Κώστας Λυμπουρής
Επιβάτες φορτηγών
Πάπυρος, 2017
Επιβάτες φορτηγών
Πάπυρος, 2017
"Στα φορτηγά, ανεβείτε στα φορτηγά". Είναι η διαταγή που δίνεται το πρωί της 20ης Ιουλίου 1974 στους συγκεντρωμένους εφέδρους στο χωριό Δίκωμο. Φορτηγά που θα διέσχιζααν το βουνό, θα πήγαιναν εκεί που γινόταν η εισβολή, με τους άντρες χωρίς στρατιωτική στολή, χωρίς όπλα, χωρίς συγκεκριμένο σχέδιο δράσης. Επιβάτης των φορτηγών και ο συγγραφέας, ξαναγυρίζει με τη μνήμη 42 χρόνια πίσω. Θυμάται, καταγράφει...
Στο μυθιστόρημα θα ταίριαζε ο τίτλος "Πόλεμος και ειρήνη". Ο κεντρικός ήρωας, ο Στέφανος, σε μια επίσκεψη στο κατεχόμενο χωριό του μαζί με τη γυναίκα του, στέκεται μπροστά στο σπίτι του. "Φαινόταν κατοικίσιμο. Παλιό σπίτι, φτιαγμένο με πλιθάρι, συντηρημένο κάπως, έστεκε καλά. Με την πρώτη ματιά του φάνηκε μικρότερο απ' ό,τι το θυμόταν. Ήταν η ίδια βέβαια αίσθηση που ένιωσε και για τα άλλα σπίτια, τους δρόμους, τις πλατείες, το σχολείο, την εκκλησία. Συνηθισμένος τώρα πια με άλλα μεγέθη, όλα του φαίνονταν μικρότερα. Θυμήθηκε τον στίχο του Σεφέρη "τα δέντρα μου έρχονται ως τη μέση", από το ποίημα "Ο γυρισμός του ξενιτεμένου".
Και τότε οι αναμνήσεις τον πλημμυρίζουν. Τα ανέμελα παιδικά χρόνια, η ζωή στο χωριό, οι φίλοι, τα παιγνίδια, τα πρώτα διαβάσματα, η οικογένεια, ο άρρωστος αδελφός, η γειτονιά, οι γυναίκες που "έκοβαν φιδέ", ο αργαλειός και η υφαντική, οι μεταξοσκώληκες, το μάζεμα των ελιών και η μυρωδιά του φρέσκου ελαιόλαδου, ο σκύλος και οι κότες, τα δέντρα της αυλής, οι πρώτοι δειλοί εφηβικοί έρωτες, το νεανικό ημερολόγιο, οι αγαπημένες μορφές του εργατικού πατέρα και της αεικίνητης μάνας, όλα ξανάρχονται με μια διαύγεια που ξαφνιάζει και τον ίδιο.
Κι ανάμεσα σ' όλη αυτή την ευτυχισμένη ζωή που η αναπόληση την κάνει να φαντάζει ακόμα πιο ευτυχισμένη ξεπροβάλλουν τα ιστορικά ορόσημα: Ο αγώνας της ΕΟΚΑ, ο ηρωικός θάνατος του Κυριάκου Μάτση όπως τον έζησε ο οχτάχρονος τότε Στέφανος, οι τουρκικές προετοιμασίες και τα απειλητικά σύννεφα που πλησίαζαν. Κι ύστερα η σκέψη του Στέφανου ανεξέλεγκτη πετάει στο '74, στο πραξικόπημα, στην προδοσία, τη θυσία τόσων παλικαριών, στους αιχμαλώτους, στους αγνοούμενους.
Με ιδιαίτερη συγκίνηση στάθηκα σε δυο σκηνές. Στην πρώτη ο Στέφανος βρίσκεται τον Σεπτέμβρη του '74 στη Ξενοδοχειακή Σχολή στη Λευκωσία, όπου θα κατέφθαναν οι πρώτοι αιχμάλωτοι που άφησαν ελεύθερους οι Τούρκοι. Η εικόνα του συγκεντρωμένου πλήθους, η αγωνία, οι ανυψωμένες φωτογραφίες, η χαρά της απελευθέρωσης, αλλά και η απελπισία όσων δεν είδαν τους δικούς τους να επιστρέφουν, έχουν τόση περιγραφική δύναμη που ξεπερνά ακόμα και τη δύναμη της εικόνας. Αδύνατο να μείνει κανείς ασυγκίνητος.
Η δεύτερη σκηνή διαδραματίζεται στο εργαστήριο της Διερευνητικής Επιτροπής για τους αγνοουμένους. Εκεί όπου, δεκαετίες μετά την εισβολή, οι επιστήμονες προσπαθούν να αναγνωρίσουν τα οστά και να τα αποδώσουν στους συγγενείς για την ταφή.
"Ξέρετε αν είναι Έλληνες ή Τούρκοι;" ρωτά ο Στέφανος την υπεύθυνη που τον ξεναγεί στον χώρο.
"Σ' αυτό το τραπέζι δεξιά, γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι είναι Έλληνες. Βρέθηκαν σε ομαδικό τάφο κοντά στη Μια Μηλιά και δεν υπάρχουν πληροφορίες ότι έγιναν εκεί άλλες ταφές. Στο άλλο τραπέζι, εκεί στη γωνιά, υποθέτουμε ότι είναι μόνο Τουρκοκύπριοι, αφού βρέθηκαν σε ομαδικό τάφο, κοντά σε χωριό, έξω από τη Λεμεσό, και πάλι σύμφωνα με πληροφορίες. Εδώ όμως, μπροστά μας, στο ένα τμήμα, τα κόκαλα είναι μεικτά, γιατί προήλθαν από πηγάδι όπου ρίχτηκαν και δικοί μας και Τουρκοκύπριοι".
Στάθηκα με δάκρυα ώρα πολλή σ' αυτή τη σκηνή. Πόσο θα 'θελα να μπορούσαν να τη διαβάσουν και να τη νιώσουν όλοι οι "πατριώτες", Έλληνες και Τούρκοι, όλοι οι πολιτικοί, αν είναι δυνατό όλου του κόσμου.
"Τα ματσικόριδα ευδοκιμούν πάντα στο Δίκωμο και μυρίζουν πάντα τόσο μεθυστικά". Όμως κάποιοι δεν θα ξανανιώσουν ποτέ αυτή τη μυρωδιά.
Οι "Επιβάτες φορτηγών" είναι ένα βιβλίο που υπομιμνήσκει "οικεία κακά". Αλλά πάνω απ' όλα είναι ένα βιβλίο αγάπης για τον τόπο και τον Άνθρωπο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου