, που μέσα στον πνιγηρό και υγρό αέρα της η τέχνη θέριεψε κάποτε οργιαστική κι ενέπνευσε στους μουσικούς μελωδίες λικνιστικές κι ερωτικά νανουρίσματα".
Το πρώτο βράδυ της παραμονής του στο ξενοδοχείο, ανάμεσα σε ποικίλους άλλους ξένους, διακρίνει μια οικογένεια Πολωνών και ειδκά τα τρία κορίτσια και το αγόρι της οικογένειας. Η αψεγάδιαστη ομορφιά του δεκατετράχρονου αγοριού τον συναρπάζει. "Το πρόσωπό του χλομό, με μια γλυκιά εσωστρέφεια, πλαισιωμένο από μαλλιά στο χρώμα του μελιού, ίσια μύτη, ένα χαριτωμένο στόμα, με μια έκφραση γλυκιάς και θεϊκής σοβαρότητας, θύμιζε ελληνικά αγάλματα της χρυσής εποχής, και με την ολοκάθαρη τελειότητα της μορφής είχε μια τόσο σπάνια προσωπική γοητεία, που ο παρατηρητής νόμιζε πως δεν είχε ξαναδεί ποτέ κάτι παρόμοιο ούτε στη φύση μα ούτε και στην τέχνη".
Μια αλλαγή του καιρού δημιουργεί στον Άσενμπαχ την επιθυμία να εγκαταλείψει τη Βενετία. Όμως οι αποσκευές του φορτώνονται κατά λάθος σε τραίνο για άλλο προορισμό και, ερμηνεύοντάς το σαν επέμβαση της μοίρας, αποφασίζει να μείνει περιμένοντας την επιστροφή των αποσκευών του. Η παρακολούθηση του ωραίου αγοριού είναι συνεχής. Με λεπτομέρειες περιγράφει το ντύσιμό του, τις κινήσεις του, τη συμπεριφπρά του με άλλους συνομίληκους, τα παιγνίδια στη θάλασσα. Μαθαίνει το όνομά του: Τάτζιο. Τα συναισθήματά του φτάνουν στον συγκλονισμό όταν αναπάντεχα ένα βράδυ ο Τάτζιο αυθόρμητα του χαμογελά. "...χαμογελούσε σ' αυτόν ανοίγοντας αργά τα χείλη του, σαν να του μιλούσε, εμπιστευτικά, θελκτικά κι ανυπόκριτα. Ήταν το χαμόγελο του Νάρκισσου που σκύβει πάνω από τον καθρέφτη του νερού, εκείνο το μαγεμένο, βαθύ και παρατεταμένο χαμόγελο καθώς απλώνει τα χέρια στο είδωλο της ομορφιάς του..."
Βλέπει τον εαυτό του και τον νεαρό σαν τον Σωκράτη και τον Φαίδρο στον ομώνυμο διάλογο. Φαντάζεται το ειδυλλιακό τοπίο της Αττικής στο οποίο ο Πλάτωνας τοποθετεί το έργο, στη σκέψη του επαναλαμβάνει τα λόγια του Σωκράτη για τη σχέση της ομορφιάς με τις ιδέες.
Ακολουθούν γεγονότα που θα 'λεγε κανείς ότι περιγράφουν σημερινές καταστάσεις. Η Βενετία απολυμαίνεται. Στις ερωτήσεις του Άσενμπαχ απαντούν πως πρόκειται απλώς για ένα προληπτικό μέτρο. Στην πραγματικότητα έχει ενσκήψει η Ινδική χολέρα, αλλά οι αρχές το αποκρύπτουν φοβούμενες τις οικονομικές καταστάσεις. Πολλοί φεύγουν, αλλά ο Άσενμπαχ, παρ' όλες τις προτροπές, δεν φεύγε. Για να τον βρει ξαφνικά ο θάνατος χωρίς να διευκρινίζεται αν ήταν από την επιδημία ή για άλλο λόγο.
Ο "Θάνατος στη Βενετία" είναι ένα βιβλίο που απαιτεί αργό διάβασμα, που η φιλοσοφική σκέψη επισκιάζει τη δράση, που επιδέχεται πολλές ερμηνείες και συμβολισμούς. Όπως για παράδειγμα η γόνδολα που περιγράφεται ως φέρετρο, ή μια δυσοίωνη γενικά ατμόσφαιρα ή η πιθανότητα το όλο έργο να συμβολίζει τον θάνατο της Ευρώπης, που από τον Διαφωτισμό εξέπεσε σταδιακά στην παρακμή και στον Α΄και Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ότι και να συμβαίνει, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι το σύντομο αυτό έργο δίκαια αξίζει την προσοχή και τη σημασία που του αποδίδεται.
Ιδέες για αναγνώσεις...
ΑπάντησηΔιαγραφήΟπωσδήποτε.
ΑπάντησηΔιαγραφή