Γαλάτεια Σαράντη
Ρωγμές
Βιβλιοπωλείον της "Εστίας", 1979
Ρωγμές
Βιβλιοπωλείον της "Εστίας", 1979
Αναρωτιέμαι αν αυτή η επιθυμία αναγνωστικής αναδρομής που με κατέλαβε τον τελευταίο καιρό (Η μαύρη τουλίπα, Αστροφεγγιά και τώρα "Ρωγμές") οφείλεται στην απογοήτευσή μου από τη σύγχρονη λογοτεχνία που όλο και σπανιότερα μας δίνει καλά βιβλία, προσανατολισμένη περισσότερο στην εμπορευματοποίηση του βιβλίου ή αν αυτή μου η επιστροφή συνδέεται με την τάση επιστροφής στο παρελθόν, χαρακτηριστικό των μεγάλων ηλικιών! Αν δηλαδή, ξαναδιαβάζοντας βιβλία που με γοήτευσαν στο παρελθόν, αναζητώ προπάντων την εποχή της νιότης μου. Ό,τι και να 'ναι, το σίγουρο είναι πως το μυθιστόρημα της Σαράντη το ξανααπόλαυσα. Μπορώ μάλιστα να πω πως με τις εμπειρίες που μου φόρτωσε ο χρόνος το είδα τώρα με πιο ώριμη ματιά, πως εισχώρησα με περισσότερη κατανόηση στον κόσμο του.
Το έργο τοποθετείται στην Πάτρα, γενέθλιο τόπο της συγγραφέως και εν μέρει στην Αθήνα. Χρονικά αρχίζει τη δεκαετία του '30, πάλι κοντά στην ηλικία της συγγραφέως (γεν. 1920), και φτάνει ως τις αρχές της δεκαετίας του '60.
Η δράση είναι πολύ περιορισμένη. Κυριαρχεί η ψυχογραφία των προσώπων. Μέσα από τις σκέψεις, τα συναισθήματα, τους περιορισμένους διαλόγους ξεδιπλώνεται η ιστορία, προβάλλει η ελληνική κοινωνία της εποχής. Ο αναγνώστης σκοντάφτει συνεχώς στη λέξη "ρωγμές", που αποτελεί και τον τίτλο του μυθιστορήματος. Ρωγμή ανάμεσα στις δυο οικογένειες, τα μέλη των οποίων αποτελούν τα πρόσωπα του μυθιστορήματος. Από τη μια η οικογένεια ενός πλούσιου Πατρινού με τα τρία παιδιά του, τον Άγγελο, τον Νίκο και την Ελένη και από την άλλη η οικογένεια της φτωχιάς Άννας, της οποίας ο άντρας βρίσκεται στη φυλακή λόγω φόνου, που επίσης έχει τρία παιδιά, τον Ηλία, τη Μαρία και την Αγλαΐα. Μια φτωχή οικογένεια που στηρίζεται στη φιλανθρωπία των άλλων, ζώντας σ' ένα παραθαλάσσιο σπιτάκι που της παραχωρεί ο πλούσιος Πατρινός. Ρωγμές ανάμεσα στα αδέλφια που δεν ασπάζονται την ίδια ιδεολογία, ρωγμές ανάμεσα σε φίλους, ρωγμές ανάμεσα στον Άγγελο και τον πατέρα του που δεν εγκρίνει τη Λουκία, την κοπέλα που ο γιος του αγαπά.
Το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο με ομιλούντα τον Άγγελο, γιο της πλούσιας οικογένειας, το δεύτερο μέρος, πιο ενδιαφέρον πιστεύω από το πρώτο, είναι γραμμένο σε τρίτο πρόσωπο, με κεντρικό ήρωα τον Ηλία, της δεύτερης οικογένειας, που μόλις έχει γυρίσει από το Παραπέτασμα. Είχε μεταφερθεί εκεί χρόνια πριν, το 1944, μαζί με την αδερφή του Μαρία. Γυρίζει ενώ το κομμουνιστικό κόμμα είναι ακόμα παράνομο στην Ελλάδα. Ζητά τη βοήθεια του Άγγελου που έχει γίνει βουλευτής, σε λίγο ίσως και υπουργός, για να του βγάλει καινούρια ταυτότητα, να μπορέσει να βρει δουλειά, να ζήσει νόμιμα στην Ελλάδα. Του ζητούν να ηχογραφήσουν τις εμπειρίες του. "Είχε μια φωνή άχρωμη και μονότονη, καθώς τα διηγόταν. Κανείς δεν θα πίστευε πως μιλούσε για γεγονότα της ζωής του, της μοναδικής ζωής του, και δεν εξιστορούσε ένα ξένο, βαρετό κείμενο. Μας πήγαν εκεί, μας έδωσαν φαγητό, μας μάλωσαν, μας βάλανε στη σειρά, μας βάλανε να δουλέψουμε, μας χώρισαν με την αδερφή μου. Δούλεψα στη Ρουμανία, έπειτα στην Ουγγαρία, στη Γερμανία...Έμαθα γράμματα, είχα ευκολία. Ξενύχταγα τη νύχτα και διάβαζα. Έκανα και μουσική, είχα σωστή φωνή. Έμαθα ότι η Μαρία μας πέθανε. Είχαμε χρόνια να ιδωθούμε (...) με έστειλαν εκεί, με πήγαν αλλού. Δύο χρόνια δούλεψα και άλλα τρία χρόνια δούλεψα, δούλεψα, δούλεψα".
Το μυθιστόρημα της Σαράντη, παρ' όλο ότι σαφώς έχει και πολιτικό χαρακτήρα, δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα. Εστιάζει στα πρόσωπα, στις ζωές των ηρώων της, στις σκέψεις, στα διλήμματα, στις αντιθέσεις, στις αμφιβολίες, στις αμφιταλαντεύσεις, τις ρωγμές, τις συνέπειες των γεγονότων για τον μεμονωμένο άνθρωπο. Κι ίσως το τέλος, με τον Ηλία να βρίσκει τον έρωτα σε μιαν άλλη Λουκία, να είναι ο τρόπος για να κλείσουν οι ρωγμές που δίχασαν πρόσωπα, φίλους, έναν ολόκληρο λαό.
Μπορεί σήμερα, χρόνια μετά τον Εμφύλιο, οι πληγές από τον διχασμό εκείνο να έχουν κλείσει. Αλλά οι κοινωνικές, οι πολιτικές, οι ιδεολογικές ρωγμές δεν έπαψαν να υπάρχουν. Γι' αυτό το μυθιστόρημα της Σαράντη προσλαμβάνει μια διαχρονικότητα που, πέρα από τη λογοτεχνική του αξία, το καθιστά διαρκώς επίκαιρο.
Καλησπέρα Κίκα. Συμπτωματικά διαβάζω κι εγώ τώρα βιβλίο παλιάς εποχής. Ξένης λογοτεχνίας όμως. Μάνσφηλτ Παρκ, ο τίτλος και Τζέην Ωστεν, η συγγραφεας....19ος αιώνας!
ΑπάντησηΔιαγραφήΌλο και πιο συχνά καταφεύγω σε βιβλία περασμένων εποχών. Τουλάχιστον ξέρω περί τίνος πρόκειται και δεν θα με απογοητεύσουν. Έλα όμως που η επιθυμία και του καινούριου δεν μας εγκαταλείπει...
ΑπάντησηΔιαγραφήΩραία η παρουσίαση! Θα μας κάνεις να αναζητήσουμε το παρελθόν, Κίκα...
ΑπάντησηΔιαγραφή