Πέμπτη, Οκτωβρίου 25, 2018

1984

Τζωρτζ Όργουελ
1984
Ο Μεγάλος Αδελφός
Κάκτος, 1999 (α΄έκδ. 1978)
Μετ. Νίνα Μπάρτη
Υπάρχει άραγε βιβλιόφιλος που δεν έχει διαβάσει το πασίγνωστο, πολυσυζητημένο, εμβληματικό αυτό βιβλίο; Κι αν δεν το έχει διαβάσει κάποιος, σίγουρα θα έχει δει την κινηματογραφική του εκδοχή. Κι αν ακόμα τίποτε από τα δυο δεν συμβαίνει, ανεπίγνωστα, όροι, στοιχεία, ιδέες, έχουν εισχωρήσει και  διανθίζουν όχι μόνο τον καθημερινό γραπτό και προφορικό λόγο, αλλά και την ίδια τη ζωή μας. Ο Μεγάλος Αδελφός (Big Brother), το έγκλημα της σκέψης, η διπλή σκέψη κ.λπ.
Για ποιον τότε γράφω αυτή την ανάρτηση; Πρωτίστως για τον εαυτό μου, προσπαθώντας να ξορκίσω τη μελαγχολία που μου δημιούργησε για ακόμα μια φορά (δεν είναι η πρώτη που το διαβάζω) το σκοτεινό και τόσο απαισιόδοξο αυτό βιβλίο. Κάθε φορά που το διαβάζω νιώθω ολοένα και περισσότερο να πλησιάζουμε στην πραγμάτωση των απαισιόδοξων αλλά τόσο προφητικών ιδεών του Όργουελ.
 Γραμμένο τη δεκαετία του '40, αναφέρεται στον μακρινό, για τότε, κόσμο του 1984. Εκείνος ο κόσμος αποτελείται από τρία μόνο μεγάλα κράτη: την Ωκεανία, την Ευρασία και την Ανατολασία. Οι ήρωες του Όργουελ  ζουν στην Ωκεανία, ταυτισμένη περίπου με την Ευρώπη και μέρος της Αμερικής. Η Ωκεανία είναι ένα κράτος με απόλυτο έλεγχο των πολιτών της από την ανωτάτη αρχή, τον Μεγάλο Αδελφό, που είναι το ίδιο το κόμμα. Τεράστιες γιγαντοοθόνες λειτουργούν αμφίδρομα, εκπέμποντας αλλά και παρακολουθώντας κάθε στιγμή των πολιτών, όπου κι αν βρίσκονται, ό,τι κι αν κάνουν (πόσο απέχει άραγε η εποχή μας απ' αυτή τη φανταστική για τη δεκαετία του '40 εποχή;). Η κοινωνία αποτελείται από τρεις τάξεις: Το Εσωτερικό Κόμμα που το αποτελεί μόνο το 1% του πληθυσμού. Σ' αυτό ανήκουν οι κυβερνώντες, συγκεντρώνουν όλες τις εξουσίες και απολαμβάνουν όλα τα αγαθά. Λίγο πιο κάτω βρίσκεται το Εξωτερικό Κόμμα, περίπου το 20% κι αυτοί μέλη του κόμματος αλλά κατώτεροι, κάνουν περίπου  τις εργασίες των σημερινών δημοσίων υπαλλήλων. Τέλος είναι οι Προλετάριοι, περίπου το 80%. Ζουν σε άθλιες συνθήκες, μέσα στη φτώχεια και την άγνοια. (Έπαψε άραγε ο κόσμος να αποτελείται από τις τρεις αυτές τάξεις;)
Κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου είναι ο Ουίνστον Σμιθ. Ανήκει στο Εξωτερικό Κόμμα και εργάζεται στο τμήμα Αρχείων του Υπουργείου Αλήθειας. Έχει την ευθύνη να προσαρμόζει τα γεγονότα, ακόμα και τα παρελθόντα, στην εκάστοτε παρούσα στιγμή. Άλλωστε, ένα από τα εμβλήματα του κράτους είναι: "όποιος ελέγχει το παρόν, ελέγχει το παρελθόν-όποιος ελέγχει το παρελθόν ελέγχει το μέλλον". Έτσι, για παράδειγμα, αν μια πρόβλεψη του Μεγάλου Αδελφού, για την παραγωγή π.χ. δεν επαληθευόταν, τότε η παλιά ομολία που είχε δημοσιευτεί στους Τάιμς, ξαναγραφόταν για να προσαρμοστεί στο παρόν. Η εφημερίδα ξανατυπωνόταν, τα παλιά φύλλα καταστρέφονταν, δεν είχαν υπάρξει ποτέ. Αυτό γινόταν διαρκώς, κείμενα και λεξικά γράφονταν και ξαναγράφονταν. Αυτό οδηγούσε στη "διπλή σκέψη". Να ξέρεις την αλήθεια και συγχρόνως τη μη-αλήθεια. " Το μυαλό του (του Ουίνστον) γλίστρησε στο λαβύρινθο της διπλής σκέψης. Να ξέρεις και να μη ξέρεις, να έχεις συνείδηση της αλήθειας και παράλληλα να λες έντεχνα κατασκευασμένα ψέματα, να έχεις ταυτόχρονα δύο γνώμες που η μία αναιρούσε την άλλη, πιστεύοντας και τις δύο. Να χρησιμοποιείς τη λογική ενάντια στη λογική, να αρνείσαι την ηθική ενώ την αξιώνεις, να πιστεύεις ότι η δημοκρατία είναι αδύνατη και ταυτόχρονα ότι το Κόμμα ήταν ο φύλακας της δημοκρατίας. Να ξεχνάς ό,τι είναι αναγκαίο να ξεχαστεί, και να το ξαναφέρνεις στη μνήμη σου τη στιγμή που το χρειάζεσαι, και αμέσως μετά να το ξεχνάς πάλι (...) ακόμα και η κατανόηση του όρου "διπλή σκέψη" προϋπέθετε τη χρησιμοποίηση της διπλής σκέψης."
Η σκέψη όμως είναι ταυτόσημη με τη γλώσσα. Γι' αυτό επινοείται η Νέα Γλώσσα. Ολόκληρο παράρτημα στο τέλος του βιβλίου εξηγεί τη νέα αυτή γλώσσα. Αφαιρούνται πολλές λέξεις, π.χ. οι λέξεις τιμή, δικαιοσύνη, ηθική, διεθνισμός, δημοκρατία, επιστήμη, θρησκεία έπαψαν να υπάρχουν, επομένως δεν υπάρχουν και ως έννοιες. Το λεξιλόγιο απλουστεύεται. Για παράδειγμα το αντίθετο του "καλός" γίνεται "μήκαλος", το συνώνυμο του "φωτεινός" μπορεί να είναι "ασκότεινος", το "πολύ κρύος" μπορεί να λεχθεί "δίσκρυος" κ.ο.κ. Ακόμα η ίδια λέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως ρήμα, ουσιαστικό ή επίθετο κ.λπ. (Πόσο διαφέρουμε άραγε σήμερα με όλα αυτά τα αρκτικόλεξα, π.χ. "Καλό ΣΚ=καλό Σαββατοκύριακο, ή γράφουμε 4U και εννοούμε for you! ή με  τα συντομευμένα, χρησιμοποιούμενα από τη νεολαία, που τόσο φτωχαίνουν τη γλώσσα;)
Παρ' όλα αυτά ο Ουίνστον πιστεύει πως μπορεί να αντισταθεί, μπορεί να επαναστατήσει. Προπάντων όταν γνωρίζει, ερωτεύεται και συναντιέται κρυφά (ο έρωτας απαγορεύεται) με τη Τζούλια, που κι εκείνη σκέφτεται όπως ο ίδιος. Θα επιτύχουν άραγε;  Θα μπορέσουν να επαναστατήσουν ενάντια σ' αυτό το τρομακτικό καθεστώς; Δεν θα γράψω το τέλος. Ίσως κάποιοι κι απ΄αυτούς που έχουν διαβάσει το βιβλίο να το έχουν ξεχάσει και να θελήσουν να το ξαναδιαβάσουν. Αρκεί να πω πως η επινοητικότητα του καθεστώτος (και του συγγραφέα) ξεπερνά κάθε φαντασία αφήνοντάς μας μια πικρή γεύση.
{Χρήσιμη πληροφορία:Το βιβλίο διατίθεται από τον Κάκτο ψηφιακά δωρεάν}

Τετάρτη, Οκτωβρίου 17, 2018

Σερενάτα

Ζουλφί Λιβανελί
Σερενάτα
Μετ. Θάνος Ζαράγκαλης
Πατάκης, 2012
Ένα παλιό, άγνωστο επεισόδιο από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ένας μεγάλος έρωτας και μια απεικόνιση πτυχών της σύγχρονης Τουρκίας, συνθέτουν το ενδιαφέρον μυθιστόρημα του γνωστού (κυρίως ως μουσικού) Τούρκου συγγραφέα. Στην αρχή μου φάνηκε κάπως απλοϊκό, χωρίς ιδιαίτερο λογοτεχνικό ενδιαφέρον. Μια νεαρή Τουρκάλα, η Μάγια Ντουράν, ταξιδεύει αεροπορικώς από την Ισταμπούλ (που εμείς δεν μπορούμε να τη λέμε παρά μόνο Κωνσταντινούπολη) στη Βοστόνη. Κατά τη διάρκεια της υπερπόντιας πτήσης γράφει την ιστορία που σχετίζεται με το ταξίδι της. Μια ιστορία που, ξεκινώντας από το παρόν, ανατρέχει σ' ένα τραγικό επεισόδιο του 1941. Σιγά σιγά η ιστορία με απορρόφησε. Η απλοϊκότητα του ύφους έπαψε να με ενοχλεί. Άλλωστε η Μάγια δηλώνει ότι δεν είναι συγγραφέας, πως δεν ξέρει να εκφραστεί λογοτεχνικά, προσδίνοντας έτσι μεγαλύτερη αληθοφάνεια στην ιστορία της.
Η Μάγια, διαζευγμένη, μ' ένα δεκατετράχρονο γιο που δεν ξεκολλάει από το κομπιούτερ, είναι βοηθός του πρύτανι του Πανεπιστημίου της Ισταμπούλ. Ως υπεύθυνη επί των δημοσίων σχέσεων, μια μέρα παραλαμβάνει από το αεροδρόμιο τον Μαξιμίλιαν Βάγκνερ, έναν 87χρονο Γερμανό, που είχε ζήσει και διδάξει στο Πανεπιστήμιο το 1939-1942. Αυτοεξόριστος, όπως και άλλοι Εβραίοι, αλλά και Γερμανοί καθηγητές, είχαν καταφύγει στην Τουρκία για να αποφύγουν τις διώξεις και την καταπίεση του ναζισμού. Μια ιδιαίτερη συμπάθεια αναπτύσσεται μεταξύ της Μάγια και του ηλικιωμένου καθηγητή καθώς τον ξεναγεί, του μιλά για τη σύγχρονη Τουρκία και ικανποιεί κάποιες παράξενες επιθυμίες του, όπως όταν της ζητά να μεταβούν μέσα στο καταχείμωνο στην παραλιακή πόλη Σίλε. Ταυτόχρονα η Μάγια αντιλαμβάνεται πως συνεχώς τους παρακολουθεί η μυστική αστυνομία. Γιατί άραγε; Με τη βοήθεια του γιου της που ερευνά στο διαδίκτυο και με αναδίφηση αρχείων η Μάγια προσπαθεί να ερευνήσει το παρελθόν του καθηγητή. Η ιστορία όμως που στοιχειώνει ακόμα τον Βάγκνερ θα μας αποκαλυφθεί σε μια παρένθετη, ανεξάρτητη αφήγηση, χαρακτηριστική, όπως λέει η Μάγια, των ιστοριών της Ανατολής. Σχετίζεται με την περιπέτεια ενός πλοίου, του πλοίου Στρούμα, που το 1941 είχε αποπλεύσει από τη Ρουμανία μεταφέροντας 768 Εβραίους στην Παλαιστίνη. Αλλά ούτε η Τουρκία το δεχόταν, ούτε οι Άγγλοι επέτρεπαν τη μετάβασή του στην Παλαιστίνη. Τελικά το πλοίο, αφού λόγω βλάβης  έμεινε ακυβέρνητο στη Μαύρη Θάλασσα, βυθίστηκε από Ρωσικό υποβρύχιο παρασύροντας τους ταλαιπωρημένους του επιβάτες στον θάνατο. Ανάμεσά τους και την Νάντια, την Εβραία, πολυαγαπημένη σύζυγο του Βάγκνερ που απελπισμένος έβλεπε από την ακτή το καράβι να βουλιάζει. Τέσσερις χώρες, Ρουμανία, Τουρκία, Αγγλία, Ρωσία υπήρξαν  ένοχες γι' αυτό το έγκλημα, αλλά καμιά δεν  θέλει να αποκαλυφθεί η δική της ευθύνη. Και η πικρή διαπίστωση του καθηγητή: "Η ευτυχία των ανθρώπων γινόταν (και γίνεται) παιχνιδάκι στα χέρια αυτών που έπαιζαν παιχνίδια εξουσίας".
Όμως, πέρα από το άγνωστο, τραγικό αυτό επεισόδιο του πολέμου, το βιβλίο του Λιβανελί έχει ενδιαφέρον και για την εικόνα της σύγχρονης Τουρκίας που παρουσιάζει. Οι δρόμοι της Ισταμπούλ, η πολυκοσμία της,  η θέση της γυναίκας, η δύναμη και αυστηρή πειθαρχία του στρατού, του έκτου μεγαλύτερου στον κόσμο, όπως λέει (ο αδελφός της Μάγια είναι στρατιωτικός), η ζωή της διαζευγμένης γυναίκας, οικογενειακές στιγμές, έθιμα και άλλες ακόμα πτυχές της σύγχρονης Τουρκίας μας αποκαλύπτονται. Ο συγγραφέας δεν διστάζει, με επίγνωση της ιστορίας, να κατακρίνει την Τουρκία, αναλογιζόμενος το πώς δημιουργήθηκε αυτό το κράτος. "Η προσπάθεια να δημιουργηθεί ένα τουρκικό έθνος, όπου όλοι θα μοιάζουν μεταξύ τους κι ας προέρχονται από μια κοινωνία πολλών πολιτισμών, θρησκειών, γλωσσών, όπως υπήξε η οθωμανική, έφερνε μαζί της και τέτοιου είδους εξαναγκασμούς. Γι΄αυτόν τον λόγο το κράτος ήταν τόσο ευαίσθητο στο θέμα της τουρκικής  ταυτότητας. Διότι, και πάλι όπως λέει ο αδελφός μου, εμείς δεν μπορέσαμε να σχηματίσουμε ένα κράτος όπως τα άλλα έθνη. Με άλλα λόγια, αυτό που ιδρύθηκε δεν ήταν ένα έθνος-κράτος:το κράτος έφτιαξε ένα έθνος για τον εαυτό του. Θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς τη νέα δημοκρατία μας ώς κράτος-έθνος. Ως εκ τούτου η κριτική προς το κράτος σήμαινε χτύπημα προς το έθνος και γι΄αυτό θεωρούνταν ασυγχώρητη".
Μια αδυναμία του βιβλίου είναι η παρεμβολή από μέρους της αφηγήτριας σκέψεων, συναισθημάτων, λεπτομερειών που δεν είναι πάντα απαραίτητες. Όμως οι αρετές του βιβλίου υπερκαλύπτουν τις μικρές αδυναμίες, δημιουργώντας ένα πολύ ενδιαφέρον μυθιστόρημα.

Κυριακή, Οκτωβρίου 07, 2018

Κόκκινος Σταυρός

Μαρία Γαβαλά
Κόκκινος Σταυρός
Πόλις, 2018
"Ο κόκκινος σταυρός σήμαινε θάνατο, η γαλάζια παύλα συνέχιση της ζωής".
Μου πήρε κάποιο χρόνο και αρκετές σελίδες ωσότου μπω στο πνεύμα, στο κλίμα, στην ατμόσφαιρα, την τεχνική της Μαρίας Γαβαλά. Από κει και πέρα όμως το βιβλίο απέκτησε μια γοητεία, μια σαγήνη που μου στοίχειωνε ύπνο και ξύπνιο. Κι ας είναι ένα βιβλίο ζοφερό που διεκτραγωδεί ανθρώπινα πάθη και τραγωδίες. Όμως οι αναλαμπές της καλοσύνης, η ομορφιά της Τέχνης, η καταβύθιση στα άδυτα της ψυχής, οι σύγχρονες τραγωδίες που ανανεώνουν "πάθια και καημούς" περασμένους, με μια άλλη μορφή τώρα, το παρελθόν και το παρόν, συνθέτουν ένα πίνακα πολύμορφο, πολυδιάστατο,  αναγνωστικά ακαταμάχητο.
Το βασικό νήμα που ενώνει, άλλοτε πιο χαλαρά κι άλλοτε πιο στέρεα τα μέρη του βιβλίου είναι η κεντρική, πρωτοπρόσωπη ηρωίδα Αριάδνη Χόπε. Παρ' όλο που η ίδια κάποια στιγμή δηλώνει πως το όνομά της δεν κρύβει κανένα συμβολισμό, εντούτοις με τη μεταπτυχιακή της εργασία στην Ιστορία της Τέχνης στο Πολυτεχνείο της Δρέσδης, ανασκαλεύει τα σκοτεινά μονοπάτια του λαβύρινθου της ψυχής. Θέμα του μεταπτυχιακού της είναι η σχέση της Τέχνης με τον τρόπο έκφρασης των ψυχικά πασχόντων μέσω της Τέχνης. Κεντρικό πρόσωπο της έρευνάς της γίνεται η Μπέρτα-Γκέρτρουντ Φλεκ (1870-1944) που έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της έγκλειστη σε ψυχιατρικά ιδρύματα και που στο τέλος έπεσε θύμα της "ευθανασίας" που οι Ναζί επεφύλασσαν στους ψυχικά πάσχοντες. Γύρω απ' αυτό το κεντρικό θέμα συνωστίζονται πλήθος πρόσωπα, ποικίλες εποχές, ιστορία και μυθοπλασία. Το παρελθόν, ο Α΄ Παγκόσμιος, η Δημοκρατία της Βαϊμάρης, ο Β΄ Παγκόσμιος, σύγχρονα προβλήματα όπως η μετανάστευση, οι πρόσφυγες, η ανεργία, οι τρομοκρατικές επιθέσεις, όλα αυτά που λες και αποτελούν μια επανάληψη του παρελθόντος, βρίσκουν τη θέση τους στο βιβλίο.
Εκτός από την Αριάδνη, ακούμε τη φωνή της έγκλειστης Μπέρτα-Γκέρτρουντ, της νοσοκόμας Έρικα Μπέντιεν, του αδερφού της Έρικα Μάρτιν, που με τα κομμένα του χέρια μας μεταφέρει όλη τη φρίκη του Μεγάλου Πολέμου, της επιληπτικής Κορνέλια, του έρωτα της Αριάδνης Μανουέλ, των γονιών της Αριάδνης, του Κούρδου πρόσφυγα, Καθηγητών της Τέχνης και πολλών άλλων. Η διπλή καταγωγή της Αριάδνης Χόπε (Ελληνίδα μητέρα-Γερμανός πατέρας) επιτρέπει τη μετακίνησή της στο χώρο, Αθήνα, Αίγινα, Δρέσδη, Βερολίνο, αλλά και τον διαφορετικό τρόπο που βλέπει τα πράγματα.
Θέματα Τέχνης, Ιστορίας, Πολιτικής, Ψυχολογίας, ο έρωτας, οι οικογενειακές σχέσεις, τα ψυχιατρικά άσυλα, ο ναζισμός, η ευθανασία, με φυσικότητα εμφιλοχωρούν σ' ένα τεράστιας εμβέλειας χώρο και χρόνο. Εν ολίγοις, ένα έργο γνώσης και προβληματισμού, ένα σπάνιο για τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία επίτευγμα.

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 19, 2018

Το βαλς των δέντρων και του ουρανού

Jean-Michel Guenassia
Το βαλς των δέντρων και του ουρανού
Πόλις, 2017
Μετ. Ειρήνη Αποστολάκη
Σε μια επίσκεψη στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης πριν από μερικά χρόνια, θυμάμαι ότι σταθήκαμε περίπου μισή ώρα μπροστά από τον πίνακα του Βαν Γκογκ "Έναστη νύχτα", ακούγοντας την εμπεριστατωμένη ανάλυση της ξεναγού. Έργο πασίγνωστο, θεωρούμενο ως το καλύτερο του μεγάλου ζωγράφου, κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου του Guenassia, "Το βαλς των δέντρων και του ουρανού". 
"Η σοφίτα, που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν βυθισμένη στο μισοσκόταδο, έλαμψε ξαφνικά. Μια ακτίνα φωτός, που μπήκε ως δια μαγείας, φώτισε το καβαλέτο. Αυτό που είδα μπροστά μου με άφησε άφωνη. Ένας πίνακας που αναπαριστούσε τα σπίτια των χωρικών, με τις αχυροσκεπές τους να μπλέκονται μέσα στα πράσινα λιβάδια, και στο βάθος δέντρα σε βαθυπράσινη απόχρωση, να παραδίνονται σε ένα ξέφρενο βαλς, ένα βαλς γεμάτο ζωή, σε πλήρη αρμονία με τον ουρανό, που ήταν γεμάτος γαλάζια σύννεφα. Ο πίνακας, που μου είχε φανεί σκοτεινός και γκρίζος όταν μπήκα στο δωμάτιο, έμοιαζε τώρα ολοζώντανος, με τα δέντρα και τον ουρανό να χορεύουν στους ρυθμούς μιας ζωηρής σαραμπάντ. Έμεινα να τον χαζεύω κι εγώ δεν ξέρω για πόση ώρα".
Έτσι περιγράφει η Μαργκερίτ, πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια του βιβλίου του Guenassia, τις εντυπώσεις από έναν πίνακα του Βαν Γκογκ, πολύ πιθανόν της "Έναστρης νύχτας". Ο συγγραφέας σε μια ενδιαφέρουσα, ευρηματική υπόθεση, σμίγει το φανταστικό με το ρεαλιστικό σε μια καθόλου απίθανη σύζευξη. Η Μαργκερίτ Γκασέ, σε μεγάλη πια ηλικία, το 1949, εξιστορεί τις τελευταίες 70 μέρες της ζωής του Βαν Γκογκ, όπως τις έζησε η ίδια το 1890, ως τη μοιραία μέρα του θανάτου του. Τόσο η Μαργκερίτ όσο και ο πατέρας της, ο γιατρός Πωλ Γκασέ, υπήρξαν ιστορικά πρόσωπα. Ζώντας στο μικρό χωριό Ωβέρ-συρ-Ουάζ γνωρίζουν τον Βίνσεντ Βαν Γκογκ, που εγκαθίσταται εκεί μετά από παρότρυνση του φίλου του ζωγράφου Πισαρό, για να παρακολουθείται από τον γιατρό Γκασέ, για κάποια προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε. Η μυθιστορηματική εκδοχή παρουσιάζει τη δεκαεννιάχρονη Μαργκερίτ, που ζωγράφιζε και η ίδια, να ερωτεύεται με πάθος τον Βίνσεντ και να έχει συνάψει μαζί του ερωτικό δεσμό. Τον ακολουθεί στα χωράφια και στη φύση όπου εκείνος ασταμάτητα ζωγραφίζει, φεύγει κρυφά τα βράδια από το σπίτι και τον συναντά στο πανδοχείο όπου εκείνος μένει. Όταν ο πατέρας της το ανακαλύπτει, την κλειδώνει στο δωμάτιό της, οργισμένος την χτυπά και της απαγορεύει να συναντήσει ξανά αυτόν τον αξιοθρήνητο στην όλη εμφάνιση και οικονομική κατάσταση ξένο.
Αυτή η ιστορία όμως (που μπορεί να συνέβη ή και όχι) δεν είναι το κύριο θέμα του βιβλίου. Εναι μονάχα ο καμβάς πάνω στον οποίο ζωγραφίζεται το πάθος του Βαν Γκογκ για τη ζωγραφική, η πυρετώδης δημιουργία των τελευταίων ημερών. "Ο Βίνσεντ ζωγράφιζε χωρίς σταματημό, όσο φως κι αν είχε, μέρα νύχτα. Κατά τη διάρκεια της δίμηνης διαμονής του στην Ωβέρ ζωγράφισε παραπάνω από εβδομήντα πίνακες. Στο μικρό του δωμάτιο υπήρχαν έργα παντού, διπλωμένα το ένα μέσα στο άλλο, και ο χώρος για να κινηθεί κανείς ήταν ελάχιστος".
Πολύ έντεχνα ο συγγραφέας ενσπείρει στο μυθιστόρημά του στοιχεία και αποσπάσματα από δημοσιεύματα σε εφημερίδες και περιοδικά, από ειδήσεις, επιστολές κ.λπ. που φωτίζουν και τεκμηριώνουν την κοινωνική, οικονομική, ιδεολογική, πολιτιστική, κοινωνική και κάθε άλλη πτυχή της εποχής (1889-1890), αλλά και στοιχεία της ζωής και του χαρακτήρα του ζωγράφου.
Το τέλος βέβαια είναι πασίγνωστο. Στις 27 Ιουλίου 1890 ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ βρέθηκε σ' ένα σταροχώραφο πυροβολημένος στην κοιλιά. Πέθανε δυο μέρες αργότερα. Ήταν μόνο 37 χρονών. Πολλά έχουν γραφτεί για το τέλος του. Ήταν αυτοκτονία όπως είναι η επικρατέστερη εκδοχή; Ήταν ατύχημα όπως άλλοι υποστηρίζουν; Ο Guenassia επινοεί μια πιο ρομαντική εκδοχή με παρούσα τη Μαργκερίτ.
Κλείνω το βιβλίο και μένω για πολλή ώρα να αναλογίζομαι τη σύντομη ζωή και το μεγάλο έργο του Βαν Γκογκ. Γιατί και πώς υπάρχει αυτό που ονομάζουμε ιδιοφυΐα είτε στη Τέχνη είτε στην επιστήμη ή όπου αλλού; Μήπως ακόμα έχουμε πολλά να μάθουμε για τον αόρατο κόσμο του πνεύματος; Μήπως ακόμα ως πνευματικό ον ο άνθρωπος κάνει τα πρώτα του βήματα; Ποιος ξέρει...

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 09, 2018

Σεμινάρια φονικής γραφής

Πέτρος Μάρκαρης
Σεμινάρια φονικής γραφής
Εκδ. Γαβριηλίδης, 2018

Το οικείο, συμπαθές πρόσωπο του ικανότατου αστυνομικού Κώστα Χαρίτου αποδύεται σε μια άλλη ενδιαφέρουσα ιστορία εξιχνίασης εγκλημάτων. Όλοι εμείς που αγαπάμε τον τόσο συμπαθή και ικανό ταυτόχρονα Έλληνα αστυνομικό, με ανυπομονησία περιμένουμε κάθε νέα περπέτειά του. Περιμένουμε να μάθουμε όχι μόνο πώς θα λύσει τον καινούριο γρίφο εγκλημάτων, αλλά να πληροφορηθούμε και τι κάνει η αγαπημένη του σύζυγος, η Αδριανή, πώς πάει η δικηγόρος κόρη του Κατερίνα και ο γιατρός σύζυγός της, ο Φάνης, η φίλη της Μάνια και ο σύντροφός της Γερμανός Ουίλι, ο παλιός αντιστασιακός και φίλος της οικογένειας Ζήσης-Λάμπρος, οι υφιστάμενοι βοηθοί αστνομικοί του Χαρίτου. Μετά από τόσα μυθιστορήματα που διαβάσαμε, όλοι αυτοί δεν είναι πλέον φανταστικά πρόσωπα. Έχουν γίνει γνωστοί μας, ίσως και φίλοι μας, για τους οποίους με ευχαρίστηση μαθαίνουμε νέα.
Στο καινούριο βιβλίο του Μάρκαρη ο Κώστας και η Αδριανή βρίσκονται για ολιγοήμερες διακοπές στο Πάπιγκο. Στον ξενώνα όπου μένουν γνωρίζονται με τρεις συνταξιούχες κυρίες, δυο γεροντοκόρες και μια χήρα. Μια συμπάθεια αναπτύσσεται μεταξύ τους, της Αδριανής κυρίως και των τριών γυναικών, μια συμπάθεια που θα εξελιχθεί σε φιλία και τραπεζώματα κι όταν οι διακοπές τελειώσουν και επιστρέψουν στην Αθήνα.
(Εδώ θα ανοίξω μια παρένθεση. Και σε άλλα βιβλία του Μάρκαρη αναφέρονται τα ελληνικά φαγητά, κυρίως τα περίφημα γεμιστά της Αδριανής, αλλά εδώ, θα λέγαμε, η μαγειρκή έχει την τιμητική της. Μέτρησα τουλάχιστον πέντε γεύματα και ένα σε ταβέρνα. Γίγαντες, σταμναγκάθι, χταπόδι ξυδάτο, πέστροφα καπνιστή, γεμιστά (βεβαίως!), μελιντζάνες ιμάμ, παντζάρια με σκορδαλιά, σκουμπρί καπνιστό, μοσχάρι στιφάδο, χορτόπιτα, μπιφτέκια, μπριζόλες, μπούτι από κατσίκι, κριθαράκι, είναι μερικά από τα εδέσματα του βιβλίου).
Όταν γυρίζουν στην Αθήνα, ευχάριστα και δυσάρεστα γεγονότα περιμένουν τον αστυνόμο Χαρίτο. Τα ευχάριστα είναι αφενός ότι η κόρη του είναι έγκυος και ότι ο ίδιος διορίζεται προσωρινός επικεφαλής του τμήματος, μια και ο ως τώρα προϊστάμενός του αφυπηρετεί. Έτσι έχει αυξημένες υπευθυνότητες αλλά και μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων και πρωτοβουλιών. Το δυσάρεστο, ένας περίεργος φόνος, τον οποίο καλείται να εξιχνιάσει. Φόνος με μιά δηλητηριαμένη τούρτα ενός υπουργού που υπήρξε και καθηγητής πανεπιστημίου. Μια προκήρυξη που αφιερώνει τον φόνο στη μνήμη ενός αξέχαστου καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής, του Ι. Θεοδωρακοόπουλου (υπήρξε και δικός μου καθηγητής!) δημιουργεί την υποψία μήπως πρόκειται για πράξη τρομοκρατίας. Ενώ διερευνάται η υπόθεση, ένας δεύτερος φόνος κι ένας τρίτος υπουργών που υπήρξαν πανεπιστημιακοί-ο δεύτερος αφιερωμένος στη μνήμη του καθηγητή Ζώρα (που επίσης υπήρξε καθηγητής μου!) στρέφει τις υποψίες σε κάποια κατεύθυνση, με τον Χαρίτο να φθάνει, όπως πάντοτε, στη λύση των αινιγμάτων και στη διαλεύκανση των φόνων.
Ο ειρωνικός τίτλος του μυθιστορήματος παραπέμπει, νομίζω, απαξιώνοντάς τα, στην πληθώρα των διαφημιζόμενων μαθημάτων "δημιουργικής γραφής". Μπορεί να γίνει κανείς συγγραφέας διδασκόμενος κάποια τεχνική; Ο Μάρκαρης απαντάει έμπρακτα, όχι κάνοντας μαθήματα, αλλά με τη δική του, προσωπική "συνταγή". Μια συνταγή που μας έδωσε ως τώρα έντεκα θαυμάσια αστυνομικά μυθιστορήματα.

Τετάρτη, Αυγούστου 29, 2018

Τρεις μέρες, μια ζωή

Πιέτρ Λεμέτρ
Τρεις μέρες, μια ζωή
Μίνωας 2016
Μετ. Κλαιρ Νεβέ
Όσο περνούν τα χρόνια, όλοι εμείς οι βιβλιόφιλοι και βιβλιολάτρες ολοένα και πιο σπάνια βρίσκουμε βιβλία της σύγχρονης λογοτεχνίας που να μας ικανοποιούν. Απεγνωσμένα ρωτάμε ο ένας τον άλλον: "Τι διαβάζεις; Βρήκες κάτι καλό;" Οι κριτικές ή τα ευπώλητα των εφημερίδων και των βιβλιοπωλείων μας απογοήτευσαν πολλές φορές με τις, κατά τη γνώμη μου, σκοπιμότητες που συχνά εξυπηρετούν. Πιο ασφαλής πηγή αναζήτησης καλών βιβλίων παραμένουν οι bloggers εκείνοι, των οποίων την αξιοπιστία εμπιστευόμαστε και οι φίλοι, των οποίων επίσης οι επιλογές δεν μας έχουν απογοητεύσει.
Μια τέτοια πηγή, μια καλή φίλη, υπήρξε το πιο πρόσφατο καλό ανάγνωσμά μου. Είναι το μυθιστόρημα του Πιέρ Λεμέτρ "Τρεις μέρες, μια ζωή". Φαινομενικά αστυνομικό, αλλά μόνο φαινομενικά. Πιο πολύ εστιάζεται στη δημιουργία της ατμόσφαιρας μιας μικρής, επαρχιακής, γαλλικής πόλης, με τους ποικίλους χαρακτήρες, τα μυστικά που δεν είναι μυστικά στις μικρές κοινότητες, τις φήμες που διαδίδονται γρήγορα, τις καθιερωμένες συνήθειες, τα κουτσομπολιά, γενικά ό,τι χαρακτηρίζει κάθε μικρή κοινότητα σ' όλο τον κόσμο. Είναι όμως προπάντων η καταβύθιση στην ψυχή ενός ανθρώπου (παιδιού ακόμα) που έχει διαπράξει ένα έγκλημα. Είναι τα ερωτήματα και ο προβληματισμός που προκύπτουν. Μπορεί ένα έγκλημα να μην αποκαλυφθεί ποτέ; Μπορεί να μείνει ατιμώρητο; Μήπως τιμωρία δεν είναι μόνο η δίκη και καταδίκη του ενόχου αλλά και οι συνέπειες της πράξης του που τον καταδυναστεύουν μια ζωή;
Η μικρή γαλλική πόλη του Λεμέτρ είναι το Μποβάλ. Ένα δωδεκάχρονο αγόρι, ο Αντουάν, είναι ο πρωταγωνιστής της ιστορίας που αρχίζει το 1999. Ένα μοναχικό αγόρι διαζευγμένων γονιών που ζει με τη μητέρα του. Συχνά καταφεύγει στο γειτονικό δάσος, όπου πολλές φορές τον ακολουθεί ο εξάχρονος γείτονάς του Ρεμί. Μια μέρα, απελπισμένος, λυπημένος, αλλά και εξοργισμένος για κάτι που έκανε ο πατέρας του Ρεμί, ο Αντουάν χτυπά τον Ρεμί στο κεφάλι μ' ένα ξύλο και ο μικρός πεθαίνει. (Δεν αποκαλύπτω τίποτα. Ο συγγραφέας μας δίνει αυτές τις πληροφορίες από τις πρώτες κιόλας σελίδες). Κανένας δεν έχει δει το ακούσιο έγκλημα. Ο Αντουάν φροντίζει να κρύψει το πτώμα του μικρού. Οι γονείς, όλο το χωριό, η αστυνομία, αρχίζουν ν' αναζητούν τον Ρεμί. Ποικίλες φήμες κυκλοφορούν. Μήπως χάθηκε και δεν μπορούσε να ξαναγυρίσει; Μήπως κάποιος τον απήγαγε; Μήπως κάποιος ανώμαλος τον σκότωσε; Γίνονται έρευνες, κάποιοι θεωρούνται ύποπτοι, συλλαμβάνονται, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Ο Αντουάν δεν παύει να κατατρύχεται αφενός από το φόβο της αποκάλυψης και αφετέρου από τις αβάσταχτες τύψεις.
Το βιβλίο προχωρεί με συνεχείς ανατροπές που συμβάλλουν ώστε ο αναγνώστης να διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον ως το τέλος, που θα έρθει χρόνια αργότερα, το 2015, όταν ο Αντουάν θα έχει μεγαλώσει, θα έχει σπουδάσει γιατρός και ετοιμάζεται να παντρευτεί. Μπορεί ύστερα από τόσα χρόνια να βρεθεί ο ένοχος του μακρινού εκείνου εγκλήματος; Μήπως μια τιμωρία άλλου είδους είναι χειρότερη και από την αποκάλυψη; Ένα τέλος που επιδέχεται πολλή συζήτηση.

Τρίτη, Αυγούστου 21, 2018

Λολίτα

Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ
Λολίτα
Εκδ. Δωρικός, χ. χ.
Μετ. Ανδρέα Πάγκαλου
Πρόλογος Ν. Γ. Σταθάτου
Κοίταζα αυτές τις μέρες τα λίγες δεκάδες βιβλία που με τα χρόνια έχουν συσσωρευτεί στο μικρό μου εξοχικό διαμέρισμα. Βιβλία που τυχαία, όχι από επιλογή,  βρέθηκαν εκεί. Βιβλία αγορασμένα ή χαρισμένα, μισοδιαβασμένα ή αδιάβαστα, μια ποικιλόμορφη σύναξη. Βιβλία αγγλικά και ελληνικά, μυθιστορήματα και μελέτες, οΤζόυς πλάι στην Άγκαθα Κρίστι, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος πλάι στον Ντοστογιέφσκι, ο Laurence Durrel συντροφιά με τη Μάρω Δούκα κ.λπ. κλπ. Ανάμεσά τους και η "Λολίτα" του Ναμπόκοφ. Μια έκδοση με κιτρινισμένες σελίδες, με πολύ μικρά τυπογραφικά στοιχεία, σε πολυτονικό βέβαια, χωρίς χρονολογία έκδοσης και μόνη ένδειξη τη χειρόγραφη, ασφαλώς ημερομηνία αγοράς, 23 Νοεμβρίου 1963. Δεν το θυμόμουνα καθόλου. Το είχα άραγε διαβάσει; Είχα φτάσει ως το τέλος ή το άφησα στη μέση; Αμυδρά μόνο θυμόμουν (ίσως και από το θόρυβο της κινηματογραφικής μεταποίησης) πως το θέμα ήταν ο έρωτας ενός ενήλικα με μια δωδεκάχρονη κοπελίτσα.
Άρχισα να το διαβάζω. Η γραφή του Ναμπόκοφ με συνεπήρε. Το ύφος του, σύμφωνα με μια κριτική "συνδυάζει την ευφράδεια του Τζόυς με την απόδοση της ατμόσφαιρας και του κλίματος του Προυστ". Στον Προυστ άλλωστε, όπως και σε άλλους συγγραφείς αναφέρεται ο ίδιος ο πρωταγωνιστής της ιστορίας. Ο Χούμπερτ Χούμπερτ εξιστορεί τη ζωή του. Όλο το κείμενο είναι μια απολογία, μια εξομολόγηση που απευθύνεται σε ενόρκους, σε κάποιο δικαστήριο. Τι έχει κάνει ο Χούμπερτ; Για ποιο πράγμα απολογείται; 
Αρχίζει με μια λεκτική έξαρση, σαν ένα δυνατό κρεσέντο που από μόνο του δικαιολογεί το τι θα ακολουθήσει: " Λολίτα φως της ζωής μου, φλόγα των σωθικών μου. Αμαρτία μου-ψυχή μου. Λο-Λι-Τα: η άκρη της γλώσσας μου κάνει ένα ταξίδι τριών βημάτων στον ουρανίσκο για να χτυπήσει στο τρίτο, επάνω στα δόντια. Λο-Λι-Τα". Ο ίδιος ανάγει τις ρίζες αυτού του έρωτα στο έντονο συναίσθημα που ένιωσε μικρός για μια συνομήλική του δωδεκάχρονη νεαρή. Την Αναμπέλλα. Από τότε όσο κι αν μεγάλωσε, αναζητεί αυτήν που θα ενσαρκώνει εκείνο το συναίσθημα. Το όνομα Αναμπέλλα δεν είναι τυχαίο. "Ω, Λολίτα,είσαι το κορίτσι μου, όπως η Βη ήταν του Πόε και η Μπέα του Δάντη", θα πει κάποια στιγμή, αναζητώντας  ίσως δικαιολογία σε αντίστοιχους έρωτες. Τη χαμένη του Αναμπέλλα ενσαρκώνει η Ντολόρες-Λολίτα, κόρη της σπιτονοικοκυράς του. Για να είναι κοντά στο κοριτσάκι παντρεύεται τη χήρα μητέρα του, τη Σαρλότ Χαίηζ, που σύντομα πεθαίνει από ατύχημα. Και ο Χούμπερτ αναλαμβάνει ως πατέρας-κηδεμόνας.
Η μικρή είναι ένα νυμφίδιο, όρο που επενόησε και χρησιμοποίησε πρώτος ο Ναμπόκοφ. Γράφει ο Νικ. Σταθάτος στην εισαγωγή του: "Το νυμφίδιο δεν είναι ένα πλάσμα διαλεχτό οποιασδήποτε αφροδισιακής ηδονής. Είναι κάτι πολύ περισότερο. Είναι το "σεξουαλικό δαιμονάκι", που συνεπαίρνει τον άνθρωπο και τον συγκλονίζει". 
"Πατέρας" και "κόρη" μετακινούνται από πολιτεία σε πολιτεία της Αμερικής. Ο Χούμπερτ της συμπεριφέρεται σαν σε παιδί παρά σαν την ερωμένη του. Της αγοράζει ρούχα, γλυφιντζούρια, παγωτό. Τη θααυμάζει, την αγαπά, τη ζηλεύει. Ένα χρόνο, 1946-47, κρατάει η περιπέτεια. Εκείνος κάποια στιγμή καταλαβαίνει ότι το κορίτσι αρχίζει να ανεξαρτητοποιείται, υποπτεύεται τους πάντες, φοβάται μήπως τη χάσει. Ένα όπλο εμφανίζεται που τον συνοδεύει συνεχώς. Θα σκοτώσει τελικά και ποιον;
Τολμηρές σκηνές σεξ δεν υπάρχουν στο βιβλίο, όπως ίσως θα περίμενε κανείς. Αρκεί να διαβάσουμε τη σκηνή όπου για πρώτη φορά  έκαναν έρωτα. Αφού περιγράψει το δωμάτιο του ξενοδοχείου, τις κινήσεις εκείνης στον ύπνο της, τις μυρωδιές, τους ήχους, το φως, τις σκέψεις του, καταλήγει: "Στις έξι είχε ξυπνήσει ολότελα και στις έξι και δεκαπέντε είμαστε ουσιαστικά εραστές". Εκείνο που καταξιώνει το έργο, του οποίου αρχικά η έκδοση απαγορεύτηκε, που θεωρήθηκε ανήθικο αλλά ταυτόχρονα και λογοτεχνικό επίτευγμα από τα σημαντικότερα του 20ου αι. (πρώτη έκδοση το 1958) είναι κυρίως η έκφραση, το ύφος, ο τρόπος γραφής. Λεπτομερέστατη ανάλυση ψυχικών καταστάσεων, σκέψεων, ολόκληρες παράγραφοι για να περιγράψει μια κίνηση, μια πιθανή ενέργεια, μια υποψία, συσσώρευση επιθέτων. "Άστατη, άκεφη, χαρούμενη, ιδιότροπη, χαριτωμένη, με την αυθάδικη χάρη πουλαριού, βασανιστικά λαχταριστή από το κεφάλι μέχρι τα πόδια", μια από τις πλήθος περιγραφές του.
Τελειώνοντας τη "Λολίτα" σκεφτόμουν πως κάποια βιβλία πρέπει να τα διαβάζουμε μόνο όταν έρθει η ώρα τους.


Τετάρτη, Αυγούστου 01, 2018

Εγώ ο Σίμος Σιμεών



Γιάννης Ξανθούλης
Εγώ ο Σίμος Σιμεών
Διόπτρα, 2017
Ο Γιάννης Ξανθούλης, όπως έχω ξαναγράψει, δεν υπήρξε ανάμεσα στους αγαπημένους μου συγγραφείς. Αν εξαιρέσω το "Ο γιος του δάσκαλου", τα άλλα του βιβλία δεν είχαν πολλά να μου πουν. Δεν τον υποτιμώ ως συγγραφέα, απλώς αναζητώ κάτι ουσιαστικότερο και βαθύτερο. Γι' αυτό και  δεν σκόπευα να διαβάσω το τελευταίο του βιβλίο, αν δεν μου το πρότειναν δυο φίλες των οποίων τα αναγνωστικά γούστα εκτιμώ.
Δυστυχώς η ανάγνωσή του ήρθε αμέσως μετά τον Γιάλομ κι όπως συχνά συμβαίνει, ό,τι και να διαβάσει κανείς μετά από ένα πολύ καλό βιβλίο, θα το βρει κατώτερο και από την πραγματική του αξία. Η αναπόφευκτη σύγκριση το αδικεί. Ύστερα λοιπόν από την ευρύτητα της ματιάς του Γιάλομ που αφενός απλώνεται, αν όχι σε πέντε, τουλάχιστον σε τρεις ηπείρους ενώ του Ξανθούλη περιορίζεται στα όρια μιας βορειοελλαδίτικης κωμόπολης, ύστερα από την καταβύθιση στα άδυτα της ψυχής που επιχειρεί ο Γιάλομ στην επιφανειακή καταγραφή ενεργειών και σκέψεων που χαρακτηρίζει τον Ξανθούλη, τι περιθώριο σου μένει για να εκτιμήσεις σωστά τον δεύτερο;
Ας προσπαθήσω όμως, έστω και υπό αυτές τις συνθήκες να μην τον αδικήσω. Το βιβλίο του έχει πράγματι μια πρωτοτυπία. Η ανάμιξη της σάτιρας με το εξωλογικό στοιχείο προσδίδει αρκετό ενδιαφέρον στο βιβλίο. Χώρος δράσης είναι μια μικρή κωμόπολη, η Χαλκόπολη, μεταξύ Καβάλλας, Σερρών και Δράμας. Φανταστική, βέβαια, αλλά που συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά μιας οποιασδήποτε ελληνικής κωμόπολης του 1964. Στη χρονιά αυτή τοποθετείται το έργο. Ο κύριος ήρωας, ο Σίμος Σιμεών (έτσι με ι  για να διαφέρει από το κανονικό με υ) είναι ένα 11χρονο αγόρι. Εξώγαμο παιδί της Αναστασίας-Σάσας, μιας από πέντε αδερφές. Πανέξυπνος ο μικρός Σίμος, με γνώσεις κατά πολύ υπέρτερες της ηλικίας του, άριστος μαθητής βέβαια, αλλά και εφοδιασμένος με διαίσθηση και μαντικές ικανότητες με τις οποίες βοηθά τη μητέρα του, που επαγγέλλεται την αστρολόγο, να κάνει προβλέψεις που επαληθεύονται.
Η σάτιρα του Ξανθούλη αγγίζει τα πάντα. Το σχολείο, τις σχολικές επιδείξεις, τα λαϊκά πανηγύρια, τον Μητροπολίτη, τις πολιτικές φιλοδοξίες (ο υποψήφιος δήμαρχος υπόσχεται στους ψηφοφόρους του καινούριο, ευάερο και ευήλιο νεκροταφείο!). Και όλα αυτά με χιούμορ που όμως στην προσπάθειά του να το σκορπίζει παντού και διαρκώς ο συγγραφέας συχνά το εκβιάζει, με αποτέλεσμα ενίοτε να μην προκαλεί ούτε χαμόγελο.
Ιστορικά στοιχεία της εποχής, τραγούδια ή ταινίες, η μορφή του "γέρου της δημοκρατίας", του Γεώργιου Παπανδρέου, η καθιέρωση της δημοτικής, υπαινιγμοί ακόμα και για τη δικτατορία που θα ακολουθήσει σε τρία χρόνια, είναι διάσπαρτα στο μυθιστόρημα. Τα ένοχα μυστικά των μικρών  κοινοτήτων δημιουργούν ενδιαφέρουσες ανατροπές. Το σεξουαλικό στοιχείο βρίσκεται κι αυτό εν αφθονία περιβλημένο με την ανάλογη σάτιρα.
Εν τέλει, περνάς καλά με τον Ξανθούλη και τον Σίμο του, αν δεν έχεις πολύ υψηλές απαιτήσεις από τη λογοτεχνία.

Πέμπτη, Ιουλίου 26, 2018

Αυτό ήταν η ζωή; Τότε άλλη μια φορά!

Irvin Yalom
Αυτό ήταν η ζωή; Τότε άλλη μια φορά!
(Αναμνήσεις ενός ψυχίατρου)
Μετ. Ευαγγελία Ανδριτσάνου
Άγρα, 2018
Αναρωτιέμαι συχνά τι είναι εκείνο που μας γοητεύει, που μας κάνει να προτιμούμε ένα βιβλίο που γράφτηκε από ένα συγγραφέα άλλης εθνικότητας, που έζησε σε μια άλλη χώρα, με ένα διαφορετικό πολιτισμό, από ένα βιβλίο που αναφέρεται στη δική μας χώρα, στον δικό μας πολιτισμό, στα δικά μας πάθη; Ναι, η λογοτεχνική γραφή είναι το πρώτιστο. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Είναι, νομίζω, και η ευρύτητα της ματιάς του συγγραφέα που ζει σε μια μεγάλη χώρα. Οι πιο πολλοί από μας περνάμε όλη μας τη ζωή εκεί που γεννηθήκαμε, κάνουμε το ίδιο επάγγελμα, έχουμε τον ίδιο περιορισμένο κύκλο γνωστών, εμπειριών, εντυπώσεων. Γι' αυτό, πιστεύω, όσο καλός λογοτέχνης κι αν είναι κάποιος που γεννιέται σ' ένα μικρό νησί όπως η Κύπρος δεν μπορεί ποτέ να γίνει συγγραφέας μεγάλου μεγέθους.
Κάνω ακόμα μια φορά τις σκέψεις αυτές καθώς τελειώνω το τελευταίο βιβλίο του Ίρβιν Γιάλομ, την αυτοβιογραφία του, γραμμένη στα ογδόντα πέντε του χρόνια (γενν. το 1931, είναι τώρα 87). Με συνάρπασε. Κι ας είναι η εξιστόρηση της ζωής ενός εβραιόπουλου που οι βιοπαλαιστές, αμόρφωτοι γονείς του έφτασαν στην Αμερική πρόσφυγες από τη Ρωσία. Όμως η μεγάλη χώρα του δίνει την ευκαιρία για μόρφωση, για την επιλογή πανεπιστημίου, για την επιστημονική, κοινωνική και οικονομική πρόοδο. Μια ξαφνική αρρώστια του πατέρα του όταν ο Ίρβιν ήταν 14 χρονών και η ανακουφιστική παρηγοριά του γιατρού τον κάνουν να θέλει να γίνει γιατρός, να βοηθάει κι αυτός τον κόσμο. Μετά από σκληρή μελέτη κατορθώνει να μπει στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Τζωρτζ Ουάσιγκτον, από εκεί στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης και τελικά στο Τζωνς Χόπκινς της Βαλτιμόρης, όπου παίρνει την ειδικότητα του ψυχοθεραπευτή.
Με ύφος απλό αλλά γλαφυρό, συχνά με χιούμορ μας μεταφέρει στον κόσμο της ψυχιατρικής αλλά και στον κόσμο της καθημερινότητάς του. Γνώρισε τη γυναίκα του Μαίρυλιν όταν ήταν 15 χρονών, την παντρεύτηκε και ζουν μαζί μέχρι σήμερα! Κι εκείνη πανεπιστημιακός, με ειδικότητα στη λογοτεχνία κι εκείνη συγγραφέας αρκετών βιβλίων. Τα ενδιαφέροντά τους, αν και διαφορετικά ως προς το είδος, συμπίπτουν ως προς το αέναο διάβασμα και τη διαρκή προσπάθεια για ανέλιξη. Παρ' όλο που αποκτούν τέσσερα παιδιά (σήμερα και οχτώ εγγόνια) δεν διστάζουν να μετακινούνται, να ζουν με επιστημονικές ανταλλαγές σε άλλες χώρες ή απλώς να ταξιδεύουν. Πότε στο Παρίσι, που η Μαίρυλιν ιδιαιτέρως αγαπά, στο Λονδίνο, στη Βιέννη, στην Ιταλία, στην Ιαπωνία και αλλού. Κάποτε ο Ίρβιν πάει μόνος για ένα σεμινάριο διαλογισμού στην Ινδία, αλλά οι εμπειρίες του από εκεί δεν είναι και οι καλύτερες. "Πώς έγινα Έλληνας" τιτλοφορεί ένα κεφάλαιο του βιβλίου του, όπου περιγράφει πώς γνώρισε την Ελλάδα, πώς νιώθει όταν την επισκέπτεται, αλλά και τη μεγάλη αγάπη των Ελλήνων αναγνωστών για τα βιβλία του.
Κινούμενος μεταξύ της αναπόλησης της παιδικής του ηλικίας, των σχέσεων με τους γονείς του, προσωπικών οικογενειακών στιγμών και βιωμάτων, των σπουδών του, της επαγγελματικής ανέλιξης, των ονείρων του, φίλων με τους οποίους συνδέθηκε, την παράθεση συγκεκριμένων περιστατικών ψυχοθεραπείας με θεραπευομένους του, αφιερώνει μεγάλο μέρος της αυτοβιογραφίας του στο πώς αφορμήθηκε να στραφεί, εκτός από τα καθαρά ψυχιατρικά βιβλία και στη λογοτεχνική γραφή. Κι αυτό είναι το μέρος, ομολογώ, που με γοήτευσε περισσότερο. Ο Δήμιος του έρωτα, Όταν έκλαψε ο Νίτσε, Στο ντιβάνι, Η μάνα και το νόημα της ζωής, Η θεραπεία του Σοπενάουερ, Στον κήπο του Επίκουρου, Το πρόβλημα Σπινόζα, Πλάσματα μιας μέρας, είναι βιβλία του μεταφρασμένα και στα Ελληνικά, τα πλείστα ευπώλητα. Με ποια αφορμή τα έγραψε, σκέψεις πάνω στο περιεχόμενό τους, ανάλυση που τα φέρνει πιο κοντά μας.
Στάθηκα ιδιαίτερα στα λογοτεχνικά του διαβάσματα. Τζων Στάινμπεκ, Τόμας Γουλφ, Γιόζεφ Ροτ, Κάφκα, Καμύ, Ζαν-Πωλ Σαρτρ είναι μερικοί μόνο από τους αγαπημένους του συγγραφείς. Με εντυπωσίασε η παραδοχή του ότι "πολλά από τα ζητήματα που βασάνιζαν τους θεραπευόμενούς μου-τα γηρατειά, η απώλεια, ο θάνατος, οι μεγάλες αποφάσεις ζωής, ποιο επάγγελμα ν' ακολουθήσω ή ποιον να παντρευτώ-είχαν συχνά δουλευτεί με πολύ πειστικότερο τρόπο από μυθιστοριογράφους και φιλοσόφους παρά από μέλη της ψυχιατρικής κοινότητας". Σαν τέτοιους συγγραφείς αναφέρει τον Ντοστογιέφσκι, τον Τολστόι, τον Μπέκετ, τον Κούντερα κ.ά., ο ίδιος δε ομολογεί ότι δεν μπορούσε να κοιμηθεί αν δεν διάβαζε λίγες έστω λογοτεχνικές σελίδες.
Ο Ίρβιν Γιάλομ έζησε μια μακρά ζωή,  δύσκολη και γεμάτη μειονεκτικά συναισθήματα στην αρχή της (παιδί φτωχών μεταναστών, λευκός σε μια συνοικία μαύρων, Εβραίος όταν όλοι γύρω του ήταν χριστιανοί) κι όμως με τον προσωπικό του αγώνα καταλήγει στον επίλογο της αυτοβιογραφίας του: "Κοιτάζοντας τη ζωή μου προς τα πίσω, λίγες πικρίες έχω. Έχω σύντροφο ζωής μια πολύ ξεχωριστή γυναίκα. Έχω παιδιά κι εγγόνια που μ'αγαπούν. Έχω ζήσει σ' ένα προνομιούχο μέρος του κόσμου με ιδανικό κλίμα, όμορφα πάρκα, πολύ λίγη φτάχεια και βία και στο οποίο βρίσκεται το Στάνφορντ, ένα από τα καλύτερα πανεπιστήμια στον κόσμο. Και κάθε μέρα λαβαίνω γράμματα που μου υπενθυμίζουν ότι έχω βοηθήσει κάποιον σε κάποια μακρινή χώρα. Έτσι λοιπόν τα λόγια που είπε ο Ζαρατούστρα του Νίτσε ισχύουν για μένα:
"Αυτή ήταν η ζωή; Ε, τότε άλλη μια φορά!"-

Πέμπτη, Ιουλίου 05, 2018

Ένα κείμενο της Καίτης

Η Καίτη, με την ωραία, ποιητική της γραφή, γράφει για μένα και όσα μας δένουν. Την ευχαριστώ πολύ. (Παραλείπω κάποια πολύ προσωπικά σημεία)

70 βιβλία και 9 ταξίδια από το blog της
«anagnostria», Kίκας Ολυμπίου
Την Κίκα τη θυμάμαι πάντα να διαβάζει και να γράφει σε περιοδικά, σε εφημερίδες ολόδροσα κείμενα με τα πιο απροσδόκητα θέματα, με τον δικό της ανεπανάληπτο, τον χαμηλόφωνο, κουβεντιαστό τρόπο που άγγιζε ευαίσθητες χορδές της ύπαρξης που περιμένανε οι αναγνώστες της να διαβάσουν. Η γραφή της ενείχε μια μαγική αύρα, να πιάνει το απλό, το καθημερινό και να το αγλαΐζει, να του δίνει βάθος και προοπτική.
Θυμάμαι όταν έφυγε η μητέρα της έγραψε ένα συγκλονιστικό άρθρο στοργής κι ευγνωμοσύνης in memoriam. Άφησαν εποχή οι πρωτότυπες ραδιοφωνικές εκπομπές στο ΡΙΚ για λογοτεχνικά θέματα. Κι από κοντά η τρυφερή ιστορία από το ημερολόγιο της Άννας που αναζητούσαν οι ακροάτριες το άγραφο ακόμα βιβλίο στα βιβλιοπωλεία!  Η Κίκα, λοιπόν, διάβαζε κι έγραφε, μα προπάντων διάβαζε, ήταν πάντα μια περιπαθής αναγνώστρια. Έρχονται στη σκέψη μου εκείνη τα αξέχαστα χρόνια στο Γυμνάσιο Φανερωμένης που γνωριστήκαμε και συνεργαστήκαμε. Τότε στη δεκαετία του 70,  τα μαύρα σύννεφα πλήθαιναν πάνω από το μαρτυρικό νησί και μεις σκοτωνόμαστε μεταξύ μας (άραγε θα μας συγχωρήσει ποτέ η ιστορία που δεν πήραμε τα μηνύματα του Ονήσιλου;)  και στην έπαρσή μας δεν βλέπαμε πως
βρισκόμαστε στα πρόθυρα της Ασίας
  κάτω απ’ την αφή μας άπτεται η πέτρα.     
(Κ. Μόντης)
Κι έπειτα ήρθε ο χαλασμός. Τότε 1970-74 διαβάζαμε ατέλειωτα, ξεκοκαλίσαμε την πλούσια βιβλιοθήκη της Φανερωμένης, ελληνική  και ξένη λογοτεχνία, θέατρο, Ίψεν, θέατρο του παραλόγου, θεατρικά του Σαρτρ, του Τένεσσυ Ουίλιαμς κ.ά. Και κρατούσαμε σημειώσεις και συζητούσαμε επί ώρες συνεπαρμένες, χαμένες στους μυστικούς λειμώνες του Λόγου, στο παραμύθι των λέξεων.
(Όλοι εμείς που αγαπάμε τα βιβλία δεν χρειάζεται να μας πείσουν για την αξία και τη ζωοποιό δύναμή τους. Όμως πιστεύω πως ο Φρανσουά Τρυφώ στο έργο του Φαρενάιτ 451 διά της εις άτοπον απαγωγής αποδεικνύει περίτρανα τον καταλυτικό ρόλο του βιβλίου στη δόμηση του ψυχικού κόσμου μας και την προαγωγή των κοινωνιών προβάλλοντας μια κοινωνία απολυταρχική όπου απαγορεύονταν τα βιβλία επί ποινή θανάτου και κάποιοι διανοητές μέσα σε χλοερά δάση κρυφά αποστήθιζαν ένα σπουδαίο βιβλίο για να το διασώσουν για το μέλλον).
…………………………………………………………….
Η Κίκα είναι αυτή που ενσαρκώνει το ζώδιο ζυγός, ισορροπημένη, εναρμονισμένα μέσα της όλα : συναισθήματα, φαντασία, διαίσθηση, σκέψη. Ο ηνίοχος δεν θα φοβηθεί ποτέ την ανατροπή του άρματος από το δυσήνιο άλογο των ορμών. Πάντα τη θαύμαζα την Κίκα γι’ αυτή την εσωτερική αρμονία, όντας εγώ παρορμητική και εκρηκτική στην έκφραση του είναι μου.
……………………………………………………………………….
          Τη δεκαετία του '90 εκδώσαμε μαζί δύο συλλείτουργα βιβλία, τη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη, σχέδιο ερμηνείας και τα κείμενα Λογοτεχνίας για τη Γ΄ Λυκείου. Για να τα γράψουμε εντρυφήσαμε και βυθιστήκαμε για χρόνια σε μια ατέλειωτη βιβλιογραφία, ώσπου να πάρουν την τελική τους μορφή τα  δοκίμιά μας. Ήταν μια εργασία έμπλεη έρωτος και ένθεου ζήλου, διαβάζαμε και γράφαμε ξανά και ξανά. Τότε η Κίκα έγραψε στον Νίκο Κάσδαγλη κι εκείνος με πολλή ευγένεια μας έστειλε τα βιβλία του για να αναγνώσουμε σωστά το διήγημά του, «Σοροκάδα» και μόλις πήρε το βιβλίο μας βαθιά συγκινημένος μας απάντησε πως ήταν η δική μας η πιο ωραία ερμηνεία του αφηγήματός του. Θυμάμαι το 1998 ήμουν με εγχείριση καρκίνου στο Νοσοκομείο με τον ορρό στο χέρι και ψάχναμε μαζί στο ποιητικό σύμπαν του Ελύτη, μαγεμένες να ενωτιστούμε τα άρρητα φθέγματα της ποίησής του, να αποκρυπτογραφήσουμε το Άσπιλο, να ερμηνεύσουμε το ι΄ άσμα, της αγάπης αίματα με πορφύρωσαν ή το ια΄  άσμα, ανοίγω το στόμα μου κι αναγαλλιάζει το πέλαγος.
          Kαι η Κίκα συνεχίζει να διαβάζει και να γράφει πυρετωδώς κι ακόμα ένα έναυσμα τώρα διαρκές και ανανεώσιμο είναι ο άλλος της έρωτας, τα ταξίδια. Ταξιδεύοντας με τους φιλολόγους και τους φίλους τους όπου γης με ανεξάντλητη την έφεση να δει πίσω από τα πανέμορφα τοπία, τις ιστορίες, τα μνημεία εκείνη με την αγάπη της και τη φιλέρευνη ματιά και φαντασία του περιηγητή βλέπει και διαλέγεται με την ψυχή του τόπου, τη μήτρα των πραγμάτων, την ουσία των όντων που συνήθως επικαλύπτεται από την αχλύ και την τύρβη των ανθρώπων. Κάποτε ψάχναμε μαζί να βρούμε την μπυραρία όπου πήγαινε ο Τζέιμς Τζόις στο Δουβλίνο, ή στο Όσλο το καφέ Central  όπου κάθε μεσημέρι ερχόταν ο Ίψεν ή στο Παρίσι το μπιστρό που σύχναζε ο Βενιζέλος.
Με μοναδική πυκνότητα κι ένταση μας παραδίδει τις συντεταγμένες της δικής της κοσμολογίας, μιλά για μια άλλη γεωγραφία απ’ αυτή των χαρτών  κι ο μυθικός κόσμος που μας αποκαλύπτεται στις ταξιδιωτικές της σελίδες μας εισάγει σ’ ένα άχρονο παρόν. Έτσι μας προσφέρει μια ενδόμυχη παραμυθία και ξεχνάμε πού είμαστε κι όλα αυτά που μας πονούν και που μας καίνε.
Η Κίκα έχει εκδώσει ως τώρα 2 τόμους ταξιδιωτικών, το 2003 και το 2012. Τώρα κρατάμε ανά χείρας το καινούργιο της βιβλίο, μια ιδιαίτερα καλαίσθητη  έκδοση, 70 βιβλία και 9 ταξίδια από το blog της “anagnostria, όπου  ενώνει τους δύο μεγάλους της έρωτες τα  βιβλία που διάβασε και για τα οποία έχει αναρτήσει στο διαδίκτυο ως δεινή μπλόκερ σχόλια, αισθητικές παρατηρήσεις, προβληματισμούς και τα ταξιδιωτικά. Στα βιβλία με απέριττο λόγο σκιαγραφεί τον μύθο του βιβλίου, παρουσιάζει τους ήρωες, προβάλλει τις ιδέες, τη φιλοσοφία του συγγραφέα κρατώντας σε αγωνία για το επερχόμενο τέλος που είναι μια πρόκληση γι’ αυτόν που θα θελήσει να συναντηθεί με τον κόσμο του βιβλίου. Αισθάνομαι υπέροχα γιατί διάβασα και απόλαυσα σχεδόν όλα αυτά τα βιβλία για τα οποία έχουμε συζητήσει διεξοδικά. Τα σπουδαία βιβλία διασώζουν την άφθιτη ομορφιά του λόγου, άλλωστε κατά τον Χάιντεγκερ η γλώσσα, ο λόγος είναι ο οίκος του Όντος, οι ποιητές και οι διανοητές είναι οι φύλακες της αλήθειας του Όντος.
Όσον αφορά τα ταξιδιωτικά, όπως λένε οι φίλες μου στην Ελλάδα που διάβασαν τις ταξιδιωτικές περιπλανήσεις της Κίκας, τα κείμενά της τις βοηθούν να χάνονται σε «αστερισμούς σελαγίζοντες που συνορχούνται με την κόμη της Βερενίκης» και άλλα αστρικά σχήματα, ν’ αποδρούν γι' αλλού σαν το μαγικό λυχνάρι του Αλαντίν, τους διανοίγει παράθυρο στο σύμπαν, που μόνο να ονειρεύονται μπορούν πλέον. Ας χαθούμε λοιπόν χωρίς αποσκευές στα 9 ταξιδιωτικά της Κίκας, στις άγνωστες διεξόδους που μας προσφέρει ο πανέμορφος αυτός πλανήτης, όπου ο Θεός ευδόκησε να κατοικούμε.

Καίτη Χρίστη

Δευτέρα, Ιουλίου 02, 2018

Οι λεηλάτες του μεσημεριού

Αθηνά Τσάκαλου
Οι λεηλάτες του μεσημεριού
Οι εκδόσεις των συναδέλφων, 2018
Είναι κάποια βιβλία που από την πρώτη σελίδα είναι σαν να σε αρπάζουν από τον λαιμό. Δεν  μπορείς να τους ξεφύγεις, δεν μπορείς να αναβάλεις το διάβασμά τους. Η πρώτη σελίδα οδηγεί αναπόφευκτα στη δεύτερη, γυρίζεις βιαστικά τη μια μετά την άλλη, αχόρταγα προχωρείς και ολοένα θέλεις κι άλλο κι άλλο...
Αυτό μου συνέβη και με το βιβλίο "Οι λεηλάτες του μεσημεριού" της άγνωστής μου συγγραφέως Αθηνάς Τσάκαλου, που είχε την καλοσύνη να μου στείλει. Ευτυχώς. Ποιος ξέρει αν θα το συναντούσα ποτέ κι αν το συναντούσα αν θα του έδινα την οποιαδήποτε σημασία.
Η Λένη -προσωπείο, υποθέτω της συγγραφέως- θυμάται. Θυμάται και γράφει. Είναι σαν ένα requiem, ένα μεταθανάτιο αφιέρωμα στον αδελφό της. Συνομιλίες και όνειρα, αναπολήσεις και οράματα, ανάπλαση μιας περασμένης ζωής και οραματισμοί για το μέλλον. Η ζωή στο φτωχό, ορεινό χωριό αναπλάθεται μ΄ολη την αγάπη, τη νοσταλγία, τον καημό για μια εποχή περασμένη. Έθιμα, πρόσωπα του χωριού και οι τραγικές τους ιστορίες, η δύσκολη ζωή, η φτώχεια, το κρύο. Το χιόνι πλημμυρίζει κάθε σελίδα του βιβλίου. Κι ανάμεσα μια οικογένεια. Η Λένη, ο αδελφός της Σταύρος, δυο χρόνια μεγαλύτερος, η μάνα, μια υπέροχη μορφή μάνας. Καρτερική, γεμάτη καλοσύνη, αγάπη, στοργή, κατανόηση, έτοιμη να στερηθεί για να δώσει. Δουλεύει τη γη, γίνεται μητέρα και πατέρας ταυτόχρονα για τα δυο ανήλικα παιδιά της, όταν ο άντρας της χάνεται για δέκα χρόνια μετανάστης στη Γερμανία. Κι όταν εκείνος ξαφνικά γυρίζει, τα δυο παιδιά δυσκολεύονται να τον αναγνωρίσουν. Μια πονεμένη κραυγή, κραυγή διαμαρτυρίας ακούγεται από τη Λένη για το τέρας της μετανάστευσης.
Τα χρόνια περνούν. Η ζωή τους μετά την άφιξη του πατέρα κάπως βελτιώνεται. Τα παιδιά μεγαλώνουν, πάνε στην Αθήνα για σπουδές. Οι σκέψεις της Λένης ξεδιπλώνονται συνειρμικά. Η ανάμνηση εθίμων του χωριού, εκδηλώσεων που διάνθιζαν με λίγες στιγμές χαράς τη δύσκολη ζωή, το καθιερωμένο πριν τα Χριστούγεννα σφάξιμο του γουρουνιού, οι γιορτές του Πάσχα εναλλάσσονται με τις συζητήσεις με τον αδελφό της που πιστεύει σ' ένα όραμα, σ' έναν καλύτερο κόσμο για τον οποίο και αγωνίζεται. Πολλά πράγματα βέβαια πέρα από την ιδεολογία και τους οραματισμούς του δεν αποκαλύπτει στην αδελφή του. Αλλά ένα απόγευμα η μορφή του αδελφού της γεμίζει την οθόνη της τηλεόρασης. Η ανακοίνωση ότι πρόκειται για αναρχικό που σκοτώθηκε σε συμπλοκή με την αστυνομία, την αφήνει κεραυνόπληκτη. Η κηδεία του στο χωριό, η βίωση του πένθους, τα ταφικά έθιμα και πάνω απ' όλα ο πόνος της μάνας, χαράσσουν ανεξίτηλες εικόνες στη σκέψη του αναγνώστη.
Η συγγραφέας είχε να επιτελέσει ένα πολύ δύσκολο έργο. Να ισορροπήσει ανάμεσα στην ιδεολογία και τους οραματισμούς του αδελφού της στους οποίους και η ίδια πιστεύει και στον τρόπο επίτευξής τους. (Εδώ αξίζει να αναφερθεί ότι η ίδια η συγγραφέας, κατά δική της ομολογία, έχει δυο παιδιά στη φυλακή, που καταδικάσστηκαν για συμμετοχή στην αναρχική οργάνωση Συνωμοσία των Πυρήνων της Φωτιάς). Νομίζω πως πέτυχε το σκοπό της. Αφενός ξεδιπλώνει την ιδεολογία που κινεί τον Σταύρο και την ομάδα του κι από την άλλη διατηρεί τη δική της ουδέτερη στάση ή και αντίθεση απένατι στις επαναστατικές, παράνομες δράσεις που αποσκοπούν στην υλοποίηση αυτής της ιδεολογίας. "Πώς θα ήθελα να υπάρχει κι ένας άλλος τρόπος πολέμου. Όχι ο δρόμος της φωτιάς σαν μόνος δρόμος αλλαγής, αλλά να πολεμήσουμε το κακό και την απελπισία με τη δοξολογία του καλού, του καλού που υπάρχει", σκέφτεται πως θα' πρεπε να είχε πει στον αδελφό της.
Την ίδια δυσκολία αισθάνομαι κι εγώ στην προσπάθειά μου να αποδώσω τον τρόπο σκέψης, την ιδεολογία που κινεί τον Σταύρο στη δράση, όπως αυτή αποτυπώνεται στους πολύ ενδιαφέροντες διαλόγους με την αδελφή του ή όπως διεξάγονται μετά τον θάνατό του μεταξύ της κοπέλας του και της Λένης. Νομίζω πως δεν κατάφερα να αποδώσω όπως το ένιωσα και όπως θα ήθελα αυτό το εξαιρετικό βιβλίο. Η καταπληκτική περιγραφική δύναμη, η συναισθηματική φόρτιση, οι αξεπέραστες εικόνες από τη φύση, η δύσκολη ζωή ενός ορεινού χωριού που σιγά-σιγά ερημώνει, οι διαλογικές συζητήσεις, η θρησκευτική αύρα, όλα με γοήτευσαν και με συνάρπασαν. Πώς να συνδυάσω τη γοητεία όλων αυτών με την έντονη αντίθεσή μου στον τρόπο δράσης των αναρχικών ομάδων; Το μεγάλο ερώτημα παραμένει: Μπορεί να αλλάξει ο κόσμος με την ένοπλη δράση αυτών των ιδεολόγων; Μήπως υπάρχουν άλλοι τρόποι;

Σάββατο, Ιουνίου 23, 2018

Τα δωδέκατά μου γενέθλια




Ποτέ δεν το περίμενα ότι θα ξεχνούσα τα γενέθλιά μου! Κι όμως να που έγινε κι αυτό. Προχθές, 21 Ιουνίου, τη μεγαλύτερη μέρα του χρόνου, την παγκόσμια μέρα μουσικής, που διάλεξα (ή έτυχε;) το 2006 να γεννηθεί το blog μου, την ξέχασα. Πρώτη φορά στα δώδεκα χρόνια. Ας είναι καλά ο συνεορτάζων Πατριάρχης Φώτιος (Vivliocafe) που μου το θύμισε. Εύχομαι και σε κείνον και σε μένα "ενόσω ζούμε και αναπνέουμε..." να μπορούμε να διαβάζουμε και να γράφουμε. Μια έντυπη έκδοση, μια επιλογή των αναρτήσεών μου, είναι το δώρο που έκανα  στον εαυτό μου.

Δευτέρα, Ιουνίου 11, 2018

Τα χειροποίητα

Έλενα Ακρίτα
Τα χειροποίητα
Διόπτρα, 2018
"Αυτοαναφορικό κείμενο σήμερα-επιτρέψτε μου τη συγκίνηση. Μόλις κυκλοφόρησε το νέο μου βιβλίο "Τα χειροποίητα". Ένα βιβλίο που έχει ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου, γιατί αποτυπώνει μια πορεία στα "ΝΕΑ" σχεδόν είκοσι χρόνων, από το 2000 μέχρι σήμερα. Σύντομα κείμενα που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα. Κείμενα παλιά ή καινούρια, γελαστά ή μελαγχολικά, θυμωμένα ή χαρούμενα, κείμενα βιωματικά-όλα αφιερωμένα στους συγκάτοικούς μου στην τρέλα. Τους αναγνώστες μου".
Γνωστή, αγαπημένη, πολυγραφότατη και πολυδιαβασμένη η (κατά ένα μέρος) συμπατριώτισσά μας Έλενα Ακρίτα αυτοπαρουσιάζεται στο σύντομο αυτό κείμενο, δημοσιευμένο στα "ΝΕΑ" στις 25 Μαΐου 2018. Ίσως να μη χρειαζόταν να προσθέσω εγώ τίποτε άλλο στην παρουσίαση του βιβλίου. Όμως δεν αντέχω να μην εκφράσω την ευχαρίστηση, τη συγκίνηση, το χαμόγελο, την απόλαυση που μου χάρισε άλλο ένα βιβλίο της Ακρίτα.
Αρχίζεις να διαβάζεις και παθαίνεις (συγχωρέστε μου την υλιστική παρομοίωση) όπως όταν αρχίζεις να τρως...ξηρούς καρπούς. Δεν μπορείς να σταματήσεις!
Το γνωστό της οξύ χιούμορ, η υπερβολή της σάτιρας, πάντα μέσα στην επικαιρότητα που παρ' όλα αυτά δεν χάνει τη διαχρονικότητά της. Άλλοτε (πιο σπάνια) θέματα με συγκίνηση όπως τα δικά της παιδικά Χριστούγεννα και η Αθήνα μιας άλλης εποχής ή μνήμες προσώπων που "έφυγαν", ιδαίτερα του πατέρα της. Συνήθως όμως καυτηριάζει, θίγει, τσιγκλάει ειρωνευόμενη. Πότε την απαξιωτική συμπεριφορά προς τον ντελιβερά, άλλοτε την υποτιμητική συμπεριφορά προς τον σερβιτόρο, προς τους μετανάστες, προς τον κάθε διαφορετικό. Δεν μπορείς να μη γελάσεις και να μη διασκεδάσεις με κείμενα που γράφονται ως εκθέσεις μαθητών: Για την Πρωτοχρονιά, την 28η Οκτωβρίου, τις Απόκριες. Μέσα από το χιούμορ παίρνει θέση. Για το σύμφωνο συμβίωσης, για τον μη εμβολιασμό των παιδιών, για τις Πανελλήνιες, για την οικονομική κρίση, για τη γραφειοκρατία, γενικά για όλα όσα αποτελούν τη νεοελληνική καθημερινότητα.
Προσπάθησα να δώσω ένα δείγμα των κειμένων. Αδύνατο όμως να απομονώσω ένα απόσπασμα χωρίς να προδώσω το σύνολο. Διαβάζοντας τα κείμενα της Ακρίτα χαμογελάς, συγκινείσαι, προβληματίζεσαι. Και η μόνη απογοήτευση όταν διαβάζεις το τελευταίο (χωρίς να ξέρεις ότι είναι το τελευταίο). Γυρίζεις τη σελίδα κι αναφωνείς: "Μα δεν έχει άλλο;".

Δευτέρα, Μαΐου 28, 2018

Ο κύκλος του χώματος

Κώστας Χατζηαντωνίου
Ο κύκλος του χώματος
Καστανιώτης, 2017
Καθώς διάβαζα και ξαναδιάβαζα, πότε το αρχικό κεφάλαιο, πότε ενδιάμεσα αποσπάσματα, καθώς προσπαθούσα να βάλω σε μια γενεαλογική σειρά την πληθώρα των προσώπων του μυθιστορήματος, διερωτώμουν συνεχώς: γιατί πρέπει η λογοτεχνία να είναι γρίφος; Γιατί ο αναγνώστης να αγωνίζεται να καταλάβει; Μια απλούστερη και διαυγέστερη γραφή θα έδινε μικρότερη λογοτεχνική αξία στο έργο; Με δυσκόλεψε το έργο αυτό  (που το βρίσκω κατώτερο από το Ακριτζέντο), κυρίως με την αοριστία του τόσο ως προς τα πρόσωπα όσο και ως προς τα γεγονότα.
Θέμα του έργου είναι, με την εξιστόρηση του βίου μιας οικογένειας, της οικογένεια των Γαβαλάδων, που ποερχόμενη από τον Μικρασιατικό Ελληνισμό καταλήγει σ' ένα νησί που δεν κατονομάζεται (πιθανολογείται η Ρόδος) και με τα διάφορα παρακλάδια της να διανύσει 150 περίπου χρόνια ιστορίας, με σημαντικούς σταθμούς στην ιστορία του Έθνους.
Γενάρχης ο Αλέξανδρος Γαβαλάς. Τα τρία του παιδιά, ο Βασίλης (γιατρός), ο Σπύρος (ναυτικός) και ο Ιάκωβος (υφαντουργός) έχουν το καθένα τις δικές του περιπέτειες βίου, τα δικά του παρακλάδια στη ζωή. Αυτά βεβαίως δεν τα λέει με αυτή τη σειρά ο συγγραφέας. Τα συνάγει ο αναγνώστης με πολύ κόπο, πολλή προσοχή και κρατώντας σημειώσεις αν θέλει να  κατανοήσει τις σχέσεις των προσώπων και τη δράση καθενός.
Κεντρικό πρόσωπο, αλλά απόν στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου, ο Αλέξανδρος, εγγονός του γενάρχη πρώτου Αλέξανδρου, που αφού φοίτησε στη Σχολή Ευελπίδων, πολεμά στην Κύπρο το 1974 και είναι τώρα αγνοούμενος (Εδώ μια παρένθεση και μια απορία: Πώς εξηγείται η χρονική απόσταση μεταξύ παππού που υπήρξε Ιερολοχίτης στη Μολδοβλαχία και του εγγονού που πολεμά στην Κύπρο το 1974; Ή μεταξύ του πρώτου Αλέξανδρου και του γιου Ιάκωβου που πολέμησε στην Αλβανία το '40; Μήπως έχασα επεισόδια ή μήπως "μυθιστορηματική αδεία" πρέπει να παραβλέψουμε τον χρόνο;) Σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και ο Μιχαήλ, ξάδερφος του αγνοούμενου Αλέξανδρου, που τον αναζητεί ακόμα και στηνΤουρκία.
Δεν αρνούμαι ότι ο Χτζηαντωνίου έχει πολύ καλές σελίδες, περιγραφές, ενίοτε ποιητικές, σκέψεις και συναισθήματα. Υπάρχουν όμως κεφάλαια τόσο χαλαρά συνδεδεμένα με το σύνολο που θα μπορούσαν  να σταθούν σαν ανεξάρτητα διηγήματα. Π. χ. βρήκα πολύ ενδιαφέρον το κεφάλαιο "Το βιβλιοπωλείο", όπου η συνάντηση του Μιχαήλ με τον ιδιόρυθμο βιβλιοπώλη κι έναν ζωγράφο, δίνει αφορμή για σκέψεις γύρω από την Τέχνη. Επίσης το κεφάλαιο "Σε μια παμπ του Κορκ" είναι μια πολύ πειστική περιγραφή της ατμόσφαιρας μιας ιρλανδέζικης μπιραρίας. Όμως υπάρχουν και πιο άσχετα και ελάχιστα συνδεδεμένα με το υπόλοιπο μυθιστόρημα κεφάλαια, όπως το "Ένα κεφάλαιο οικονομικής ιστορίας" που αποτελεί πανεπιστημιακή διάλεξη του Παύλου Γαβαλά.
Ωραίος ο επίλογος του έργου. Γενιές ανθρώπων ήρθαν και πέρασαν. Και τώρα μια καινούρια ζωή έρχεται στο φως, ένας άλλος Αλέξανδρος, ο γιος του Μιχαήλ. Ο αέναος κύκλος του χώματος. "Μια μέρα ο μικρός Αλέξανδρος θ' ανοίξει τη ντουλάπα, θα ξελύσει το σακουλάκι με το χώμα που έφεραν από το χωράφι εκείνο, έξι μίλια από την Κερύνεια, όπου βρήκαν τα οστά του ανθυπολοχαγού-τη μορφή του, το παιδί αυτό θα τη γνωρίσει μόνο από φωτογραφίες και διηγήσεις. Μια μέρα, παίζοντας,  θα πάρει στο χέρι το χώμα και θα το τινάξει σημαδεύοντας τον καθρέφτη. Θα δει τότε μια μορφή να του χαμογελά με σιγουριά πριν, λίγες στιγμές μετά, μια ριπή αέρα τη σβήσει. Γιατί ο Καιρός-πώς αλλιώς να τον πούμε τάχα;-πάντα καθαρίζει τον καθρέφτη της ζωής από κάθε χωματιά και πάντα ένας νέος κύκλος χώματος θ' ανοίγει".

Παρασκευή, Μαΐου 18, 2018

Η μοναδική ιστορία

Julian Barnes
Η μοναδική ιστορία
Μεταίχμιο, 2018
Μετ. Κατερίνα Σχινά
Έχω διαβάσει τα περισσότερα από τα μεταφρασμένα στα ελληνικά βιβλία του Julian Barnes, που θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους βρετανούς συγγραφείς. Δυο κυρίως με είχαν ενθουσιάσει: Το  "Ένα κάποιο τέλος" (βραβείο Booker 2011) και το "Χωρίς να φοβάμαι τίποτα πια". Αλλά, είτε μου άρεσαν περισσότερο ή λιγότερο, δεν παύουν να είναι δημιουργήματα υψηλής λογοτεχνικής πνοής. Ό,τι κι αν γράφει το γράφει με περίτεχνη γλώσσα, η φράση του χωρίς να σε δυσκολεύει διατυπώνεται με πρωτοτυπία ξεφεύγοντας από την κοινή και τετριμμένη έκφραση. Ένα άλλο γνώρισμα της γραφής του Barnes είναι ο ελεγειακός τόνος. Τα κείμενά του "στάζουν" μελαγχολία, ακόμα κι αυτά, όπως το τελευταίο, που μιλούν για ευχάριστα συμβάντα όπως ο έρωτας. Είναι όμως μια μελαγχολία που δεν σε καταθλίβει, μια μελαγχολία σύμφυτη με την ύπαρξη. Σκέψεις με καθολικό περιεχόμενο παρεμβάλλονται στην υπόθεση. Σκέψεις που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν αποφθεγματικές. Για τη ζωή, τον θάνατο, τον έρωτα, τα νιάτα, τον χρόνο, τη μνήμη...
Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά τα συναντάμε και σ' αυτό το τελευταίο του βιβλίο. Τι σημαίνει ο τίτλος; Ποια είναι "Η μοναδική ιστορία"; "Βλέπεις ένα ζευγάρι και σου φαίνεται ότι βαριούνται αφόρητα ο ένας τον άλλον. Σου είναι αδύνατον να φανταστείς ότι έχουν οτιδήποτε κοινό, αναρωτιέσαι γιατί εξακολουθούν να ζουν μαζί. Αλλά δεν είναι απλώς συνήθεια, δεν είναι βόλεμα, δεν είναι εφησυχασμός, δεν είναι σύμβαση, δεν είναι οτιδήποτε τέτοιο. Είναι γιατί κάποτε, είχαν την ερωτική τους ιστορία. Όλοι είχαν. Είναι η μοναδική ιστορία".
Πάνω σε μια τέτοια ιστορία κτίζει ο Barnes το βιβλίο του. Μια ιστορία που του χρησιμεύει ως καμβάς πάνω στον οποίο να υφάνει όλες τις άλλες σκέψεις και προβληματισμούς του. Στις αρχές της δεκαετίας του '60 ένας δεκαεννιάχρονος νεαρός, ο Πολ Κέιζι, που ζει με τους γονείς του σ' ένα προάστιο του Λονδίνου, γνωρίζει στο τοπικό κλαμπ του τένις τη σαραντάχρονη Σούζαν, παντρεμένη και με δύο ενήλικες κόρες. Ο ερωτικός δεσμός του Πολ και της Σούζαν σοκάρει τη μικρή, συντηρητική κοινωνία του Βίλατς, του οποίου τόσο το φυσικό όσο και το κοινωνικό περιβάλλον ο συγγραφέας περιγράφει με αριστοτεχνική συντομία. Οι δυο εραστές αποφασίζουν να ζήσουν στο Λονδίνο.
Καθώς τα χρόνια περνούν ο δεσμός σιγά-σιγά φθίνει. Η Σούζαν καταφεύγει στον αλκοολισμό και βυθίζεται στην κατάθλιψη. Το τέλος μελαγχολικό, αλλά αναπόφευκτο. Όμως, ώσπου να φτάσει στην τελευταία σελίδα, στην τελευταία γραμμή, ο συγγραφέας κατέγραψε πλήθος συναισθημάτων, σκέψεων, προβληματισμών, πάντα σε σχέση με τον έρωτα. Αναφέρθηκε στην ιδιαίτερη γλώσσα που χρησιμοποιεί ένα ζευγάρι εραστών, στη λειτουργία της ανάμνησης όταν τα χρόνια περάσουν (προσπαθεί να θυμηθεί το σώμα της, ένα κορσέ που φορούσε εκείνη, πόσες φορές έκαναν έρωτα κ. ά). Μιλάει για την αντίδραση του συζύγου και των θυγατέρων της, για τον καταστρεμμένο έρωτα (Ο κατεστραμμένος έρωτας διατηρεί τα κατάλοιπα, την ανάμνηση του αλλοτινού, υπέροχου έρωτα- κάπου βαθιά, όπου κανείς από τους δυο δεν θέλει να σκάψει").
Το βιβλίο αποτελείται από τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος η αφήγηση γίνεται στο πρώτο πρόσωπο. Εδώ κυριαρχεί ο έρωτας Πολ-Σούζαν. Στο δεύτερο μέρος το πρώτο πρόσωπο συμφύρεται μ' ένα άγνωστο "εσύ". Ο συγγραφέας άραγε απευθύνεται στον εαυτό του ή στον καθένα από μας; Τέλος, στο τρίτο μέρος το πρώτο πρόσωπο γίνεται εν μέρει τρίτο. Η αφήγηση πιο απόμακρη, πιο αποστασιοποιημένη.
Αν η καλή λογοτεχνία δεν έχει (ή δεν πρέπει να έχει) σκοπό μόνο την προσωρινή τέρψη αλλά την εις βάθος αναμόχλευση σκέψεων και συναισθημάτων, σίγουρα σ' αυτήν πρέπει να κατατάξουμε και το καινούριο βιβλίο του Julian Barnes.

Παρασκευή, Απριλίου 27, 2018

Εν ψυχρώ

Τρούμαν Καπότε
Εν ψυχρώ
Πατάκης, 2017
Μετ. Αύγουστος Κορτώ
Τι μπορείς να πεις για ένα τόσο γνωστό και διάσημο βιβλίο που εδώ και δεκαετίες στοιχειώνει τις σκέψεις εκατομμυρίων αναγνωστών σ' όλο τον κόσμο και θεατών των τριών ταινιών που γυρίστηκαν με βάση αυτό; Δεν ξέρω αν υπάρχει βιβλιόφιλος που κι αν ακόμα δεν το έχει διαβάσει, δεν έχει τουλάχιστον ακούσει γι' αυτό. Με είχε συνταράξει όταν το πρωτοδιάβασα (δεν θυμάμαι πότε) κι όμως ένιωσα και τώρα, ξαναδιαβάζοντάς το στην καινούρια έκδοση του Πατάκη, εφοδιασμένη με πλήθος βιωματικές και λογοτεχνικές εμπειρίες που μου επεσώρευσαν τα χρόνια, τον ίδιο ή και μεγαλύτερο συγκλονισμό.
Ένας συνδυασμός δημοσιογραφίας και λογοτεχνίας, που πολλοί από τότε δοκίμασαν να μιμηθούν, αλλά κανένα άλλο έργο δεν είχε την επιτυχία του "Εν ψυχρώ". Το θέμα: Το βράδυ του Σαββάτου, 15 Νοεμβρίου 1959, μια τετραμελής οικογένεια, η οικογένεια Κλάττερ, αποτελούμενη από τους γονείς, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι στην εφηβεία (δυο μεγαλύτερες κόρες ζούσαν αλλού) δολοφονείται στο σπίτι τους στο Χόλκομπ, ένα μικρό χωριό του Κάνσας των ΗΠΑ. Ο δολοφόνος (ή οι δολοφόνοι) δεν άφησαν κανένα ίχνος. Ο Τρούμαν Καπότε φτάνει εκεί ως απεσταλμένος του περιοδικού New Yorker, συνοδευόμενος από τη φίλη του Χάρπερ Λι, γνωστή επίσης συγγραφέα του άλλου διάσημου βιβλίου "Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια", για να καλύψει το γεγονός. Η υπόθεση τον παρασύρει. Η πολύχρονη έρευνά του δεν περιορίζεται στο μεμονωμένο γεγονός. Απλώνεται στο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον, αναλύει τους χαρακτήρες των δολοφονημένων, των φίλων τους, των αστυνομικών που αναλαμβάνουν την έρευνα. Κι ύστερα, όταν τα ίχνη των δυο δολοφόνων εντοπίζονται, το βιβλίο γίνεται μια καταβύθιση στην ψυχή τους. Παρακολοθεί τη ζωή και την πορεία των δυο νεαρών, του Πέρρυ Έντουαρντ Σμιθ και του Ρίτσιαρντ Γιουτζίν Χίκοκ (Πέρρυ και Ντικ στο βιβλίο), που θα καταλήξουν σε δίκη και απαγχονισμό.
Το βιβλίο δεν ακολουθεί βεβαίως πάντα τη χρονολογική σειρά των γεγονότων. Το αποτελούν τέσσερα μέρη: "Οι τελευταίοι που τους είδαν ζωντανούς", "Άγνωστοι δράστες", "Η απάντηση", "Η τιμωρία". Αρχίζει με τη λεπτομερή περιγραφή της τελευταίας μέρας της ζωής των τεσσάρων θυμάτων. Ένας ευυπόληπτος, αυτοδημιούργητος, ευκατάστατος ραντζέρης, ο Χέρμπερτ Κλάττερ, η ευαίθητη με ελαφρά νευρασθένεια γυναίκα του Μπόννι, η έφηβη, χαρισματική κόρη Νάνσυ, γεμάτη όνειρα για τη ζωή και ο νεαρός γιος Κένυον με τα δικά του όνειρα και σχέδια. Αυτοί δεν το ξέρουν, εμείς οι αναγνώστες όμως το ξέρουμε πως ό,τι κάνουν, ό,τι λένε, είναι για τελευταία φορά. Είναι η τελευταία τους μέρα στη ζωή. Η τραγική ειρωνεία με την έννοια που της έδωσε η αρχαία τραγωδία, κορυφώνει το δράμα.
Στο δεύτερο μέρος το πλάνο ανοίγει περισσότερο. Το ακατανόητο έγκλημα στοιχειώνει τις μέρες και τις νύχτες των αστυνομικών, κυρίως του Άλβιν Ντιούυ που αναλαμβάνει την υπόθεση. Παράλληλα παρακολουθούμε την περιπλάνηση των δυο άγνωστων ακόμα για την αστυνομία δολοφόνων από Πολιτεία σε Πολιτεία ως το Μεξικό, που επιβιώνουν με απάτες, μικροκλοπές, ακάλυπτες επιταγές. Η λεπτομερής περιγραφή του αποτρόπαιου εγκλήματος θα έρθει στο τρίτο μέρος, όταν οι δυο δολοφόνοι συλλαμβάνονται. Η δίκη και ο απαγχονισμός τους θα ολοκληρώσει το δράμα.
Το βιβλίο πάει πολύ πιο πέρα από την περιγραφή του εγκλήματος, την ανακάλυψη των δραστών και την τιμωρία τους. Στις 500 περίπου σελίδες του ξεδιπλώνεται η Αμερική της δεκαετίας του '50 και '60. Γίνεται μια εμβάθυνση στη μελέτη των χαρακτήρων, στο ρόλο που διαδραματίζουν τα τραύματα της παιδικής ηλικίας, μια μελέτη του κακού, αιωρούνται ερωτηματικά γύρω από το θέμα της θανατικής ποινής.
Το "Εν ψυχρώ" είναι ένα βιβλίο που θα 'πρεπε να διαβάσουν οι συγγραφείς για την τεχνική του, οι αστυνομικοί για τις μεθόδους και την αφοσίωση στη δουλειά τους, οι ψυχολόγοι για τη μελέτη των χαρακτήρων, οι νομικοί για τα ερωτήματα που θέτει η δικαιοσύνη, ο κάθε βιβλιόφιλος για να απολαύσει ένα μοναδικό ανάγνωσμα.