Δευτέρα, Μαΐου 27, 2013

Υστερόγραφο ζωής

Ελένη Κ. Τσαμαδού
Υστερόγραφο ζωής
Ψυχογιός 2013
Έχω διαβάσει όλα τα βιβλία της αξιόλογης συγγραφέως και αγαπητής φίλης Ελένης Τσαμαδού: Η εταίρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Οι θεοί πέθαναν στη Ρώμη, Ο χορός των μυστικών, Της ζωής και της αγάπης, Ο επισκέπτης του ονείρου. 
Και τώρα, μόλις έχω τελειώσει το πιο πρόσφατό της, Υστερόγραφο ζωής. Ομολογώ ότι με δυσκόλεψε κάπως στην αρχή. Τόσο η τεχνική του, όσο και το πολυπρόσωπο του έργου, οι διαφορετικοί τόποι και εποχές, απαιτούσαν ιδιαίτερη προσοχή και συγκέντρωση και γι' αυτό προχωρούσα αργά. Είχα μάλιστα κταρτίσει κι ένα γενεαλογικό δέντρο για να θυμάμαι τα ονόματα και τις μεταξύ τους σχέσεις. Αλλά από ένα σημείο και πέρα το βιβλίο απογειώθηκε και με συνεπήρε. Δεν μπορούσα να διακόψω, θέλοντας να φτάσω όσο το δυνατό πιο γρήγορα στο τέλος, να μάθω επιτέλους ποιο ήταν το μυστικό που είχε καθορίσει την τραγική μοίρα της ηρωίδας.
Η τεχνική του βιβλίου, αν και δεν είναι ασυνήθιστη στη λογοτεχνία, στην αρχή μας μπερδεύει κάπως. Ως εισαγωγικό τοποθετείται ένα κεφάλαιο στο 1976, με μια συνομιλία κι έναν αποχαιρετισμό μεταξύ προσώπων που μας είναι ακόμα άγνωστα, αλλά που θα γνωρίσουμε καλά στο υπόλοιπο βιβλίο. Τα υπόλοιπα κεφάλαια εναλλάσσονται ανάμεσα στο παρόν (1999) και στο παρελθόν που αρχίζει το 1922 και σταματά στο 1953.
Στα κεφάλαια του 1999, γραμμένα σε τρίτο πρόσωπο, παρακολουθούμε το ζευγάρι Γιάννης-Μαρία να διαβάζει και να σχολιάζει ένα πολυσέλιδο κείμενο που η μητέρα του Γιάννη, η Ραχήλ-Μαρία, του είχε αφήσει πριν το θάνατό της και αφορούσε μια λεπτομερή εξιστόρηση της ζωής της. Παράλληλα, στα ίδια κεφάλαια παρακολουθούμε την πορεία ζωής του Γιάννη.
Το βάρος όμως του μυθιστορήματος πέφτει στα κεφάλαια που εξιστορούν τη ζωή της μάνας του Γιάννη, την οποία ούτε είχε γνωρίσει ούτε θυμόταν, αφού τον ειχε εγκαταλείψει (όπως εκείνος νόμιζε) σχεδόν βρέφος. Στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση της Ραχήλ-Μαίρης, μιας εβραιοπούλας που αργότερα θα βαφτιστεί  χριστιανή, περνάει όχι μόνο η δική της ταραγμένη ιστορία αλλά και τα τραγικά γεγονότα μιας τριακονταετίας (1922-1953) που εν πολλοίς επηρέασαν και καθόρισαν τη ζωή της.
Η Ραχήλ, παιδί εβραϊκής οικογένειας, γεννημένη στη Θεσσαλονίκη, περιγράφει τα ευτυχισμένα παιδικά της χρόνια μέσα στην πολυμελή ευκατάστατη οικογένεια, τα καλοκαίρια στην Πάτρα κοντά στους γονείς της μητέρας της, τα πρώτα ερωτικά εφηβικά σκιρτήματα. Αργότερα πάει για σπουδές στην Ελβετία κι εκεί ένας μεγάλος έρωτας θα της ανοίξει μια πληγή που δεν θα ξεπεραστεί ποτέ. Γυρίζει στην Ελλάδα και ο πόλεμος θα τη βρει εθελόντρια νοσοκόμα στα Ιωάννινα. Ακολουθούν τα χρόνια της κατοχής στη Θεσσαλονίκη με όλες τις οικονομικές δυσκολίες αλλά ιδιαίτερα για τους Εβραίους. Όταν όμως φτάνει στη σύλληψη και τη μεταφορά της στο Άουσβιτς, τότε μιλάει με γενικότητες, πράγμα που προκαλεί την απορία του Γιάννη και της Μαρίας που διαβάζουν το χειρόγραφο. Τι συνέβη εκεί; Γιατί ενώ η Ραχήλ τόσο λεπτομερώς περιγράφει τη ζωή  της αποφεύγει να μιλήσει γι' αυτή την περίοδο; Θα το μάθουμε πολύ αργότερα, όταν θα αποφασίσει να εκμυστηρευτεί αυτό που χρόνια τώρα βαραίνει τη συνείδησή της.
Η πιο ευτυχισμένη περίοδος της ζωής της ήταν, μετά την επιστροφή της από το Άουσβιτς, όταν γνωρίζει τον ελληνοαμερικάνο Τέο, ο έρωτας, ο γάμος τους, η απόκτηση του γιου τους Γιάννη. Αλλά και αυτή η περίοδος της ζωής της θα λήξει απότομα και τραγικά. (Αξίζει να αναφερθεί  εδώ ότι ο Τέο συνδέεται με τα πρόσωπα άλλου βιβλίου της Τσαμαδού, του μυθιστορήματος "Ο χορός των μυστικών", όπως και η Πάτρα και τα πρόσωπα που συναντά εκεί η Ραχήλ συνδέονται με το "Ο επισκέπτης του ονείρου". Είναι λες και η συγγραφέας γράφει ένα μυθιστόρημα με διάφορα παρακλάδια).
Κλείνω το βιβλίο και η σκέψη μένει να τριγυρίζει στα πρόσωπα και στα γεγονότα, ενώ την ίδια στιγμή ξανάρχεται στη σκέψη η ποιητική κατάληξη του υπέροχου διηγήματος του Παπαδιαμάντη, "Το μοιρολόι της φώκιας": "Σαν να 'χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια και οι καημοί του κόσμου"...




















Κυριακή, Μαΐου 19, 2013

Αχ, Ελλάδα...



…ίπποι πέτρινοι με τη ράχη ορθή
και γαλήνιοι αμφορείς
και λοξές δελφινιών ράχες
η Ίος, η Σίκινος, η Σέριφος, η Μήλος
………………………………………
Και η Νάξος; Και η Πάρος; Γιατί τις ξέχασες, αγαπητέ κ. Ελύτη; Μήπως γιατί δεν είναι τόσο ποιητικά τα ονόματά τους; Όμως ποιητική είναι η φύση, η ιστορία, οι άνθρωποι, το παρελθόν και το παρόν τους. Ποιητική είναι η γλώσσα με την οποία μας ξεναγεί και μας γνωρίζει το νησί του, τη Νάξο, ο εξαίρετος ξεναγός μας, ο κ. Γιάννης Μαργαρίτης.
Ο κ. Μαργαρίτης μας ξεναγεί
Τη Νάξο, το μεγαλύτερο και πιο εύφορο νησί των Κυκλάδων, δεν χρειάζεσαι πάνω από δυο μέρες για να το γυρίσεις ολόκληρο. Να μαγευτείς με τις αμμουδιές του, να ανηφορίσεις στα βουνά του, να περπατήσεις στα δρομάκια της Απειράνθου, ν’ απολαύσεις τον καφέ σου στο λιμανάκι του Απόλλωνα, ν’ ακουμπήσεις στον τεράστιο ξαπλωμένο Κούρο.
Όμορφη παραλία της Χώρας


 
Η Πορτάρα-Το έμβλημα της Νάξου
Η ιστορία της Νάξου, σμίγοντας με το μύθο, βυθίζεται βαθιά στις χιλιετίες. Εδώ ανατράφηκε ο Δίας, φερμένος από την Κρήτη όπου γεννήθηκε (εξού και το ψηλότερο βουνό της ονομάζεται Ζας, παραφθορά του Ζευς), εδώ εγκατέλειψε ο Θησέας την Αριάδνη αν και τον είχε βοηθήσει να σκοτώσει τον Μινώταυρο. Γιατί την εγκατέλειψε; Άγνωστο. Μα μήπως είναι η πρώτη φορά που άπιστοι άνδρες εγκατέλειψαν τις γυναίκες τους; Ας σκεφτούμε μόνο τη Μήδεια ή τη Διδώ… Μα η Αριάδνη δεν κακοτύχησε. Εδώ τη συνάντησε ο Διόνυσος, την ερωτεύτηκε, την παντρεύτηκε, την έκανε αθάνατη.
Η είσοδος στο Κάστρο
Η Νάξος ακολουθεί εν πολλοίς την ιστορία του ευρύτερου ελληνικού χώρου. Κέντρο του κυκλαδικού πολιτισμού τον 7ο και 6ο αι. π. Χ. πλημμυρίζει στους βυζαντινούς  χρόνους από εκκλησιές. Απίστευτος ο αριθμός των 752 (!) εκκλησιών που υπάρχουν σήμερα.
Δρομάκι στο Κάστρο
Το νησί ευτύχησε να μη γνωρίσει τη σκληρότητα του τουρκικού ζυγού. Από το 1207 η Νάξος κατελήφθη από τον Ενετό Μάρκο Σανούδο κι η ενετική κυριαρχία διατηρήθηκε ακόμα κι όταν το νησί κατελήφθη από τους Τούρκους και λεηλατήθηκε από τον φοβερό Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα.
Το πασχαλινό γεύμα με οβελία και κοκορέτσι δεν μπορεί βέβαια να απουσιάζει!
Καθώς τριγυρίζουμε στη μοναδική κατοικημένη καστροπολιτεία της Χώρας η ιστορία γίνεται ένα ζωντανό παρόν. Στενά σοκάκια, παλιά αρχοντικά με τα οικόσημά τους ακόμα διατηρημένα,          κοπιαστικά σκαλοπάτια (ε, είμαστε και κάποιας ηλικίας), καμάρες και στοές, ερειπωμένα ακατοίκητα σπίτια πλάι σε αναπαλαιωμένα και κατοικημένα, οδηγούν στην πλατεία, όπου δεσπόζει η Καθολική εκκλησία. Να κι ο ερειπωμένος πύργος του Σανούδου κι όσοι θυμόμαστε τους «Εμπόρους των εθνών» του Παπαδιαμάντη, φανταζόμαστε την ωραία Αυγούστα να τριγυρίζει στις επάλξεις του, γοητευμένη από την προσωπικότητα του ενετού κουρσάρου.
Δρομάκι στην Απείρανθο
"Τα λολούδια τα οικόσιτα της Νοσταλγίας"
Απάνω στο κάστρο και η περίφημη Σχολή των Ουρσουλίνων, όπου η αριστοκρατία έστελλε τα κορίτσια της να μορφωθούν κι απέναντί της η Εμπορική Σχολή, όπου για ένα χρόνο φοίτησε και ο Νίκος Καζαντζάκης. Εδώ στεγάζεται τώρα το Αρχαιολογικό Μουσείο Νάξου.
Η ομάδα στην Απείρανθο
 
Μοναχική βόλτα στα δρομάκια της Απειράνθου
Από το ύψος του Κάστρου αντικρίζουμε πέρα μακριά, σ’ ένα νησάκι ενωμένο σήμερα με την πόλη μ’ ένα στενό διάδρομο, αυτό που αποτελεί το σήμα κατατεθέν της Νάξου, την Πορτάρα. Μια τεράστια πύλη που θα πρέπει να ήταν όχι είσοδος αλλά τμήμα ναού του Απόλλωνα ή του Διόνυσου. Σ’ αυτό το νησάκι λέγεται ότι εγκαταλείφθηκε η Αριάδνη, γι’ αυτό και η ονομασία του ως «Παλάτια» ή «Λουτρά της Αριάδνης».
Σμύριδα, το πολύτιμο ορυκτό της Νάξου. Απ' εδώ παίρνουμε ένα κομμάτι για ενθύμιο
"Θεέ μου Πρωτομάστορα, μ' έκτισες μέσα στα βουνά"
Ο πύργος Μπολόνια

 Μ. Παρασκευή.  Διασχίζοντας το γεμάτο καφετέριες και εστιατόρια παραλιακό δρόμο  που σε λίγο, αφού περάσει ο Επιτάφιος, θα πλημμυρίσουν από κόσμο, φτάνουμε στη Μητρόπολη, κτίσμα του 1780, που όπως πολλά άλλα κτίσματα στο νησί, κρατεί κι αυτή υλικά από παλιούς ναούς. Από τους σημαντικότερους θησαυρούς της ένα πολύτιμο ευαγγέλιο, δώρο, όπως λέγεται, της Μεγάλης Αικατερίνης.

"Κόκκινες ψαρόβαρκες πιο μακριά ως τη θύμηση"
  Στην περιδιάβασή μας στη Νάξο δεν μπορούμε να παραλείψουμε βέβαια την Απείρανθο  (ή τ’ Απεράθου, όπως το αποκαλούν οι ντόπιοι) που η ιδιαιτερότητά της την  καθιστά μοναδική. Το γλωσσικό της  ιδίωμα, όμοιο με το κρητικό, επιβεβαιώνει την άποψη ότι οι περισσότεροι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν εδώ από την Κρήτη. Απολαυστική, αν και σύντομη η περιδιάβασή μας στα στενά, μαρμαροστρωμένα δρομάκια, στα αψιδωτά περάσματα, τα περιποιημένα λουλουδισμένα σπίτια. Εντυπωσιάζει η πολιτιστική δημιουργία, αφού σ’ ένα τόσο μικρό μέρος λειτουργούν έξι μουσεία, ένα απ’ τα οποία δημιούργημα του Απεραθίτη Μανώλη Γλέζου. Η Απείρανθος δεν είναι χωριό για ένα σύντομο πέρασμα όπως το δικό μας, όμως η υπόλοιπη Νάξος μας περιμένει.
Η Μαντώ Μαυρογένους στην ομώνυμη πλατεία στην Πάρο
 Στο μικρό χωριό Χαλκί κάνουμε μια στάση για να επισκεφθούμε την ποτοποιία Βαληνδρά, όπου φτιάχνεται ένα ιδιαίτερο λικέρ από φύλλα κιτριάς, ωραιότατο σε γεύση και άρωμα. Περίφημα είναι και τα τυριά της Νάξου, όπου πρώτη φορά ακούμε και για «αρσενικό» τυρί! Είναι όμως όλα τόσο δελεαστικά που  μια ανάλυση για χοληστερίνη σίγουρα θα τη χρειαστούμε όταν γυρίσουμε στην Κύπρο!
 
Η ωραία παραλία Κολυμβήθρες με τα παράξενα βράχια στην Πάρο
Γεμάτη ενετικούς Πύργους η Νάξος, κτίσματα του 15ου αι. Έκπληξη και θαυμασμό μας προκαλεί ο Πύργος Μπολόνια, πολύ κοντά στη Χώρα, κατοικημένος από μια ευγενική κυρία. Η θέα ως κάτω στη θάλασσα καταπληκτική.
Στη Νάουσα οι ψαρόβαρκες γυρίζουν με μια καλή ψαριά
Οι ψαράδες διορθώνουν τα σκισμένα δίχτυα
Προκλητικά τα λιαστά χταπόδια
 Ένα ακόμα σύντομο σταθμό κάνουμε σε μια πανάρχαια εκκλησία, την Παναγία τη Δροσιανή του 6ου αι., περίφημη όχι μόνο για το κτίσμα της αλλά και τις τοιχογραφίες της. Δυστυχώς είναι κλειστή. Άδικα χτυπάμε για ώρα την καμπάνα (μήνυμα στην κλειδούχο να ‘ρθει να μας ανοίξει). Κανείς δεν εμφανίζεται.
Η ωραία, παλιά εκκλησία της Παναγίας της Δροσιανής, όπου άδικα χτυπάμε την καμπάνα για να 'ρθει κάποιος να μας ανοίξει
Έξω η ανοιξιάτικη φύση οργιάζει. Κατακίτρινα σπάρτα, κόκκινοι θάμνοι, λευκά λουλουδάκια επιβεβαιώνουν τον ποιητή:
Μάγεμα η φύση κι όνειρο…

Πανέμορφο το μικρό, παλιό λιμάνι της Νάουσας
"Τα καημένα τα σπίτια που το ένα στο άλλο /ακουμπούνε γλυκά και αποκοιμιούνται"

 
"Σ' αυτές τις κάτασπρες αυλές όπου φυσά ο νοτιάς/σφυρίζοντας σε θολωτές καμάρες"
Ένα σημαντικότατο αρχαιολογικό εύρημα του 6ου  π. Χ. αιώνα είναι ο ναός της Δήμητρας. Συνδυάζοντας στοιχεία ιωνικού και δωρικού ρυθμού αλλά και πρωτοτυπίες των τεχνιτών της Νάξου σχετιζόταν και με την τέλεση μυστηρίων. Ένα μικρό αλλά πολύ ενδιαφέρον μουσείο στον ίδιο χώρο, συγκεντρώνει στοιχεία που δεν μπόρεσαν να ενταχθούν στην αναστήλωση. Παρ’ όλη τη σημασία και το ενδιαφέρον του ναού, δεν θα συμβούλευα όποιον λαχανιάζει στην ανηφόρα και στα σκαλοπάτια ν’ αποτολμήσει την επίσκεψη στο ναό της Δήμητρας. Ήταν πραγματικά εξοντωτική η ανάβαση.

Ο αναστηλωμένος ναός της Δήμητρας

 
Πλάι στον αρχαίο ναό ένα εκκλησάκι


Έχουμε διασχίσει την κεντρική Νάξο, μεγάλο μέρος της ανατολικής και οδεύουμε προς το βορειότερο άκρο, το χωριό Απόλλωνα. Ωραία, αμμουδερή παραλία, παραλιακά καφενεδάκια, ό, τι πρέπει για ξεκούραση στην περιήγησή μας.
Μια στάση για καφέ στο πανέμορφο λιμανάκι του Απόλλωνα
Λίγο έξω από το χωριό, στην είσοδο ενός μεταλλείου μαρμάρου, βρίσκεται ξαπλωμένο ένα ημιτελές υπερμέγεθες (πάνω από 10 μ.) άγαλμα, που ονομάστηκε Κούρος του Απόλλωνα, παρ’ όλο που τα χαρακτηριστικά του δεν παραπέμπουν σε Κούρο. Πρόκειται μάλλον για άγαλμα του θεού Απόλλωνα ή Διόνυσου που ποτέ δεν τέλειωσε και ποτέ δεν στήθηκε.
 Ο κούρος του Απόλλωνα


Και πάλι ο κούρος
Ο γυρισμός στη Χώρα κατά μήκος της δυτικής ακτής αποτελεί μια μαγευτική διαδρομή. Κολπίσκοι,καταγάλανα νερά, εκκλησάκια κι ο ήλιος που πάει προς τη δύση ρίχνει ασημένιες ανταύγειεςδημιουργώντας εικόνες απίστευτης ομορφιάς.


Ο ήλιος γέρνει προς τη δύση ασημίζοντας τα νερά

Τα πλοία στο λιμάνι της Αντιπάρου πηγαινοέρχονται στην Πάρο

ΠΑΡΟΣ-ΑΝΤΙΠΑΡΟΣ
«Η μετάβαση από τη Νάξο στην Πάρο είναι και μια μετάβαση από έναν ποιητή σε έναν άλλο, από μια εποχή σε μιαν άλλη», γράφει ο Λώρενς Ντάρελ στο βιβλίο του «Ελληνικά νησιά» και ασφαλώς δεν μπορούμε να διαφωνήσουμε μαζί του, όσο σύντομη κι αν ήταν η επίσκεψή μας στο φημισμένο αυτό νησί. Κι αλλού πάλι γράφει, συγκρίνοντας τα δυο νησιά: «Δεν είναι η πρώτη ούτε και η τελευταία φορά που αυτά τα δυο νησιά παρουσιάζονται μαζί. Συνυπάρχουν μάλλον επειδή έχουν εφάμιλλη γοητεία και σπουδαιότητα. Έχουν όμως και κάποιες βασικές διαφορές. Η Νάξος είναι μάλλον ένα παλιοθήλυκο, ενώ η Πάρος είναι χρυσόλευκη σαν και το κάποτε φημισμένο μάρμαρό της. Αν η Νάξος είναι ένας ζωηρός παπαγάλος, τότε η Πάρος είναι ένα λευκό περιστέρι. Ξυπνάτε πιο νωρίς στη Νάξο, αλλά ο ύπνος είναι πιο βαθύς στην Πάρο».

Δρομάκι στην Πάρο

 Πλακοστρωμένο, καθαρό δρομάκι της Αντιπάρου
 Η πρωτεύουσα της Πάρου, η Παροικιά ή Παροικία, όπου φτάνουμε μετά από μιας ώρας διαδρομή από τη Νάξο, δείχνει αμέσως τον τουριστικό της χαρακτήρα. Ξενοδοχεία, καταστήματα με τουριστικά είδη, εστιατόρια.
Η σύντομη επίσκεψή μας στο νησί αρχίζει (και τελειώνει θα ‘λεγα) στην περίφημη Εκατονταπυλιανή, έναν από τους αρχαιότερους και καλύτερα διατηρημένους χριστιανικούς ναούς, κτισμένη, όπως πολλές άλλες εκκλησίες πάνω στα ερείπια αρχαίων ναών, μέρη των οποίων χρησιμοποιήθηκαν για τις νεότερες οικοδομές. Το αρχικό κτίσμα συνδέεται με τάμα που έκανε η Αγία Ελένη, τότε που πήγαινε να βρει τον Τίμιο Σταυρό. (Τέλος πάντων, η Αγία όλο τρικυμίες συναντούσε, αφού άλλη μια τρικυμία την έφερε και στην Κύπρο!). Το όνομα Εκατονταπυλιανή συνδέεται με την παράδοση που λέει ότι στην εκκλησία βρέθηκαν 99 πύλες. Όταν βρεθεί και η εκατοστή τότε… θα πάρουμε την Πόλη.
Η Εκατονταπυλιανή στην Πάρο
Παλαιοχριστιανικό βαπτιστήριο μέσα στην Εκατονταπυλιανή

Κοντά  στην εκκλησία η πλατεία της Μαντώς Μαυρογένους. Ακολουθώντας την οδό που φέρει το όνομα της ηρωίδας χανόμαστε μέσα στα στενά, πλακόστρωτα δρομάκια. Πουθενά αλλού δεν είδα τόσο συνδυασμό γαλάζιου  και άσπρου χρώματος. Ακόμα και οι καρέκλες στα καφενεδάκια είναι βαμμένες στο αιγαιοπελαγίτικο γαλάζιο.
 
Γαλάζιο κι άσπρο, τα αιγαιοπελαγίτικα χρώματα παντού
 Πιο εντυπωσιακή όμως σε χρώματα και περιβάλλον και πιο τουριστική είναι η Νάουσα. Στο μεγάλο κόλπο της κατέφυγε ο Ρωσικός στόλος στα 1770, μετά την αποτυχημένη απόπειρά του εναντίον των Τούρκων κάνοντάς την έτσι ευρύτερα γνωστή. Θαυμάσιες παραλίες, μικροί κολπίσκοι, ωραίες απομονωμένες επαύλεις καθιστούν την Πάρο καταφύγιο διασήμων. Ψάρια, χταπόδια και άλλα θαλασσινά είναι οπωσδήποτε απαραίτητα για το γεύμα μας, αν και οι τιμές είναι εξίσου τουριστικές (!) όπως όλο το νησί.
Η παρέα απαθανατίζεται σε δρομάκι της Αντιπάρου
Η παρέα στην Πάρο περιμένει το πλοίο για επιστροφή στη Νάξο. Δεξιά το σπίτι όπου πέθανε η Μαντώ Μαυρογένους
  Σε 7 περίπου λεπτά περνάμε με πλοιαράκι (υπάρχει συγκοινωνία κάθε μισή ώρα) στο μικρό νησί της Αντιπάρου. Ίδια χαρακτηριστικά, ίδια φυσιογνωμία, θα μπορούσε να ήταν κάποτε ενωμένη με την Πάρο. Το σπουδαιότερο αξιοθέατό της (εκτός από τις βίλες των διασήμων για όσους ενδιαφέρονται για το jet set) είναι ένα εξαιρετικό σπήλαιο σταλακτιτών. Όμως ούτε χρόνος ούτε δυνάμεις μας έχουν απομείνει.
……………………………………………………………………………
Για δέκατη τρίτη χρονιά κάνουμε Πάσχα στην αγαπημένη Ελλάδα. Κι οι στίχοι του Ελύτη που μας ακολουθούν κάθε φορά επιβεβαιώνονται και πάλι:
Όμορφη και παράξενη πατρίδα
ωσάν κι αυτή που μου ‘λαχε δεν είδα….

Δευτέρα, Απριλίου 29, 2013

Πέρα από την Αφρική

Κάρεν Μπλίξεν
Πέρα από την Αφρική
Μεταίχμιο 2010
μετ. Έφη Φρυδά

Αν κάποιος διαβάζοντας το "Πέρα από την Αφρική" θελήσει να βρει σ' αυτό τη ρομαντική ιστορία που ζωντάνεψαν στην οθόνη (1985) οι Μέριλ Στριπ και ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, πολύ θα απογοητευτεί. Εκείνο που κυριαρχεί στο βιβλίο είναι ο έρωτας της συγγραφέως, της Δανέζας Κάρεν Μπλίξεν όχι για έναν άντρα, αλλά για την Αφρική. Γι' αυτό το μυστηριώδη για το δυτικό άνθρωπο κόσμο που τότε, στις αρχές του 20ου αι., τον ανακάλυπτε, τον κατακτούσε, προσπαθούσε να τον "εκπολιτίσει", αλλά προπάντων να τον εκμεταλλευτεί.
Βέβαια, στο βιβλίο και στην πρωτοπρόσωπη γραφή της Μπλίξεν δεν υπάρχει κανένας προβληματισμός ως προς το τι γύρευαν εκεί οι λευκοί, γιατί έπαιρναν τη γη των ιθαγενών και τους είχαν να δουλεύουν ως κολίγοι. Δεν είναι ασφαλώς ορθό να κρίνουμε το παρελθόν με το φακό του παρόντος, ομολογώ όμως ότι αυτές οι σκέψεις περνούσαν από το μυαλό μου καθώς διάβαζα τις αναμνήσεις της Μπλίξεν από τη ζωή της στην Αφρική.
Πρωτοπήγε εκεί το 1913 με το σύζυγό της, για τον οποίο κανένας λόγος δεν γίνεται στο βιβλίο. Η Μπλίξεν εμφανίζεται να διευθύνει η ίδια ένα μεγάλο αγρόκτημα με φυτείες καφέ. Όταν χώρισε με το σύζυγό της δημιούργησε δεσμό με τον Ντένις Φιντς-Χάτον, αλλά ούτε γι'αυτό το δεσμό μιλάει. Γράφει για τον Ντένις χωρίς καμιά διευκρίνιση, θεωρώντας γνωστή και δεδομένη τη σχέση τους. Εκείνος συνήθως συνόδευε ευρωπαίους σε σαφάρι, αλλά δεν είχε άλλο σπίτι από το αγρόκτημα. Μαζί πάνε σε νυχτερινό κυνήγι λιονταριών, μαζί ακούνε μουσική ή κουβεντιάζουν μπροστά στο τζάκι ή "μου μάθαινε λατινικά, μου μάθαινε να διαβάζω τη βίβλο και τους Έλληνες ποιητές", γράφει η Κάρεν. Κι όταν εκείνος σκοτώνεται σ' ένα αεροπορικό δυστύχημα, η Μπλίξεν δεν ξεσπάει σε συναισθηματικό θρήνο. Με την απλότητα και τη φυσικότητα που τη διακρίνει σ' όλη την αφήγηση περιγράφει την επιλογή του χώρου ταφής ψηλά στους λόφους, σ' ένα τοπίο που είχαν ανακαλύψει και απολαύσει μαζί σε μια τους εξόρμηση.
Η Μπλίξεν έζησε περίπου 20 χρόνια στη Βρετανική Ανατολική Αφρική, τη σημερινή Κένυα. Όταν το 1931 γύρισε στην πατρίδα της, άρχισε να καταγράφει τις αναμνήσεις από τη ζωή της εκεί. Το βιβλίο πρωτοεκδόθηκε το 1937. Δεν είναι αυτοβιογραφία ούτε διακρίνεται για χρονική συνοχή. Είναι σκόρπιες αναμνήσεις από ένα "χαμένο παράδεισο". Συνδέεται και αγαπά τους ντόπιους, μας περιγράφει το ντύσιμό τους, τους χορούς και τις γιορτές τους, τους νόμους και τις συνήθειές τους, τις περί δικαίου αντιλήψεις τους.
Οι εικόνες από τη φύση της Αφρικής είναι μαγευτικές: " Ο μεγάλος θόλος του ουρανού πάνω από το κεφάλι μας έγινε σταδιακά διαυγής σαν ένα ποτήρι κρασί. Ξάφνου οι κορυφές των λόφων έπιασαν το πρώτο φως του ήλιου και ρόδισαν απαλά. Σιγά σιγά, καθώς η γη έγερνε προς τον ήλιο, οι καταπράσινες πλαγιές στους πρόποδες του βουνού και τα δάση των Μασάι χαμηλότερα πήραν ένα γλυκό χρυσαφί χρώμα". Τα ζώα είναι αναπόσπαστο μέρος του κόσμου της Αφρικής. Στο αγρόκτημα μεγαλώνουν με μπιμπερό μια μικρή αντιλόπη και την αφήνουν μετά ελεύθερη. Άλλοτε εκφράζει την ενοχή που αισθάνεται για τα βόδια που "έχουν κουβαλήσει το βαρύ φορτίο της προόδου του ευρωπαϊκού πολιτισμού". Στη θέα δυο καμηλοπαρδάλεων που προορίζονται για ένα θηριοτροφείο στην Ευρώπη, μπαίνει στη θέση τους, φαντάζεται πόσο θα υποφέρουν μακριά από το φυσικό τους περιβάλλον. Εκφράζεται με θαυμασμό για τα απίθανα χρώματα του δέρματος ενός ιγκουάνα, που με έκπληξη βλέπει να εξαφανίζονται μόλις το σκοτώσεις, για τις πυγολαμπίδες, για την επιδρομή των ακρίδων που δεν αφήνουν τίποτε στο πέρασμά τους.
Δεν αναφέρει τους λόγους για τους οποίους αναγκάζεται να πουλήσει το κτήμα και να γυρίσει στη Δανία. Όμως οι σελίδες στις οποίες περιγράφει το ξεπούλημα όλων όσα τόσα χρόνια αγάπησε και με τα οποία συνδέθηκε αποπνέουν βαθιά θλίψη γι' αυτόν τον χαμένο παράδεισο.

Κυριακή, Απριλίου 21, 2013

Real world

Νατσούο Κιρίνο
Real World
Μεταίχμιο 2010
Μεταφρ. Γωγώ Αρβανίτη

Ο τίτλος, Real World, διατηρημένος μάλιστα αυτούσιος και στην ελληνική έκδοση, δεν ξέρω αν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αν δηλαδή αυτή είναι η Ιαπωνία του σήμερα, τουλάχιστον το μέρος που αφορά τη νεολαία της, ή εμπεριέχει μια ειρωνική διάσταση. Μας παρουσιάζεται ένας κόσμος, ειδικά ο κόσμος των εφήβων, όμοιος αλλά και διαφορετικός απ' αυτόν που ξέρουμε στη Δύση.
Η συγγραφέας, Νατσούκο Κιρίνο, είναι γνωστή στη χώρα της για τα αστυνομικά της μυθιστορήματα. Το "Real World" έχει χαρακτηριστεί σαν "ένα λεπτοδουλεμένο ψυχολογικό θρίλερ, γραμμένο με τρόπο εφηβικό, που θυμίζει το "Καλημέρα θλίψη". Δεν θα συμφωνούσα ότι έχει μεγάλη σχέση με το εξαιρετικό κι ανεπανάληπτο για την εποχή του και για την εφηβεία της γενιάς μου "Καλημέρα θλίψη". Η μόνη ίσως ομοιότητα είναι η εφηβεία, οι ανησυχίες της, τα όνειρά της, οι  συναισθηματικές μεταπτώσεις που τη διακατέχουν που μπορεί κάποτε, στην ακραία έκφανσή τους να οδηγήσουν στο έγκλημα ή την αυτοκτονία.
Το έργο διαδραματίζεται στο Τόκιο. Μέσα από την ιστορία προβάλλουν στοιχεία του εκπαιδευτικού συστήματος, της οικογενειακής και κοινωνικής ζωής της σύγχρονης Ιαπωνίας. Ένας νεαρός, μαθητής Λυκείου, αποκαλούμενος σε όλο το βιβλίο με το παρατσούκλι "Σκουλήκι", μια μέρα, χωρίς ιδιαίτερο λόγο, σκοτώνει τη μητέρα του και φεύγει από το σπίτι κλέβοντας το ποδήλατο και το κινητό της γειτονοπούλας του, της Τόσι. Η Τόσι, και τρεις φίλες της, η Γιουζάν, η Τερόκι και η Κίραριν, θα μπλεχτούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στη ζωή του νεαρού φυγάδα. Η μια μάλιστα, η Κίραριν, θα τον συναντήσει και θα ζήσει λίγες περιπετειώδεις ημέρες μαζί του. Τον ρωτάει κάποια στιγμή: "Γιατί τη σκότωσες τη μάνα σου;"_"Δεν θυμάμαι", απαντάει εκείνος. Οι λόγοι δεν έχουν σημασία. Απλώς με τσάντισε πάρα πολύ. Το σημαντικό είναι το πώς μια εμπειρία μπορεί να σε μεταφέρει σε έναν άλλο κόσμο και το πώς είναι η ζωή σου εκεί. Στον άλλο κόσμο. Και το τι σκέφτεσαι για τον κόσμο που άφησες πίσω σου. Δεν ξέρω αν το πιάνεις".
Η ιστορία, που ξεδιπλώνεται μέσα από τις πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις των πέντε κύριων προσώπων, θα έχει ένα αναμενόμενο, τραγικό τέλος. Η Νατσούο μας άνοιξε μια ρωγμή, μέσα από την οποία μας άφησε να ρίξουμε μια σύντομη ματιά στον σκληρό, ανελέητο, αλλοτριωμένο σύγχρονο κόσμο. Στον Real World.

Δευτέρα, Απριλίου 15, 2013

Ζωή και θάνατος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου

Φίλιππος Φιλίππου
Ζωή και θάνατος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου
Ψυχογιός, 2013
Είναι το τρίτο βιβλίο του Φίλιππου Φιλίππου που διαβάζω, στο οποίο ακολουθείται παρόμοια τεχνική. Δηλαδή η μυθιστορηματική μετάπλαση γεγονότων που σχετίζονται με συγκεκριμένα, ιστορικά πρόσωπα. Το πρώτο ήταν το "Οι τελευταίες ημέρες του Κωνσταντίνου Καβάφη" (Πατάκης 2003). Ακολούθησε το "Ερωτευμένος Ελύτης" και τώρα το "Ζωή και θάνατος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου".
"Τούτο το βιβλίο το χαρακτηρίζω μυθιστορηματικό χρονικό. "Κι ένα μυθιστορηματικό χρονικό", γράφει η Ρέα Γαλανάκη μιλώντας για το δικό της, το Αμίλητα, βαθιά νερά-Η απαγωγή της Τασούλας, "δεν στηρίζεται τόσο στη μυθοπλασία, όσο στην ποικιλία των εκδοχών, στην αρχιτεκτονική της σύνθεσής του και στις σκέψεις των προσώπων". Ούτε ιστορικό μυθιστόρημα ούτε μυθιστορηματική βιογραφία δηλώνει ο Φίλιππος Φιλίππου.
Παρουσιάζοντας το "Ερωτευμένος Ελύτης" είχα διατυπώσει κάποιες επιφυλάξεις ως προς την ακρίβεια του επιθέτου "μυθιστορηματικός" που συνοδεύει αυτού του τύπου τα βιβλία, στα οποία φαίνεται να έχει ιδιαίτερη προτίμηση ο συγγραφέας. Εξακολουθώ να έχω τις ίδιες επιφυλάξεις και για το παρόν βιβλίο. Αφενός πολύ λίγα είναι τα μυθιστορηματικά στοιχεία, που, χωρίς να προδίδουν την ιστορική αλήθεια, πηγάζουν  από τη φαντασία, όπως τα συναισθήματα ή οι σκέψεις των ηρώων, αφετέρου δεν βρίσκω να εξυπηρετούν κανένα ιδιαίτερο σκοπό όταν πρόκειται για ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα, στηριγμένα σε πληθώρα βιβλιογραφίας, όπως αυτή παρατίθεται από τον Φιλίππου.  Θα προτιμούσα το χρονικό χωρίς τις παρεμβολές της φαντασίας του συγγραφέα, θα προτιμούσα αυτές  να αφήνονταν στη φαντασία του αναγνώστη. Να ένα τέτοιο παράδειγμα μυθιστορηματικής παρεμβολής: "Φαντάζομαι πως η ατμόσφαιρα ήταν θλιβερή. από κάποιο δωμάτιο ακούγονταν μουσικές, κάποιος έπαιζε λύρα, άλλος αυλό, τρίτος κιθάρα (...) Κι ενώ τα τύμπανα των Τούρκων χτυπούσαν, τα κανόνια βροντούσαν κι οι σάλιγγες ούρλιαζαν, τα φώτα του στρατοπέδου τους καταύγαζαν τα τείχη και οι φλόγες από τις φωτιές ανέβαιναν στον ουρανό, τον πήραν τα κλάματα. Συγκινήθηκαν κι εκείνοι κι έκλαψαν μαζί του".
Οπωσδήποτε όμως, παρά τις επιφυλάξεις μου, διάβασα με μεγάλο ενδιαφέρον το βιβλίο για την ηρωική, αν και ενίοτε αμφισβητούμενη, μορφή του τελευταίου Βυζαντινού Αυτοκράτορα. Ποίηση, μυθιστόρημα, παραδόσεις, καημοί κι ελπίδες του Έθνους έχουν δημιουργήσει το θρύλο του Μαρμαρωμένου Βασιλιά που εξακολουθεί ακόμα να μας συγκινεί.
Ο Φίλιππος Φιλίππου δεν ακολουθεί μια ευθύγραμμη χρονολογική πορεία, ούτε εξετάζει λεπτομερώς τη ζωή του Παλαιολόγου από τη στιγμή της γέννησης ως την ύστατη στιγμή του θανάτου. Επιμερισμένο σε έξι μέρη το βιβλίο, με περιεχόμενο του καθενός αποτελούμενο από σύντομα κεφάλαια με υποσημειώσεις στο τέλος κάθε κεφαλαίου, επικεντρώνεται σε καίριες στιγμές της ζωής του αυτοκράτορα. Την καταγωγή του, την παραμονή του στο Μυστρά, τις δυο συζύγους του που πέθαναν, την πολιτική κατάσταση και προπάντων τον ηρωικό του θάνατο που, κατά το συγγραφέα, καθιστούσε τον Κωνσταντίνο πιο άξιο από τον άλλο Κωνσταντίνο, τον Μεγάλο, να αγιοποιηθεί.
"Δεν γράφω βιογραφία", αναφέρει κάπου. "Θέλω απλώς να μιλήσω για την αυτοθυσία ενός ανθρώπου. Διότι ο Κωνσταντίνος μπορούσε να γλιτώσει τη ζωή του αν δεχόταν τους όρους του Μωάμεθ".
Οι τέσσερις συγγραφείς της Αλώσεως, Φραντζής, Δούκας, Χαλκοκονδύλης, Κριτόβουλος, βασικές ιστορικές πηγές του βιβλίου, μ' έφεραν χρόνια πίσω, τότε που τους διδασκόμαστε (και τους εξεταζόμαστε) στο Πανεπιστήμιο από τον αείμνηστο Ν. Τωμαδάκη.
Ένα ακόμα βιβλίο για τον Κωνσταντίνο Πλαιολόγο. Ιστορία, μνήμες, συγκίνηση, σκέψεις πικρές για τον Ελληνισμό του άλλοτε και του τώρα μας πλημμυρίζουν διαβάζοντάς το.

Σάββατο, Απριλίου 06, 2013

Μνήμες της Κωνσταντινούπολης

Αχμέτ Ουμίτ
Μνήμες της Κωνσταντινούπολης (2010)
μετ. Θάνος Ζαράγκαλης
Πατάκης, 2012, πρώτη ψηφιακή έκδοση 2013

Παρ' όλο ότι μου αρέσουν τα αστυνομικά μυθιστορήματα δεν ήταν αυτός ο κύριος λόγος για τον οποίο αγόρασα το συγκεκριμένο βιβλίο. Ήταν γιατί η αστυνομική πλοκή συνδυαζόταν με την ιστορία της Κωνσταντινούπολης. Δεν ξέρω αν και στον υπόλοιπο ελληνισμό το όνομα "Κωνσταντινούπολη" ασκεί την ίδια έλξη, την ίδια μαγεία που ασκεί σε μας, τον αλύτρωτο ελληνισμό. Η Κωνσταντινούπολη δεν έχει πάψει να αποτελεί για μας ένα σύμβολο, κάτι το ιδεατό, ένα άπιαστο όνειρο, ταυτισμένο με τη δική μας τουρκική κατοχή και την ελπίδα της απαλευθέρωσης. Γι' αυτό ό, τι έχει σχέση με την πανέμορφη πόλη μας γοητεύει και μας συγκινεί.
Ο Αχμέτ Ουμίτ στο μυθιστόρημά του συνδυάζει την αστυνομική πλοκή με την ιστορία της Πόλης, με τις γειτονιές, τα μνημεία, την ομορφιά της, δημιουργώντας ένα συναρπαστικό μείγμα, έστω κι αν οι 689 σελίδες του βιβλίου είναι κάποτε κουραστικές, με σκηνές που ξεστρατίζουν από τον κύριο κορμό της ιστορίας, συχνά προσλαμβάνοντας ύφος διδακτισμού.
Μια σειρά φόνων που θα καταλήξει με επτά θύματα απασχολεί την ομάδα των αστυνομικών, επικεφαλής της οποίας είναι ο αστυνόμος Νεβζάτ με τους βοηθούς του, τον Αλή και τη Ζεϊνέπ. Κλειδί στην προσπάθειά τους να εντοπίσουν τους δολοφόνους είναι ο χώρος στον οποίο ανευρίσκονται τα θύματα. Καθένα εντοπίζεται και σε ένα διαφορετικό ιστορικό σημείο. Άλλοτε στη Στήλη του Κωνσταντίνου, άλλοτε στη Χρυσή Πύλη των τειχών του Θεοδοσίου, στην Αγία Σοφία ή στο Τόπκαπι κ.λπ. Και πάντα στο χέρι ή κοντά στο πτώμα ένα νόμισμα της αντίστοιχης ιστορικής περιόδου.
Μεγάλη βοήθεια στη διερεύνηση των φόνων παρέχει η διευθύντρια του μουσείου του Τόπκαπι, η Λεϊλά Μπαρκίν που παρ' όλο ότι συμβάλλει με τις ιστορικές πληροφορίες που δίνει, δεν εξαιρείται από τον κύκλο των υπόπτων. Κυρίως γιατί συνδέεται μ' ένα σύνδεσμο που σκοπό έχει την προστασία των ιστορικών μνημείων της Κωνσταντινούπολης, που τα βλέπουν ολοένα και περισσότερο να καταστρέφονται, θυσία στο βωμό της ανάπτυξης και του κέρδους.
Όλα τα θύματα, ένας αρχαιολόγος-ιστορικός, ένας αρχιτέκτονας, ένας δημοσιογράφος κ.λπ. σχετίζονταν με ένα μεγαλοεπιχειρηματία που δεν δίσταζε με τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες να καταστρέφει ακόμα και ιστορικά σημεία της πόλης. Είναι άραγε για κάποιο λόγο αυτός και ο περίγυρός του οι δολοφόνοι; Ή μήπως είναι τα μέλη του Συνδέσμου Προστασίας της Ισταμπούλ; Ή τρομοκράτες; Ή ισλαμιστές; Πολλοί οι ύποπτοι.
Ο αστυνόμος Νεβζάτ που ηγείται των ερευνών δεν είναι ο συνήθης σκληροτράχηλος αστυνομικός. Είναι ένας ευαίσθητος χαρακτήρας, με ποιητική ψυχή, θα λέγαμε, με απέραντη αγάπη για την πόλη του. Κουβαλάει μέσα του έναν ανεκπλήρωτο νεανικό έρωτα και μια θλίψη από το χαμό της γυναίκας του και της κόρης του λόγω μιας έκρηξης που στόχευε τον ίδιο. Τώρα είναι ερωτευμένος με μια Ελληνίδα (Ρωμαία, κατά την ίδια), την Ευγενία. Οι Έλληνες πουθενά δεν αναφέρονται στο μυθιστόρημα. Ο συγγραφέας βλέπει την Πόλη και την ιστορία πάντα μέσα από την τουρκική ματιά. Το Βυζάντιο δεν είναι γι' αυτούς παρά η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, την οποία ακολούθησε η Οθωμανική περίοδος και τέλος η περίοδος της δημοκρατίας. Παραβλέπεται το γεγονός ότι στο Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος επεκράτησε ο Ελληνισμός, ότι από τον έκτο ήδη αιώνα επίσημη γλώσσα του κράτους ήταν η ελληνική, ότι η Ορθοδοξία και τα μνημεία της υπάρχουν ακόμα στην Πόλη.
Πέρα όμως απ' αυτή την πλευρά που ασφαλώς ενοχλεί εμάς τους Έλληνες, ο αναγνώστης απολαμβάνει το μυθιστόρημα του Ουμίτ. Σεριανάει στη μακρόχρονη ιστορία της, περιδιαβάζει στα μνημεία της, απολαμβάνει την ομορφιά της.
"Η εικόνα που συνάντησα στο τέλος των στριφτών σκαλοπατιών διέλυσε απότομα τις σκέψεις μου. Ξέχασα τα εγκλήματα, τον εραστή της Λεϊλα Μπαρκίν, ακόμη και το βάδισμα και στάθηκα σαν κεραυνοβολημένος μπροστά στο παραμυθένιο θέαμα. Κάτω απ' τα πόδια μου, μέσα στο ημίφως, εκτεινόταν μια μαγική λίμνη απ' τα νερά της οποίας ξεπρόβαλλαν σαν δέντρα εκατοντάδες κίονες με περίεργα κιονόκρανα, πλάι πλάι και πίσω ο ένας από οτν άλλο. Όχι, δεν ερχόμουν για πρώτη φορά στη Βασιλική Κιστέρνα, όμως, παρ' όλα αυτά, κάθε φορά που ερχόμουν, με κυρίευε το ίδιο συναίσθημα". (Το ίδιο συναίσθημα δοκιμάσαμε όσοι έτυχε να επισκεφθούμε το θαύμα αυτό του Ιουστινιανού, την υπόγεια δεξαμενή).
α νερά του Κεράτιου, που φάνταζαν σαν λυωμένο χρυσάφι, κυλούσαν νωχελικά στρίβοντας δεξιά αριστερά προς τη θάλασσα. Το τέμενος Φάτιχ δεν φαινόταν, όμως το τέμενος Σουλεϊμάνιγιε και η Αγία Σοφία, χωρίς να εμπδίζουν το ένα το άλλο, υψώνοντααν στον ουρανό. Δύο μοναδικοί τόποι λατρείας χτισμένοι πάνω στους μυθικούς λόφους τούτης της πόλης".