Σκέφτηκα να ξανακοιτάξω λίγο τα δυο μυθιστορήματα του Στράτη Μυριβήλη σαν μια προετοιμασία εν όψει του Πάσχα, που σχεδιάζουμε με φίλους να το περάσουμε στη Μυτιλήνη. Μα η γοητεία τους με παρέσυρε, με βύθισε σε λαγαρά, καθάρια λογοτεχνικά νερά και μου χάρισε απόλαυση μεγαλύτερη απ' αυτήν που ένιωσα όταν τα πρωτοδιάβασα, καθώς τώρα τα πλησίασα φορτωμένη όχι μόνο με αναγνωστική αλλά και με πείρα ζωής.
Κρατάω στα χέρια μου την 31η έκδοση (2007) της "Δασκάλας με τα χρυσά μάτια" (α΄ έκδοση 1933) και την 24η έκδοση (2006) της "Παναγιάς της Γοργόνας" (α΄ έκδοση 1948). Ωραίες, επιμελημένες εκδόσεις του Βιβλιοπωλείου της Εστίας, τέτοιες που δεν βλέπουμε συχνά, με καλλιτεχνικά ζωγραφισμένα τα αρχικά κάθε κεφαλαίου από τον Μάριο Αγγελόπουλο.
Και τα δυο έργα διαδραματίζονται στη Λέσβο, αγαπημένη πατρίδα του συγγραφέα. Μα μέσα σ' αυτό το νησί είναι κλεισμένη ολόκληρη η Ελλάδα. Η Ελλάδα που βγήκε βαθιά τραυματισμένη από τη Μικρασιατική Καταστροφή, που πάλευε να ορθοποδήσει, να αφομοιώσει το ενάμισυ εκατομμύριο πρόσφυγες, να γιατρέψει τις πληγές της, να ξαναβρεί τη χαρά της ζωής. Η θάλασσα κι η στεριά, ο μόχθος του αγρότη και του ψαρά, παραδόσεις και θρύλοι, η αγιάτευτη νοσταλγία των χαμένων πατρίδων, η φρίκη του πολέμου, ο έρωτας, η καλοσύνη και η κακία των ανθρώπων, η ζωή του χωριού, η φύση σ΄όλες τις ώρες και σ' όλες τις εποχές, δοσμένα με γλώσσα γλαφυρή, πλούσια, γλώσσα βγαλμένη από τα σπλάχνα αυτού του λαού, ζωντανεύουν με την απαράμιλλη τέχνη του Μυριβήλη.
Δεν ξέρω αν πρέπει να πω κάτι για την υπόθεση των έργων. Δεν νομίζω ότι υπάρχει Έλληνας βιβλιόφιλος (προπάνων αν είναι και συγγραφέας) που δεν έχει διαβάσει αυτά τα βιβλία, τουλάχιστον δεν θα έπρεπε να υπάρχει. Ας κάνω όμως μια σύντομη αναφορά.
Στη "Δασκάλα με τα χρυσά μάτια" ένας νέος, ο Λεωνής Δρίβας, γυρίζει στο νησί του αφού έζησε όλη τη φρίκη του πολέμου. Στις πρώτες σελίδες του βιβλίου ο Λεωνής θυμάται την παραμονή του στο νοσοκομείο, όταν τραυματίστηκε, και τον επώδυνο θάνατο του φίλου του Στρατή Βρανά. Η ρεαλιστική περιγραφή των γεγονότων εκείνων στέλλει ένα έντονο αντιπολεμικό μήνυμα. Ίσως γι' αυτό "Η δασκάλα" ήταν απαγορευμένη από τη λογοκρισία από το 1936-1944.
Ο Λεωνής ερωτεύεται την ωραία χήρα του φίλου του, τη Σαπφώ Βρανά. Οι φρικτές εικόνες του πολέμου που στοιχειώνουν τη σκέψη του, αποτελούν μια έντονη αντίθεση με τα νιάτα του που διεκδικούν μερίδιο στη ζωή και στον έρωτα. Η χρονική διάρκεια του μυθιστορήματος είναι ένα καλοκαίρι. Ο Λεωνής και η αδερφή του Αδριανή το περνούν στο χωριό του πατέρα τους. Η πανέμορφη φύση, ωραιότατες θαλασσινές εικόνες, τα φορτωμένα καρπό δέντρα, αποτελούν το σκηνικό μέσα στο οποίο προβάλλει η μικρή κοινωνία του χωριού και τα κεντρικά πρόσωπα του έργου. Ο Λεωνής όλο το καλοκαίρι παλεύει ανάμεσα στον έρωτα για την ωραία Σαπφώ και στο χρέος που αισθάνεται να τον δένει με το νεκρό Βρανά. Το βιβλίο κλείνει αριστοτεχνικά με μια σκηνή που ποτέ δεν μπορεί να ξεχαστεί. Μια σκηνή που με την υπαινικτικότητά της αναδίνει πιο πολλή σεξουαλικότητα από τις εκτενείς ρεαλιστικές περιγραφές της σύγχρονης λογοτεχνίας.
"Η Παναγιά η Γοργόνα" είναι μια μεγαλόπνοη σύνθεση. Ήδη ο ίδιος ο τίτλος και το εκκλησάκι που βρίσκεται στο κέντρο της σύνθεσης, αποτελεί το σύμβολο της διαχρονικής Ελλάδας. Στεριά και θάλασσα, η Παναγιά του Χριστιανισμού με το καράβι και το τρικράνι του Ποσειδώνα ενωμένα στην ίδια ζωγραφιά. Βασικό θέμα το δράμα των προσφύγων κι ο αγώνας τους να στεριώσουν στο νησιώτικο θαλασσοχώρι, ενώ με πόνο αντικρύζουν την πλούσια, αγαπημένη γη που άφησαν απένατι. Πώς τον νιώθουμε αυτό τον πόνο εμείς εδώ στην Κύπρο! Πόσες ομοιότητες στα πάθη της φυλής!
Ανάμεσα σ' αυτούς τους απλοϊκούς ντόπιους ξωμάχους και τους βασανισμένους πρόσφυγες εμφανίζεται, σαν από κόσμο άλλο, η Σμαραγδή. Βρέφος αφημένο έκθετο στη βάρκα του Βαρούχου. Πανέμορφη, μεγαλώνει με τη λατρεία της θάλασσας κι ενώ γύρω της σκορπά το ερωτικό δέος, εκείνη, δοσμένη στο κολύμπι και στο ψάρεμα, δηλώνει πως δεν θα παντρευτεί ποτέ.
Πλήθος αμέτρητο τα πρόσωπα που διακινούνται στο μυθιστόρημα. Ο Βαρούχος και η Νεράντζη, θετοί γονείς της Σμαραγδής, ο νονός της ο καφετζής ο Φόρτης με τις αφηγήσεις του για το θαυμαστό κόσμο της Αμερικής, ο γιος του ο Λάμπης αγιάτρευτα ερωτευμένος με τη Σμαραγδή όπως κι όλοι οι νέοι του χωριού, και το τραγικό του τέλος, η πολυπληθής οικογένεια του Λαθιού που στέκεται σαν δεύτερη οικογένεια για τη Σμαραγδή, ο δάσκαλος ο Αυγουστής, φορέας της Μεγάλης Ιδέας και της πίστης πως μια μέρα θα ξαναγυρίσουν στην τουρκεμένη γη, η γριά Περμαχούλα, ένα αγαθοποιό πνεύμα, ένας θησαυρός λαϊκής σοφίας, με τα παραμύθια, τις συμβουλές, την πίστη στο εξωλογικό στοιχείο, γίνεται η έκφραση της γνήσιας ελληνικής παράδοσης. Είναι ακόμα τα παιδιά του Λαθιού, ο ερωτοχτυπημένος Μανώλης, ο σοβαρός Στράτος, ο ονειροπαρμένος Βατής, είναι "οι κακοί" του χωριού, οι Γκαντζάληδες, είναι ολόκληρο το χωριό που χαίρεται, λυπάται, πενθεί, αγωνιά και μάχεται να στεριώσει στην καινούρια γη.
Στεριά και θάλασσα σμίγουν αξεδιάλυτα σ' αυτό το μεγάλο έργο. Ο μόχθος του αγρότη, η δίψα της γης στην αναβροχιά και η ηδονική χαρά όταν ανοίξουν οι κρουνοί του ουρανού, αλλά προπάντων η θάλασσα βρίσκει εδώ την αποθέωσή της. Η θάλασσα ήσυχη ή φουρτουνιασμένη, η θάλασσα τη μέρα ή τη νύχτα, η θάλασσα- παιγνίδι κι η θάλασσα-αγώνας για τη ζήση.
Η ποιητική έκφραση σμίγει με τις πιο ρεαλιστικές εικόνες, ο "μαγικός ρεαλισμός" επινοημένος από τον Μυριβήλη πολύ πριν την Αλιέντε ή τον Μάρκες. Ένας Έλληνας συγγραφέας που η διαχρονικότητα των έργων του μπορεί ακριβώς να του αποδώσει το χαρακτηρισμό "Κλασικός".
Εχω διαβασει και τα δυο βιβλια του ΜΥριβηλη και τι να πω ,δεν υπαρχουν λογια.Κλασικη λογοτεχνια αθανατη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυμφωνώ απόλυτα, Ελευθερία. Κρίμα που από κάποιους "προοδευτικούς" παραγνωρίζεται,καθώς και άλλοι της γενιάς του Μυριβήλη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔιαβάζοντάς το κείμενό σου με έκανες να θελήσω και εγώ με τη σειρά μου να ξαναδιαβάσω το Μυριβήλη. ΄Εχεις δίκιο. ΄Ενοιωσα και πάλι τη χάρα να βυθίζομαι στα καθάρια νερά της πραγματικής λογοτεχνίας αλλά και με την πείρα της ζωής που σώρευσα και εγώ στο πέρασμα των χρόνων μπόρεσα ακόμη πιο πολύ να εκτιμήσω το έργο του. Εκεί όμως που δε θα συμφωνήσω μαζί σου είναι η γλώσσα. Βρίσκω πως, κατά κανόνα, η γλώσσα των λογοτεχνών της γενιάς του 30 δεν έχει σήμερα τη γοητεία που είχε άλλοτε. Ίσως γιατί οι λογοτέχνες τότε αγωνίζονταν να αποδείξουν την αξία της δημοτικής, και να πλάσσουν μια γλώσσα που αυτοί πίστευαν ποιητική, ενώ σήμερα αυτή ακριβώς η προσπάθεια τους είναι που προσθέτει ρυτίδες στο έργο τους.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕΚΤ Ελένη
Μετά το σχόλιό σου, αγαπητή Έλλεν, ξανακοίταξα τα δυο βιβλία, προσπαθώντας να δω αν έχεις δίκαιο για τη γλώσσα. Όπου όμως και να έπεσε το μάτι μου, δεν διαπίστωσα αυτό που λες. Υπάρχουν βέβαια άγνωστες για μένα λέξεις, αλλά είναι λέξεις θαλασσινές ή λέξεις που χρησιμοποιούνται στα χωριά της Λέσβου. Όσο για τις άλλες, αυτές που πλάθει ο συγγραφέας, είναι αυτές ακριβώς που καθορίζουν το προσωπικό του ύφος και ομολογώ καθόλου δεν με ξενίζουν. Ίσως το θέμα "γλώσσα" χρειάζεται περισσότεη συζήτηση, με συγκεκριμένα παραδείγματα, που η προσπάθεια να είναι σύντομα τα σχόλιά μας δεν μας το επιτρέπειεδώ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυμφωνώ με την Αναγνώστρια σχετικά με το θέμα της γλώσσας στα βιβλία του Μυριβήλη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌπως είπα και στην ΕΚΤ χρειάζεται πιο εκτενή συζήτηση το θέμα γλώσσα
ΑπάντησηΔιαγραφήΜας ταξίδεψες στο παρελθόν, μας ταξίδεψες στη Μυτιλήνη, αναγνώστρια. Για μένα ο Μυριβήλης, και ιδιαίτερα "Η ζωή εν τάφω" σήμανε το λογοτεχνικό μου ξύπνημα, στην ηλικία των 15 χρόνων. Πάει καιρός όμως που δεν έχω διαβάσει παρά αποσπάσματα, κι αναρωτιέμαι τώρα αν θα με "ξενίσει" η γλώσσα, όπως γράφει και η ΕΚΤ. Πράγματι, οι μαθητές σήμρα, και μιλάω για φίλους του βιβλίου, δεν συγκινούνται. Κάτι στο ύφος, κάτι στη γλώσσα τους απωθεί, τους ξενίζει.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια να αγαπήσουν ένα βιβλίο οι μαθητές, αγαπητή Χριστίνα, θα πρέπει πρώτα να το αγαπά ο δάσκαλος. Φοβάμαι ότι πολλοί σημερινοί φιλόλογοι (και δεν εννοώ εσένα βεβαίως) δεν γνωρίζουν τον Μυριβήλη και άλλους της γενιάς του, παρά μόνο από τα υπάρχοντα στα λογοτεχνικά κείμενα αποσπάσματα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ Παναγια η Γοργονα ειναι ενα βιβλιο που ξεκινησα να διαβαζω γυρω στα 15 μου....πιθανοτατα λογω ηλικιας,επληξα αφανταστα και το παρατησα μισο...τωρα που μου το θυμησες θελω να το ξαναδιαβασω...
ΑπάντησηΔιαγραφή