Bernhard Schlink
Όλγα
Μετ. Απόστολος Στραγαλινός
Κριτική, 2018
Όλγα
Μετ. Απόστολος Στραγαλινός
Κριτική, 2018
Παρακολουθώ τον Bernhard Schlink από τότε που μαγεύτηκα με το εξαιρετικό Διαβάζοντας στη Χάννα. Το Σαββατοκύριακο, Ερωτικές αποδράσεις, Απόδοση δικαιοσύνης, Τα ίχνη του χρήματος, Ο γόρδιος φιόγκος, Ο γυρισμός, είναι μερικά από τα βιβλία του που μου κράτησαν ωραία αναγνωστική συντροφιά. Σε όλα σχεδόν, όποιο κι αν είναι το κύριο θέμα, πάντα παρεισφρέει, άλλοτε λιγότερο άλλοτε περισσότερο, η αναφορά στο γερμανικό παρελθόν. Σαν να αισθάνεται να τον βαραίνει μια ενοχή για την οποία θέλει να εξιλεωθεί. Σαν να κουβαλάει τη συλλογική ευθύνη του έθνους του από την οποία θέλει να το απαλλάξει. Ίχνη αυτής της τάσης διακρίνουμε και σ' αυτό το βιβλίο. Ένα βιβλίο στο οποίο κάτω από την ερωτική ιστορία που δεσπόζει, υποβόσκει ένας αιώνας ιστορίας.
Κι εδώ, όπως και στη Χάννα, κεντρικό πρόσωπο είναι μια γυναίκα, η Όλγα. Η ακριβής χρονολογία γέννησής της δεν αναφέρεται, εικάζουμε όμως ότι πρέπει να γεννήθηκε στο τέλος του 19ου αι. Από φτωχή οικογένεια, με πατέρα φορτοεκφορτωτή και μητέρα πλύστρα, μένοντας από μικρή ορφανή, μεγαλώνει κοντά στη γιαγιά της με την οποία ποτέ δεν μπόρεσε να συνεννοηθεί. Μικρή η Όλγα κάνει παρέα με δυο αδέλφια, τη Βικτώρια και τον Χέρμπερτ, παιδιά ενός πλούσιου γαιοκτήμονα, από μια άλλη κοινωνική τάξη, πολύ διαφορετική από τη δική της. Καθώς μεγαλώνουν η αρχική συμπάθεια και φιλία Όλγας-Χέρμπερτ εξελίσσεται σ' ένα μεγάλο έρωτα. Η οικογένεια εκείνου βέβαια δεν μπορεί να εγκρίνει έναν τέτοιο δεσμό, πολύ περισσότερο έναν γάμο.
Καθώς τα χρόνια περνούν η Όλγα κατορθώνει να σπουδάσει, να γίνει δασκάλα, ενώ ο Χέρμπερτ κατατάσσεται στη φρουρά του πεζικού και εθελοντικά συμμετέχει στη "δύναμη προστασίας της Γερμανικής Νοτιοδυτικής Αφρικής". Ουσιαστικά στην υπεράσπιση των Γερμανικών αποικιών. Της γράφει υπερασπιζόμενος την ιδέα της ανωτερότητας της Γερμανικής φυλής: "Οι μαύροι εξεγείρονται και προσπαθούν να καταλάβουν την εξουσία. Δεν πρέπει να το πετύχουν. Η νίκη μας θα είναι ευλογία και για κείνους και για εμάς. Αποτελούν μια φυλή που βρίσκεται ακόμα στη χαμηλότερη πολιτισμική στάθμη (...) ακόμα κι αν τους παρείχαμε μόρφωση, δεν θα έφτανε ποτέ στην ψυχή τους. Αν επικρατήσουν οι μαύροι, η εξέλιξη αυτή θα 'ναι τρομερό πλήγμα για ολόκληρο τον πολιτισμένο κόσμο".
Οι συναντήσεις των δυο ερωτευμένων είναι πια αραιές, σύντομες και με κάθε μυστικότητα. Ο Χέρμπερντ δεν διακρίνεται μόνο από το πνεύμα της υπεροχής. Είναι κι ένα ανήσυχο πνεύμα. Γυρίζει για λίγο μόνο στη Γερμανία (Πρωσία) για να ξαναφύγει άλλοτε για την Αργεντινή, τη Βραζιλία, τη Σιβηρία και αλλού. Όταν ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος ξεσπά, εκείνος βρίσκεται στην Αρκτική επιδιώκοντας να φτάσει στον Βόρειο Πόλο. Με αδρές πινελιές ζωγραφίζεται η φρίκη του πολέμου, ενώ ο τριτοπρόσωπος αφηγητής του πρώτου μέρους του μυθιστορήματος δηλώνει: "Ξανά ο στόχος ήταν να μεγαλώσει ακόμα πιο πολύ η Γερμανία, περισσότερο απ' όσο το ήθελε και το κατόρθωσε ο Μπίσμαρκ στα χρόνια του. Και για να επιτευχθεί τούτο, τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο έπρεπε να τον ακολουθήσει ένας δεύτερος".
Στο δεύτερο μέρος η αφήγηση γίνεται πρωτοπρόσωπη. Έχουν περάει αρκετά χρόνια, έχει περάσει και ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος. Αφηγητής τώρα είναι το παιδί μιας οικογένειας στην οποία η Όλγα, έχοντας απολυθεί από δασκάλα, δούλευε ως μοδίστρα. Εκείνη του αφηγείται ιστορίες από τη ζωή της, για τον Χέρμπερτ που χάθηκε στη Αρκτική, για τους πολέμους...Καθώς ο αφηγητής μεγαλώνει, η σχέση του με την Όλγα εξελίσσεται σε μια ωραία φιλία. Κάνουν περιπάτους, επισκέπτονται μουσεία, συζητούν, ανταλλάσσουν σκέψεις, ως το θάνατό της.
Το τρίτο μέρος του βιβλίου πιστεύω είναι το πιο ωραίο, το πιο ενδιαφέρον, το πιο συναισθηματικό. Αποτελείται ουσιαστικά από ανεπίδοτες επιστολές της Όλγας προς τον Χέρμπερτ που έστελλε σε ποστ ρεστάντ στο Τρόμσο της Νορβηγίας, σταθμό των αποστολών της Αρκτικής και τις οποίες ο αφηγητής (που δεν μαθαίνουμε ποτέ το όνομά του) αξασφάλισε από ένα παλαιοπωλείο. Πρόκειται για 31 επιστολές που εκτείνονται χρονικά από το 1913 ως το 1915, ενώ υπάρχουν και δύο του 1936, μία του 1939, μία του 1956 και μία του 1971. Η Όλγα εξακολούθησε να γράφει κι όταν, κατά πάσα πιθανότητα, εκείνος δεν ζούσε πια.
Μέσα από τις επιστολές όχι μόνο ξεδιπλώνεται μια μεγάλη αγάπη αλλά αποκαλύπτονται και πλήθος άλλα γεγονότα της προσωπικής και της συλλογικής ζωής. Ο καρός, οι εποχές, η φύση, συνήθειες, ο πολέμος, τα όνειρά της, οι αναμνήσεις της. Γράφει: "Πού να είσαι τώρα αγαπημένε; Ξεχειμωνιάζεις σε κάποια καλύβα; Ή επέστρεψες στο πλοίο για να βγάλεις εκεί τον χειμώνα; Μήπως ξεκίνησες κι εσύ για κάποιο κατοικημένο μέρος και τις επόμενες μέρες θα διαβάσω για σένα στην εφημερίδα, όπως διάβασα σήμερα για τον καπετάνιο; Ήταν σε άθλια κατάσταση και είχε κρυοπαγήματα". Αλλού πάλι, εκδηλώνοντας την αντίθεσή της στην επεκτατική πολιτική της Γερμανίας, του γράφει: "Δεν περνάει βδομάδα που να μη διαβάσω ότι το μέλλον της Γερμανίας βρίσκεται στις θάλασσες, την Αφρική και την Ασία, για τη σημασία των αποικιών μας, για την ισχύ του στόλου μας και του στρατεύματός μας, για το μέγεθος της Γερμανίας, λες και μεγάλωσε τόσο η χώρα μας, που επειδή δεν της κάνουν πια τα ρούχα χρειάζεται μεγαλύτερα".
Παρά τη συντομία του (291 σελίδες) το βιβλίο του Bernhard Schlink έχει μια σύνθετη μορφή. Δεν ακολουθεί ευθύγραμμη χρονολογική εξιστόρηση των γεγονότων, δεν περιορίζεται σε ένα μόνο αφηγητή, δημιουργεί ανατροπές. Πάντα η καλή λογοτεχνία βρίσκει τρόπους να μας δώσει μ' έναν καινούριο τρόπο, να δει μ' έναν διαφορετικό φακό ακόμα και τα πιο γνωστά γεγονότα. Για άλλη μια φορά διαπιστώνουμε πως στη λογοτεχνία υπερέχει το "πώς" έναντι του "τι".
Κι εδώ, όπως και στη Χάννα, κεντρικό πρόσωπο είναι μια γυναίκα, η Όλγα. Η ακριβής χρονολογία γέννησής της δεν αναφέρεται, εικάζουμε όμως ότι πρέπει να γεννήθηκε στο τέλος του 19ου αι. Από φτωχή οικογένεια, με πατέρα φορτοεκφορτωτή και μητέρα πλύστρα, μένοντας από μικρή ορφανή, μεγαλώνει κοντά στη γιαγιά της με την οποία ποτέ δεν μπόρεσε να συνεννοηθεί. Μικρή η Όλγα κάνει παρέα με δυο αδέλφια, τη Βικτώρια και τον Χέρμπερτ, παιδιά ενός πλούσιου γαιοκτήμονα, από μια άλλη κοινωνική τάξη, πολύ διαφορετική από τη δική της. Καθώς μεγαλώνουν η αρχική συμπάθεια και φιλία Όλγας-Χέρμπερτ εξελίσσεται σ' ένα μεγάλο έρωτα. Η οικογένεια εκείνου βέβαια δεν μπορεί να εγκρίνει έναν τέτοιο δεσμό, πολύ περισσότερο έναν γάμο.
Καθώς τα χρόνια περνούν η Όλγα κατορθώνει να σπουδάσει, να γίνει δασκάλα, ενώ ο Χέρμπερτ κατατάσσεται στη φρουρά του πεζικού και εθελοντικά συμμετέχει στη "δύναμη προστασίας της Γερμανικής Νοτιοδυτικής Αφρικής". Ουσιαστικά στην υπεράσπιση των Γερμανικών αποικιών. Της γράφει υπερασπιζόμενος την ιδέα της ανωτερότητας της Γερμανικής φυλής: "Οι μαύροι εξεγείρονται και προσπαθούν να καταλάβουν την εξουσία. Δεν πρέπει να το πετύχουν. Η νίκη μας θα είναι ευλογία και για κείνους και για εμάς. Αποτελούν μια φυλή που βρίσκεται ακόμα στη χαμηλότερη πολιτισμική στάθμη (...) ακόμα κι αν τους παρείχαμε μόρφωση, δεν θα έφτανε ποτέ στην ψυχή τους. Αν επικρατήσουν οι μαύροι, η εξέλιξη αυτή θα 'ναι τρομερό πλήγμα για ολόκληρο τον πολιτισμένο κόσμο".
Οι συναντήσεις των δυο ερωτευμένων είναι πια αραιές, σύντομες και με κάθε μυστικότητα. Ο Χέρμπερντ δεν διακρίνεται μόνο από το πνεύμα της υπεροχής. Είναι κι ένα ανήσυχο πνεύμα. Γυρίζει για λίγο μόνο στη Γερμανία (Πρωσία) για να ξαναφύγει άλλοτε για την Αργεντινή, τη Βραζιλία, τη Σιβηρία και αλλού. Όταν ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος ξεσπά, εκείνος βρίσκεται στην Αρκτική επιδιώκοντας να φτάσει στον Βόρειο Πόλο. Με αδρές πινελιές ζωγραφίζεται η φρίκη του πολέμου, ενώ ο τριτοπρόσωπος αφηγητής του πρώτου μέρους του μυθιστορήματος δηλώνει: "Ξανά ο στόχος ήταν να μεγαλώσει ακόμα πιο πολύ η Γερμανία, περισσότερο απ' όσο το ήθελε και το κατόρθωσε ο Μπίσμαρκ στα χρόνια του. Και για να επιτευχθεί τούτο, τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο έπρεπε να τον ακολουθήσει ένας δεύτερος".
Στο δεύτερο μέρος η αφήγηση γίνεται πρωτοπρόσωπη. Έχουν περάει αρκετά χρόνια, έχει περάσει και ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος. Αφηγητής τώρα είναι το παιδί μιας οικογένειας στην οποία η Όλγα, έχοντας απολυθεί από δασκάλα, δούλευε ως μοδίστρα. Εκείνη του αφηγείται ιστορίες από τη ζωή της, για τον Χέρμπερτ που χάθηκε στη Αρκτική, για τους πολέμους...Καθώς ο αφηγητής μεγαλώνει, η σχέση του με την Όλγα εξελίσσεται σε μια ωραία φιλία. Κάνουν περιπάτους, επισκέπτονται μουσεία, συζητούν, ανταλλάσσουν σκέψεις, ως το θάνατό της.
Το τρίτο μέρος του βιβλίου πιστεύω είναι το πιο ωραίο, το πιο ενδιαφέρον, το πιο συναισθηματικό. Αποτελείται ουσιαστικά από ανεπίδοτες επιστολές της Όλγας προς τον Χέρμπερτ που έστελλε σε ποστ ρεστάντ στο Τρόμσο της Νορβηγίας, σταθμό των αποστολών της Αρκτικής και τις οποίες ο αφηγητής (που δεν μαθαίνουμε ποτέ το όνομά του) αξασφάλισε από ένα παλαιοπωλείο. Πρόκειται για 31 επιστολές που εκτείνονται χρονικά από το 1913 ως το 1915, ενώ υπάρχουν και δύο του 1936, μία του 1939, μία του 1956 και μία του 1971. Η Όλγα εξακολούθησε να γράφει κι όταν, κατά πάσα πιθανότητα, εκείνος δεν ζούσε πια.
Μέσα από τις επιστολές όχι μόνο ξεδιπλώνεται μια μεγάλη αγάπη αλλά αποκαλύπτονται και πλήθος άλλα γεγονότα της προσωπικής και της συλλογικής ζωής. Ο καρός, οι εποχές, η φύση, συνήθειες, ο πολέμος, τα όνειρά της, οι αναμνήσεις της. Γράφει: "Πού να είσαι τώρα αγαπημένε; Ξεχειμωνιάζεις σε κάποια καλύβα; Ή επέστρεψες στο πλοίο για να βγάλεις εκεί τον χειμώνα; Μήπως ξεκίνησες κι εσύ για κάποιο κατοικημένο μέρος και τις επόμενες μέρες θα διαβάσω για σένα στην εφημερίδα, όπως διάβασα σήμερα για τον καπετάνιο; Ήταν σε άθλια κατάσταση και είχε κρυοπαγήματα". Αλλού πάλι, εκδηλώνοντας την αντίθεσή της στην επεκτατική πολιτική της Γερμανίας, του γράφει: "Δεν περνάει βδομάδα που να μη διαβάσω ότι το μέλλον της Γερμανίας βρίσκεται στις θάλασσες, την Αφρική και την Ασία, για τη σημασία των αποικιών μας, για την ισχύ του στόλου μας και του στρατεύματός μας, για το μέγεθος της Γερμανίας, λες και μεγάλωσε τόσο η χώρα μας, που επειδή δεν της κάνουν πια τα ρούχα χρειάζεται μεγαλύτερα".
Παρά τη συντομία του (291 σελίδες) το βιβλίο του Bernhard Schlink έχει μια σύνθετη μορφή. Δεν ακολουθεί ευθύγραμμη χρονολογική εξιστόρηση των γεγονότων, δεν περιορίζεται σε ένα μόνο αφηγητή, δημιουργεί ανατροπές. Πάντα η καλή λογοτεχνία βρίσκει τρόπους να μας δώσει μ' έναν καινούριο τρόπο, να δει μ' έναν διαφορετικό φακό ακόμα και τα πιο γνωστά γεγονότα. Για άλλη μια φορά διαπιστώνουμε πως στη λογοτεχνία υπερέχει το "πώς" έναντι του "τι".
Ωραίο φαίνεται από τη παρουσίαση...Αλλά ππροσωπικά δεν μπορώ να να απολαύσω επαρκώς έστω και ένα πολύ καλό βιβλίο, όταν αναφέραται στα χρόνια των αποτρόπαιων εγγλημάτων των Γερμανών. Αυτό μου σενέβη και με το ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΣΤΗ ΧΑΝΝΑ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΦαίνεται ότι απέτυχα να δώσω τον ακριβή χαρακτήρα του βιβλίου. Κανένα έγκλημα των Γερμανών δεν αναφέρεται. Είναι η ζωή μιας γυναίκας, ο μεγάλος της έρωτας και η γενική ατμόσφαιρα μέσα στην οποία έζησε, σχεδόν για έναν αιώνα.
ΔιαγραφήΩραία τότε, θα το έχω στα υπόψη (και) αυτό.
Διαγραφή