Δευτέρα, Απριλίου 03, 2017

Βραδιές μπαλέτου

Αλέξης Πανσέληνος
Βραδιές μπαλέτου
Μεταίχμιο, 2016
(α΄έκδοση, 1991)
[ebook]
Το αγόρασα για δυο κυρίως λόγους: Πρώτο, γιατί μου άρεσαν οι "Σκοτεινές επιγραφές" του ίδιου συγγραφέα και δεύτερο, λόγω της ευχέρειας απόκτησής του, μια και κυκλοφορεί και σε ψηφιακή μορφή. Αν όμως ήξερα σε τι λαβύρινθο θα περιπλανιόμουν, ίσως να μην αποτολμούσα την ανάγνωσή του.
Το μυθιστόρημα ανοίγει με μια ομάδα νέων ανθρώπων, ηθοποιών, και κυρίως  χορευτών της Λυρικής, με κεντρικό πρόσωπο μια νεαρή χορεύτρια, την Κάτια, που αγωνίζεται να ξεχωρίσει, να ανέβει καλλιτεχνικά. Ίντρικες, αντιζηλίες, φιλίες, λοξοί δρόμοι εκμετάλλευσης κρατικών πόρων χαρακτηρίζουν όλο αυτό το πλήθος. Τη νεαρή Κάτια έχει ερωτευτεί και βοηθά στην προσπάθειά της να ξεχωρίσει, ένας πολύ ηλικιωμένος, ο Γιώργης Μορφονιός που, εκτός από την τεράστια ηλικιακή διαφορά που έχει με την Κάτια, σε αντίφαση με το όνομά του, είναι και κακάσχημος. Όταν πεθαίνει, αφήνει στη διαθήκη του ένα ακίνητο για τη νεαρή Κάτια. Η σύζυγος και ο γιος του αντιδρούν βεβαίως, η δε Κάτια ζητά να διαβάσει το ημερολόγιο που κρατούσε ο γέρος, θέλοντας να διαπιστώσει την ειλικρίνεια των αισθημάτων του για κείνη.
Αυτός είναι ο βασικός καμβάς του μυθιστορήματος. Αλλά από κει και πέρα αρχίζουν τα δύσκολα. Το ημερολόγιο, που βρίσκεται στην κατοχή δυο άλλων υπέργηρων φίλων του Μορφονιού, είναι σχεδόν ένα μυθιστόρημα μέσα στο μυθιστόρημα. Ο συγγραφέας του ανατρέχει σ' ολόκληρη τη ζωή του, συνυφασμένη με την ιστορία του τόπου. Εξιστορεί τη φιλία του με τους άλλους δυο συνομήλικούς του, τον Παρασκευαΐδη και τον Μαρκέα, αναφέρει τις οικογενειακές τους σχέσεις τοποθετώντας τες βεβαίως στο ιστορικό πλαίσιο. Οι χρόνοι της αφήγησης διαπλέκονται. Για παράδειγμα, από την αφήγηση γεγονότων που αναφέρονται στη Χούντα ('67-'74) πάει χρόνια πίσω στη δικτατορία του Μεταξά,  όταν γνωρίστηκαν οι τρεις, γέροι τώρα πια, φίλοι. Χωρίς προειδοποίηση μεταπηδά στην Κατοχή, στον Εμφύλιο, πηγαινοέρχεται στο παρόν του μυθιστορήματος (τέλος της δεκαετία του '80), συνειρμικά, χωρίς χρονική ακολουθία. Ο αναγνώστης χάνεται μέσα σ' αυτό το αφηγηματικό πέλαγος προσπαθώντας να θυμηθεί τα πολυάριθμα πρόσωπα και τις σχέσεις τους. Μια επιπλέον δυσκολία είναι το ότι τα πρόσωπα δεν αναφέρονται πάντα με το ίδιο όνομα. Π.χ. ο Μαρκέας άλλοτε αναφέρεται ως Σωτήρης, άλλοτε ως Γκαντέμης ή απλώς Γκ. Ο Παρασκευαΐδης άλλοτε είναι ο Μάριος, άλλοτε Δον Πάτσο κ.ο.κ. Αν σκεφτούμε τις γυναίκες των πιο πάνω, τους γιους τους, τα δεκάδες άλλα πρόσωπα που κυκλοφορούν στο μυθιστόρημα, διερωτάσαι γιατί ο συγγραφέας θέλησε να μας υποβάλει σ' ένα τέτοιο μαρτύριο!
Τα δυο μέρη του μυθιστορήματος, ο κόσμος της Τέχνης και οι καταγραφές του ημερολογίου, έχουν μια πολύ χαλαρή σύνδεση μεταξύ τους. Εντούτοις το μυθιστόρημα δεν παύει να έχει ενδιαφέρον. Δεν είναι μόνο τα γεγονότα του πρόσφατου, σχετικά, παρελθόντος που προσελκύουν την προσοχή μας. Είναι προπάντων η κριτική ματιά με την οποία τα βλέπει τώρα πια ο ηλικιωμένος συγγραφέας. Κριτική για τις ιδεολογίες, γι' αυτούς που πίστεψαν και αγωνίστηκαν για τα πιστεύω τους κι αυτούς που εκμεταλλεύτηκαν τους αγώνες και τις θυσίες των άλλων. Αποδομεί ινδάλματα, τον Σεφέρη, τον Θεοτοκά, τη Λαμπέτη (Γράφει για τον Σεφέρη:"Αυτός ο μελαγχολικός απολογητής μιας γενιάς και μιας τάξης που κυλίστηκε παφλάζοντας μέσα στις λάσπες της 4ης Αυγούστου ευτύχησε παρομοίως "ν' ακουμπήσει όλη η Ελλάδα στο φέρετρό του". Είδα αμέτρητους αριστερούς στην κηδεία εκείνου που υπήρξε ο spokesman του Ι. Μεταξά προς τους ανταποκριτές του ξένου Τύπου-τότε που ο Γκαντέμης κι ο Δ.Π. τρώγαν ξύλο κι έλιωναν με τα πισινά τους τις παγοκολόνες του Φιξ. Decidement, η νεότερη ιστορία στον τόπο μας γράφεται το ίδιο ελαφρά τη καρδία όπως και η παλιά της"). Η ψυχολογία του ηλικιωμένου, σκέψεις για τα γηρατειά, ύστερα μια ανάμνηση από εκδρομή στους Δελφούς. "Ήμασταν εκεί, μοιραστήκαμε μια φέτα της ζωής που έτρεχε γοργά κάτω απ' τα πόδια όλων μας. Άνθρωποι χωρίς τίποτα κοινό-ούτε πόθους ούτε σκοπούς, ούτε τις ίδιες πληγές, ούτε την ίδια αμοιβή να μας προσμένει. Ήμασταν όμως κάποτε μαζί". Άλλοτε ξαναγυρίζει στα νιάτα του: "Μόνο γιατί ήμασταν νέοι έγινε κι αντέξαμε τόσα χρόνια! Μόνο γιατί το σώμα μπορούσε να τα ξεκεφαλώσει με το κρύο, με την πείνα, με τον ποδαρόδρομο".
Κι όταν ο φίλος του αντιδρά στην κοινοποίηση του ημερολογίου, τον αντιμετωπίζει με τη θλιβερή διαπίστωση: "Για τ' όνομα του Θεού Μάριε! Καταλαβαίνεις ή δεν καταλαβαίνεις πως οι περισσότεροι από τους ανθρώπους εκείνους έχουν πεθάνει κι έχουν λησμονηθεί; Ότι όσοι ζουν έχουν αποσυρθεί από τα εγκόσμια; Ότι κανείς δεν θυμάται ούτε τι ήσαν ούτε τι ρόλο έπαιξαν ούτε πότε ήταν που τον έπαιξαν αυτό τον ρόλο, ούτε ενδιαφέρεται να το μάθει; Πού ζεις λοιπόν;"
Δεν βρίσκω καταλληλότερο χαρακτηρισμό γι' αυτό το βιβλίο από την άποψη της Σταυρούλας Παπασπύρου: "Αλλόκοτο εγχειρίδιο εθνικής αυτογνωσίας" (Lifo, 16.12.2016).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου