Julian Barnes
Η μοναδική ιστορία
Μεταίχμιο, 2018
Μετ. Κατερίνα Σχινά
Η μοναδική ιστορία
Μεταίχμιο, 2018
Μετ. Κατερίνα Σχινά
Έχω διαβάσει τα περισσότερα από τα μεταφρασμένα στα ελληνικά βιβλία του Julian Barnes, που θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους βρετανούς συγγραφείς. Δυο κυρίως με είχαν ενθουσιάσει: Το "Ένα κάποιο τέλος" (βραβείο Booker 2011) και το "Χωρίς να φοβάμαι τίποτα πια". Αλλά, είτε μου άρεσαν περισσότερο ή λιγότερο, δεν παύουν να είναι δημιουργήματα υψηλής λογοτεχνικής πνοής. Ό,τι κι αν γράφει το γράφει με περίτεχνη γλώσσα, η φράση του χωρίς να σε δυσκολεύει διατυπώνεται με πρωτοτυπία ξεφεύγοντας από την κοινή και τετριμμένη έκφραση. Ένα άλλο γνώρισμα της γραφής του Barnes είναι ο ελεγειακός τόνος. Τα κείμενά του "στάζουν" μελαγχολία, ακόμα κι αυτά, όπως το τελευταίο, που μιλούν για ευχάριστα συμβάντα όπως ο έρωτας. Είναι όμως μια μελαγχολία που δεν σε καταθλίβει, μια μελαγχολία σύμφυτη με την ύπαρξη. Σκέψεις με καθολικό περιεχόμενο παρεμβάλλονται στην υπόθεση. Σκέψεις που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν αποφθεγματικές. Για τη ζωή, τον θάνατο, τον έρωτα, τα νιάτα, τον χρόνο, τη μνήμη...
Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά τα συναντάμε και σ' αυτό το τελευταίο του βιβλίο. Τι σημαίνει ο τίτλος; Ποια είναι "Η μοναδική ιστορία"; "Βλέπεις ένα ζευγάρι και σου φαίνεται ότι βαριούνται αφόρητα ο ένας τον άλλον. Σου είναι αδύνατον να φανταστείς ότι έχουν οτιδήποτε κοινό, αναρωτιέσαι γιατί εξακολουθούν να ζουν μαζί. Αλλά δεν είναι απλώς συνήθεια, δεν είναι βόλεμα, δεν είναι εφησυχασμός, δεν είναι σύμβαση, δεν είναι οτιδήποτε τέτοιο. Είναι γιατί κάποτε, είχαν την ερωτική τους ιστορία. Όλοι είχαν. Είναι η μοναδική ιστορία".
Πάνω σε μια τέτοια ιστορία κτίζει ο Barnes το βιβλίο του. Μια ιστορία που του χρησιμεύει ως καμβάς πάνω στον οποίο να υφάνει όλες τις άλλες σκέψεις και προβληματισμούς του. Στις αρχές της δεκαετίας του '60 ένας δεκαεννιάχρονος νεαρός, ο Πολ Κέιζι, που ζει με τους γονείς του σ' ένα προάστιο του Λονδίνου, γνωρίζει στο τοπικό κλαμπ του τένις τη σαραντάχρονη Σούζαν, παντρεμένη και με δύο ενήλικες κόρες. Ο ερωτικός δεσμός του Πολ και της Σούζαν σοκάρει τη μικρή, συντηρητική κοινωνία του Βίλατς, του οποίου τόσο το φυσικό όσο και το κοινωνικό περιβάλλον ο συγγραφέας περιγράφει με αριστοτεχνική συντομία. Οι δυο εραστές αποφασίζουν να ζήσουν στο Λονδίνο.
Καθώς τα χρόνια περνούν ο δεσμός σιγά-σιγά φθίνει. Η Σούζαν καταφεύγει στον αλκοολισμό και βυθίζεται στην κατάθλιψη. Το τέλος μελαγχολικό, αλλά αναπόφευκτο. Όμως, ώσπου να φτάσει στην τελευταία σελίδα, στην τελευταία γραμμή, ο συγγραφέας κατέγραψε πλήθος συναισθημάτων, σκέψεων, προβληματισμών, πάντα σε σχέση με τον έρωτα. Αναφέρθηκε στην ιδιαίτερη γλώσσα που χρησιμοποιεί ένα ζευγάρι εραστών, στη λειτουργία της ανάμνησης όταν τα χρόνια περάσουν (προσπαθεί να θυμηθεί το σώμα της, ένα κορσέ που φορούσε εκείνη, πόσες φορές έκαναν έρωτα κ. ά). Μιλάει για την αντίδραση του συζύγου και των θυγατέρων της, για τον καταστρεμμένο έρωτα (Ο κατεστραμμένος έρωτας διατηρεί τα κατάλοιπα, την ανάμνηση του αλλοτινού, υπέροχου έρωτα- κάπου βαθιά, όπου κανείς από τους δυο δεν θέλει να σκάψει").
Το βιβλίο αποτελείται από τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος η αφήγηση γίνεται στο πρώτο πρόσωπο. Εδώ κυριαρχεί ο έρωτας Πολ-Σούζαν. Στο δεύτερο μέρος το πρώτο πρόσωπο συμφύρεται μ' ένα άγνωστο "εσύ". Ο συγγραφέας άραγε απευθύνεται στον εαυτό του ή στον καθένα από μας; Τέλος, στο τρίτο μέρος το πρώτο πρόσωπο γίνεται εν μέρει τρίτο. Η αφήγηση πιο απόμακρη, πιο αποστασιοποιημένη.
Αν η καλή λογοτεχνία δεν έχει (ή δεν πρέπει να έχει) σκοπό μόνο την προσωρινή τέρψη αλλά την εις βάθος αναμόχλευση σκέψεων και συναισθημάτων, σίγουρα σ' αυτήν πρέπει να κατατάξουμε και το καινούριο βιβλίο του Julian Barnes.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου