Δημήτρης Παπαχρήστος
Γεώργιος Βιζυηνός (Ο τρυφερόκαρδος κύριος Γ.Β.)
Σειρά: "Βίοι Αγίων-Υπόγειες διαδρομές.
Εκδ. Ηλέκτρα, 2005
Όταν στο δημοτικό σχολείο απαγγέλλαμε
"Στου σπιτιού μας την αυλή
γάβου γάβου το σκυλί..."
ή διαβάζαμε εκείνον τον τόσο συγκινητικό διάλογο του ναυτόπουλου με τη μάνα του, όπου εκείνη του 'λεγε "παιδί μου ώρα σου καλή" κι εκείνο τη διαβεβαίωνε "μάνα μην κλαις θα ξαναρθώ", ή όταν με βουρκωμένα μάτια διαβάζαμε τον "Παλαιολόγο" που, μαρμαρωμένος, δεν πέθανε αλλά κοιμάται, μαθαίναμε πως όλ' αυτά τα είχε γράψει κάποιος ποιητής με το παράξενο όνομα Βιζυηνός. Έπρεπε να μεγαλώσουμε, να διαβάσουμε ξανά και ξανά τα υπέροχα διηγήματά του, να συγκινηθούμε με τις περιπέτειες του βίου του, για να εκτιμήσουμε όσο έπρεπε τον Γεώργιο Βιζυηνό. Έχουν περάσει πάνω από εκατό χρόνια από τον θάνατό του (1896). Κι όμως εξακολουθούν ακόμα να εκδίδονται τα έργα του, να γράφονται μελέτες γι' αυτά, να παρατίθενται καινούρια στοιχεία στη βιογραφία του.
Το βιβλίο του Δημήτρη Παπαχρήστου στη σειρά των εκδόσεων "Ηλέκτρα" που τιτλοφορείται "Βίοι Αγίων", έρχεται να ρίξει μια ακόμα ματιά στη ζωή και το έργο του Βιζυηνού. Δύσκολο να ενταχθεί σε συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος. Δεν είναι βιογραφία, δεν είναι κριτική μελέτη. Είναι ένας συνδυασμός βιογραφικών στοιχείων, αποσπασμάτων από έργα του, αναφορά σε κρίσεις γι' αυτόν, αλλά προπάντων είναι μια έκφραση αγάπης του συγγραφέα για τον ιδιόρρυθμο Γεώργιο Βιζυηνό, στον οποίο αναφέρεται ως τον "Τρυφερόκαρδο κύριο Γ.Β."
Γεννημένος στο μικρό, τουρκοκρατούμενο χωριό Βιζύη της Θράκης, ο Βιζυηνός γνώρισε από μικρός τον θάνατο. Του πατέρα του πρώτα, μετά ενός αδερφού του, μιας αδερφής σε βρεφική ηλικία ("Το αμάρτημα της μητρός μου"), αργότερα μιας υιοθετημένης αδερφής. Η φτώχεια τον φέρνει στην Κωσταντινούπολη ως μαθητευόμενο ραφτάκι. Η γνωριμία μ' έναν πλούσιο έμπορο από την Κύπρο, τον Γιάγκο Τσελεπή, οδηγεί τα βήματά του στο νησί, υπό την προστασία του Αρχιεπισκόπου Σωφρονίου. (Πού να το 'ξερα όταν μικρή έπαιζα στη γειτονιά του Τρυπιώτη, όπου και μεγάλωσα, ότι τους ίδιους δρόμους περπάτησε ο Βιζυηνός, εκεί έζησε για τέσσερα χρόνια, εκεί ερωτεύτηκε ένα νέο κορίτσι, την Ελένη Φυσεντζίδου, γεγονός που οδήγησε το διώξιμό του από την Κύπρο!)
Ξανά στην Κωσταντινούπολη, από εκεί στη Χάλκη, αλλά η εκκλησιαστική ζωή δεν ήταν στη φύση του. Ένας άλλος πλούσιος ομογενής, ο Γεώργιος Ζαρίφης, θα γίνει ο μεγάλος προστάτης του, αυτός που θα χρηματοδοτήσει τις σπουδές που πάντα ονειρευόταν, στη Φιλοσοφική Αθηνών. "Η Αθήνα ήταν το κέντρο της ελεύθερης Ελλάδας, η απτή πραγματικότητά της: σπασμένα μάρμαρα, μεγαλειώδη ερείπια ενός ένδοξου παρελθόντος, να αιωρούνται μέσα στην πλημμυρίδα ενός υπέρλαμπρου ήλιου, αλλά και βρώμα και φτώχεια, και χαμόσπιτα, πενιχρή κληρονομιά τεσσάρων αιώνων ανατολίτικης παρουσίας. Εξήντα χιλιάδες ψυχές που ονειρεύονταν την Πόλη, τη βασιλεύουσα, το "μέγα μοναστήρι".
Από εκεί θα βρεθεί στη Γερμανία, στη Γοτίγγη πρώτα, στο Βερολίνο μετά, εκπονεί τη διδακτορική του διατριβή. Στην Αθήνα όμως άδικα προσπαθεί να εξασφαλίσει την υφηγεσία στο Πανεπιστήμιο. "Οι νεωτερικές απόψεις του για τη φιλοσοφία και την ψυχολογία απορρίπτονται από το πνευματικό κατεστημένο, που έχει εδραιωθεί στο πανεπιστήμιο, τις εφημερίδες και τα περιοδικά".
Δημοσιεύει ποίηση, βραβεύεται σε σχετικούς διαγωνισμούς, προωθεί τη συλλογή λαογραφικών στοιχείων, προσπαθεί να βρει συνεταίρους και χρηματοδότες για εκμετάλλευση μεταλλείων χρυσού που βρίσκονται στη Θράκη, όχι μακριά από το χωριό του. Αλλά οι ενδείξεις για την επερχόμενη τρέλα είναι ήδη παρούσες: "Η κατασπατάληση των δυνάμεών του, η βαθιά απογοήτευση, η καθημερινή ένδεια, ο παραγκωνισμός της προσωπικότητας και του έργου του, λειτούργησαν σαν θερμοκήπιο μέσα του, ένα θερμοκήπιο που θα βοηθούσε να ξεδιπλωθεί σε όλη της τη φρίκη η ασθένειά του. Μίλησε στον γιατρό για αϋπνίες, νευρικότητα, αστάθεια, διαρκή κόπωση και τσιμπιές βαθιά στα κόκαλά του, όμως εκείνος δεν μπόρεσε να βρει τι έχει..."
Το 1892 οι φίλοι του διαπιστώνουν ότι πρέπει πια να τύχει θεραπείας στο Δρομοκαΐτειο. Εκεί θα παραμείνει για τέσσερα χρόνια, ενώ στα φωτεινά διαλείμματα της τρέλας του συζητά ή γράφει και πάλι ποίηση. Είναι πραγματικά εξαιρετικές οι τελευταίες σελίδες του βιβλίου του Παπαχρήστου. Η αντίθεση ανάμεσα στην πανηγυρική ατμόσφαιρα της Αθήνας, που γιορτάζει την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων, και του θανάτου του Βιζυηνού, καθιστά τον θάνατο ακόμα πιο τραγικό. Είναι η 16η Απριλίου 1896. Τον επικήδειο εκφωνεί ο Κωστής Παλαμάς. Τάφηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών και στον απέριττο τάφο του χαράκτηκαν οι στίχοι του:
Κι αντηχούνε στη μαύρη σιγή
τα πικρά, τα πικρά μου τραγούδια.
Ωραίο βιβλίο. Όχι όμως (για μένα ) στις προτεραιότητες μου. Άλλωστε έχω στη σκέψη μου ν αρχίσω κάποια στιγμή να διαβάζω παλιά βιβλία Ελλήνων συγγραφέων που έχω στη βιβλιοθήκη από πολλά χρόνια και πολλά δεν τα έχω διαβάσει.....
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλά κάνεις. Αυτό που παρουσίασα είναι καλύτερα να διαβαστεί από όσους ξέρουν το έργο του Βιζυηνού, έχουν δηλαδή διαβάσει ήδη τα διηγήματά του.
ΑπάντησηΔιαγραφή