Πόσο λυπάμαι, πραγματικά, όταν αφιερώσω χρόνο σ' ένα βιβλίο που δεν το άξιζε. Είναι τόσο πολλά τα βιβλία που αξίζει να διαβαστούν, ο χρόνος τόσο πολύτιμος, που είναι κρίμα να τον σπαταλάμε τόσο άδικα. Να μου πείτε, πώς να το ήξερα, όταν γνωστές μου μού το σύστησαν ανεπιφύλακτα; (Θα 'πρεπε βέβαια να το είχα υποψιαστεί, αλλά, ας είναι, τα παθήματα μαθήματα, αν και με τα βιβλία δεν είναι δύσκολο να την πάθεις ξανά...) Λοιπόν, η Θεανώ (της Λένας Μαντά, Ψυχογιός 2006) αρχίζει καλά, θα έλεγα. Ξεκινά το 1935, με κέντρο μια οικογένεια της Κωνσταντινούπολης, από την οποία και η ίδια η συγγραφέας κατάγεται. Δίνεται ωραία η ατμόσφαιρα της Πόλης και της εποχής, τα αυστηρά ήθη, οι σχέσεις των ανθρώπων, τα βάσανα των Ελλήνων, που εκεί που φαίνεται να ζουν ειρηνικά και αρμονικά, δέχονται το ένα πλήγμα μετά το άλλο. Παρακολουθώντας την πορεία των ηρώων της, μαθαίνουμε για ένα νόμο του 1942 (Varlik vergisi), κεφαλικό φόρο περιουσίας, που άλλους άφησε πάμπτωχους και άλλους εξόντωσε σε καταναγκαστικές εργασίες. Τα χρόνια περνούν, οι Έλληνες ξαναδημιουργούνται, παρακολουθούμε το μεγάλωμα της ηρωίδας, της Θεανώς, μιας πανέμορφης κοπέλας, και το γάμο της. Κράτησε όμως πολύ λίγο. Το 1955 καινούργια και πολύ πιο τρομακτικά γεγονότα ακολουθούν. Είναι τα γνωστά ως Σεπτεμβριανά, η φοβερή νύχτα που ο τουρκικός όχλος λεηλάτησε, έκαψε, σκότωσε, βίασε, με αφορμή το δικό μας ξεσηκωμό. Η Θεανώ, έγκυος, βιάζεται από 5 Τούρκους, χάνει το παιδί της, ενώ ο άντρας της σκοτώνεται μπροστά στα μάτια της. Τα γεγονότα αυτά θα την μεταβάλουν σε μια "λύκαινα". Γίνεται δυνατή, ώστε να συνεχίσει τη ζωή της, διατηρώντας το μαγαζί που είχε ο άντρας της, αλλά η ψυχή της είναι γεμάτη μίσος. Φτάνει στο σημείο να σκοτώσει με τα χέρια της ένα Τούρκο και, με τη βοήθεια ενός ξαδέρφου της, να τον θάψει στο υπόγειο του μαγαζιού της. Το 1964, με αφορμή και πάλι την Κύπρο, οι Τούρκοι εξαπολύουν νέο κύμα διωγμών, αυτή τη φορά πιο "πολιτισμένα". Διώχνουν όλους του Έλληνες υπηκόους, ανάμεσά τους και τη Θεανώ.
Αν το βιβλίο σταματούσε ως εδώ, δεν θα ήταν άσχημο, παρόλη την κοινοτοπία του θέματος, που το έχουμε διαβάσει (και δει, παράδειγμα η ωραία "Πολίτικη κουζίνα") αρκετές φορές. Από κει και πέρα όμως (και είναι το μεγαλύτερο μέρος) η Θεανώ έρχεται στην Αθήνα και καταφέρνει, με την τέχνη της μοδίστρας που ήξερε, να ορθοποδήσει. Αλλά, φευ, δεν της είναι αρκετό. Η λύκαινα ζει ακόμα μέσα της. Τελείως αδικαιολόγητα θέλει να εκδικηθεί τη γυναίκα που, όσο αυστηρή κι αν υπήρξε μαζί της, όσο κι αν την πρόσβαλε αποκαλώντας την "τουρκόσπορο", της έδωσε την ευκαιρία να δουλέψει και να αναδειχτεί στον οίκο μόδας που είχε. Κι όμως η Θεανώ τα φτιάχνει πρώτα με το γιο της, τον εγκαταλείπει, εκείνος το ρίχνει στο ποτό, για να τα φτιάξει μετά με τον σύζυγο της εργοδότριάς της, να μείνει έγκυος απ' αυτόν και μετά...να παντρευτεί το γιο του. Τρελά πράγματα. Το μισό περίπου βιβλίο (αυτό που διαδραματίζεται στην Αθήνα) είναι όλο διάλογοι και ερωτικές συναντήσεις. Είναι οι δεακετίες του 60 και 70, τίποτα όμως δεν μαθαίνουμε, τίποτα άλλο δεν συμβαίνει εκτός από τους έρωτες της Θεανώς, πότε με τον ένα, πότε με τον άλλο. Κάποια στιγμή η συγγραφέας θυμάται τη δικτατορία και την προσπερνά με μια παράγραφο. Τίποτα από το περιβάλλον της Αθήνας, τίποτα από την εποχή. Το δεύτερο μισό του βιβλίου είναι ένα σκέτο "¨Αρλεκιν". Θα εξομολογηθώ την αμαρτία μου: 'Εφτασα ως το τέλος μόνο πηδώντας διαλόγους και σελίδες!