Θεόδωρος Γρηγοριάδης
Ζωή μεθόρια
Πατάκης, 2015
Ζωή μεθόρια
Πατάκης, 2015
Πολύ συχνά, όταν πρόκειται να γράψω τις επιφυλάξεις μου για ένα βιβλίο, διστάζω, αμφιταλαντεύομαι, έχω τις αμφιβολίες μου, όταν το συγκεκριμένο βιβλίο έχει επαινεθεί από την κριτική. Ποια είμαι εγώ, σκέφτομαι, μια απλή φιλόλογος με πάθος για τα βιβλία, που θα διαφωνήσω με τόσο επώνυμους κριτικούς; Κι όμως δεν μπορώ παρά να εκφράσω με ειλικρίνεια τις σκέψεις μου. Άλλωστε, το έχω ξαναγράψει, διατηρώ εδώ και εννέα χρόνια αυτό το blog, όχι μόνο για τους άλλους αλλά και σαν ένα ημερολόγιο αναγνώσεων για μένα την ίδια.
Για άλλη μια φορά με απαχόλησε αυτό το δίλημμα, τελειώνοντας το βιβλίο του Θεόδωρου Γρηγοριάδη "Ζωή μεθόρια", για το οποίο όσο κι αν έψαξα, όσες κριτικές κι αν διάβασα, δεν βρήκα μια έστω μικρή επιφύλαξη, μια αρνητική παρατήρηση. Κάποιες επιφυλάξεις είχα και για το μυθιστόρημα "Το μυστικό της Έλλης" του ίδιου, το οποίο είχα χαρακτηρίσει ως "καλλιτεχνική φωτογραφία". Νομίζω πως ο χαρακτηρισμός ισχύει και για το καινούριο του μυθιστόρημα. Με "Το μυστικό της Έλλης" ο Γρηγοριάδης φωτογράφιζε την εποχή μας, την εποχή της κρίσης, της ανεργίας, της φτώχειας. Με το "Ζωή μεθόρια" πάει πίσω στη δεκαετία του '80. Την εποχή των αλλαγών, του ΠΑΣΟΚ, της ελευθερίας που ο κόσμος ήθελε να απολαύσει μετά την πτώση της δικτατορίας.
Ο τίτλος μπορεί να διαβαστεί κυριολεκτικά ή μεταφορικά. Ζωή λέγεται η ηρωίδα του, καθηγήτρια Αγγλικών, που πρωτοδιορίζεται κάπου στα σύνορα, κοντά στον Έβρο. Διδυμότειχο, Ορεστιάδα, αργότερα Ξάνθη, αλλά και η Καβάλα, είναι οι χώροι όπου κινείται η Ζωή. Όμως και το ζωή με το ζ μικρό είναι γενικότερα η ζωή στα σύνορα. Αν κάτι αποδίδεται με επιτυχία από τον συγγραφέα είναι ακριβώς αυτή η ζωή: το κρύο, η ομίχλη, το μελαγχολικό τοπίο, η ερημιά και η παραμέληση των συνόρων από το ελληνικό κράτος. Λέει κάποια στιγμή ένας φαντάρος: "Ποια σύνορα; Κάτι νυσταγμένοι είμαστε από δω κι από κει. Με τρελαίνει αυτό, περιπολώ στις όχθες, πάνω στον λόφο, σε ένα ξύλινο παρατηρητήριο, να βλέπω τι απέναντι από το ποτάμι; Κάτι Τούρκοι, ταλαίπωροι κι αυτοί. Καταλαβαίνεις την παράνοια; Εκεί στην Αθήνα, κανείς δεν το νιώθει, όλοι αισθάνονται ασφαλείς μέσα στα διαμερίσματα. Εδώ είναι όλα ανοιχτά και περιφραγμένα μαζί. Άσε, γίναμε ψυχάκηδες, μας έφαγε η μοναξιά".
Δεν ξέρω αν η Ζωή μπορεί να θεωρηθεί αντιπροσωπευτικός τύπος εκείνης της γενιάς ή αν είναι η εξαίρεση. Είναι η γενιά που μπήκε στο Πανεπιστήμιο μετά την πτώση της χούντας, που ζει (έστω και καθυστερημένα σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο) την πολιτική και τη σεξουαλική απελευθέρωση. Η Ζωή είναι αριστερή σ' ένα μικρό κόμμα του 4%. Διαφέρει από τα τυπικά γυναικεία πρότυπα, δεν την ενδιαφέρει το νοικοκυριό ή το μαγείρεμα, κυκλοφορεί χωρίς ιδιαίτερη φροντίδα στο ντύσιμό της, έχει μια ελευθεριότητα που της επιτρέπει να συνάψει ερωτική σχέση με τον Γιάννη, που υπήρξε μαθητής της όταν δίδασκε σε φροντιστήριο ενηλίκων, στη συνέχεια μ' έναν γιατρό που την κούραρε μετά από ένα ατύχημά της. Δεν διστάζει, μόνη γυναίκα αυτή, να παρέμβει σε μια ντίσκο για να υπερασπιστεί κάποιους φαντάρους, ή να συχνάζει σε μια ταβέρνα που διατηρούσαν τρεις αδελφές και όπου η πελατεία δεν ήταν και τόσο αμέμπτου ηθικής. Η Ζωή είναι ταυτόχρονα κουλτουριάρα, με προτιμήσεις σε ταινίες της κινηματογραφικής Λέσχης και διαβάσματα όπως "Το αλεξανδρινό κουαρτέτο" ή το "Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο". "...μια νέα γυναίκα, επελευθερωμένη όσο μπορεί από κάτι κολλήματα κοινωνικά", όπως αυτοχαρακτηρίζεται η ίδια. Πώς μπορεί λοιπόν, ένας τέτοιος χαρακτήρας να πιστεύει σε μαντείες, να τρέχει σε μια γριά μάντισσα στα Πομακοχώρια για να της πει το μέλλον ή να πιστεύει πως όποιοι άνδρες συνδέονται μαζί της θα έχουν κακό τέλος; Η μεταφυσική διάσταση που δίνει στο μυθιστόρημά του ο συγγραφέας δεν συνάδει, νομίζω, με τον χαρακτήρα της ηρωίδας του.
Αντίθετη με βρίσκουν και οι σεξουαλικές σκηνές, όχι ασφαλώς λόγω πουριτανισμού, αλλά γιατί δεν τις βρίσκω απαραίτητες. Γιατί πρέπει να διαβάζουμε για διεισδύσεις και για υγρά; Τι προσφέρουν στο έργο; Θα τις δεχόμουν αν συνδυάζονταν οργανικά με το έργο. Π.χ. για την πληρέστερη απεικόνιση ενός χαρακτήρα, ή για να λειτουργήσουν ως κίνητρο για ένα έγκλημα, για να προωθήσουν τον μύθο κ.λπ. Τίποτε όμως από αυτά δεν συμβαίνει. Μου φαίνονται απλώς ως σκόπιμες, εμβόλιμες σκηνές για όποιους αρέσκονται σε τέτοιου είδους περιγραφές.
Και μια γενικότερη παρατήρηση που δεν αφορά μόνο το παρόν μυθιστόρημα, αλλά την πλειοψηφία της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις, η νεοελληνική λογοτεχνία διακρίνεται για μια εσωστρέφεια, έναν ομφαλοσκοπισμό. Κινείται γύρω από τα ίδια σχεδόν θέματα, το ιστορικό παρελθόν, απώτερο και πρόσφατο, τις προσωπικές ιστορίες, τα ατομικά ή οικογενειακά δράματα. Λείπει η πλατιά ματιά, ο προβληματισμός που μπορεί να αφορά και άλλους λαούς, οι παναθρώπινες ιδέες. Να γιατί συχνά βρίσκω αξιολογότερα βιβλία στην ξένη (έστω και μεταφρασμένη) λογοτεχνία, απ' ό,τι στην ελληνική.
(ebook)
Μου αρέσει η ειλικρίνεια αυτής της προσέγγισης. Ο δήθεν "κριτικές" που λέτε είναι κατευθυνόμενες παρουσιάσεις για εμπορικό σκοπό. Χαίρετε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ πολύ, με ενθαρρύνετε.
ΔιαγραφήΚάπως υπερβολική και απόλυτη νομίζω είναι αυτή η άποψη. Υπάρχουν και καλά ελληνικά βιβλία, αλλά συνήθως κινούνται γύρω από τα ίδια θέματα.
Διαγραφήθα συμφωνήσω απόλυτα με την τελευταία παράγραφο... σπάνια θα βρεις ένα 'νεοελληνικό' βιβλίο που θα καταφέρει τουλάχιστον να μη σε αηδιάσει...
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ απάντησή στο σχόλιό σας γράφτηκε κατά λάθος πιο πάνω.
Διαγραφήτον χαρακτηρισμό 'υπερβολική' να τον δεχτώ... το 'απόλυτο' δεν καταλαβαίνω από που έρχεται...
Διαγραφήπάντως ναι θα επιμείνω - και για μένα δεν είναι μόνο η θεματολογία που μου προκαλεί την αποστροφή, είναι κυρίως η ποιότητα της γραφής...