Ελένη Γιαννακάκη
Σκούρο γκρι, σχεδόν μαύρο
Πατάκης, 2016
(ebook)
Σκούρο γκρι, σχεδόν μαύρο
Πατάκης, 2016
(ebook)
Τη Γιαννακάκη την ήξερα από "Τα χερουβείμ της μοκέτας", ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο. Οι θετικές κριτικές (ειδικά του φίλτατου Βιβλιοκαφέ), καθώς και η ευχέρεια αγοράς του βιβλίου, μια και διατίθεται και σε ηλεκτρονική μορφή, ήταν δυο επιπλέον λόγοι για να διαβάσω το τελευταίο της βιβλίο, "Σκούρο γκρι, σχεδόν μαύρο".
Όλο το βιβλίο είναι ένας μακρύς μονόλογος μιας ηλικιωμένης γυναίκας, τεχνική που η συγγραφέας είχε χρησιμοποιήσει και στα "Χερουβείμ". Η ακριβής ηλικία δεν αναφέρεται, πρόκειται όμως για μια γυναίκα που πάσχει από Πάρκινσον, με αρχόμενη άνοια, κλεισμένη σ' ένα ίδρυμα-γηροκομείο, πλήρως εξαρτημένη από το προσωπικό για το πότε, τι και πώς θα φάει, για την καθαριότητα, για τις φυσικές της ανάγκες, για τα πάντα. Με σκαμπανεβάσματα, διακόπτοντας τις σκέψεις της με επαναφορά στη θλιβερή κατάσταση του παρόντος και στα παράπονά της για την αδιαφορία των ξένων γυναικών που τη φροντίζουν, με τον φόβο του σκοταδιού και του θανάτου, με διακοπές στην προσπάθειά της να θυμηθεί τις ακριβείς λέξεις αυτού που θέλει να πει, αναλογίζεται την περασμένη της ζωή. Τους πρόσφυγες από τη Μικρασία παππούδες, τη φτώχεια στην Κοκκινιά, τα δύσκολα χρόνια της Χούντας και την περιθωριοποίηση της οικογένειας λόγω των δεξιών φρονημάτων του πατέρα, θυμάται τον σύζυγο, τα αδέλφια, τα παιδιά και τα εγγόνια της. Γεμάτη παράπονα γιατί την εγκατέλειψαν σ' αυτό το άξενο περιβάλλον, έτοιμη όμως να δικαιολογήσει τη στάση τους, για να φτάσει τέλος στην κατανόηση, όταν θυμάται τη δική της στάση απέναντι στη μητέρα της. Είναι ακριβώς το σημείο όπου η αφήγηση ξυπνά το ενδιαφέρον του αναγνώστη, γιατί κατά τα άλλα ο εκτενής διάλογος κυλάει μονότονα, με επαναλήψεις και παλινωδίες. Η ανάμνηση της σχέσης με τη δική της μητέρα, για το θάνατο της οποίας κάτι βαραίνει τη συνείδησή της, γίνεται αφορμή να δείξει ακόμη μεγαλύτερη κατανόηση για τη στάση των παιδιών της. Και ο αναγνώστης διερωτάται: Μήπως αυτή είναι αναπόφευκτη φυσική αναγκαιότητα;
Το βιβλίο σου αφήνει μια στενοχώρια, μια πικρή γεύση. "Κακό πράμα τα γηρατειά", λέει κάποια στιγμή η αφηγήτρια. Αυτό πράγματι κατορθώνει να δείξει με όλη αυτή την παραληρηματική εξομολόγηση. "Ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά", εύχεται η Εκκλησία να είναι τα τέλη της ζωής μας. Η ευχή ξανάρχεται στη σκέψη καθώς διαβάζουμε τον μονόλογο της ηρωίδας της Γιαννακάκη.
"Ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά¨ η φράση ήρθε στη σκέψη μου προχθές που μιλούσαμε στο imo....Αλλά δεν πρόλαβα να την αναφέρω....η ροή του λόγου πήρε άλλα μονοπάτια...
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό ακριβώς θα σκέφτεσαι αν διαβάσεις αυτό το βιβλίο.
ΔιαγραφήΕξηγείς ιδιαίτερα τη σχέση-της με τη μητέρα-της ως απώτερη αιτία και της δικής-της νομοτελειακής (;) εγκατάλειψης.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚι αυτό με έβαλε ξανά σε σκέψεις...
Π.Φ.
Έτσι τουλάχιστον το "διάβασα", βρίσκοντάς το και το πιο ενδιαφέρον μέρος του βιβλίου. Πολλές προσωπικές εμπειρίες συνηγορούν υπέρ της λογοτεχνικής οπτικής, όπως την "εισέπραξα".
ΑπάντησηΔιαγραφή