Τρίτη, Αυγούστου 21, 2018

Λολίτα

Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ
Λολίτα
Εκδ. Δωρικός, χ. χ.
Μετ. Ανδρέα Πάγκαλου
Πρόλογος Ν. Γ. Σταθάτου
Κοίταζα αυτές τις μέρες τα λίγες δεκάδες βιβλία που με τα χρόνια έχουν συσσωρευτεί στο μικρό μου εξοχικό διαμέρισμα. Βιβλία που τυχαία, όχι από επιλογή,  βρέθηκαν εκεί. Βιβλία αγορασμένα ή χαρισμένα, μισοδιαβασμένα ή αδιάβαστα, μια ποικιλόμορφη σύναξη. Βιβλία αγγλικά και ελληνικά, μυθιστορήματα και μελέτες, οΤζόυς πλάι στην Άγκαθα Κρίστι, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος πλάι στον Ντοστογιέφσκι, ο Laurence Durrel συντροφιά με τη Μάρω Δούκα κ.λπ. κλπ. Ανάμεσά τους και η "Λολίτα" του Ναμπόκοφ. Μια έκδοση με κιτρινισμένες σελίδες, με πολύ μικρά τυπογραφικά στοιχεία, σε πολυτονικό βέβαια, χωρίς χρονολογία έκδοσης και μόνη ένδειξη τη χειρόγραφη, ασφαλώς ημερομηνία αγοράς, 23 Νοεμβρίου 1963. Δεν το θυμόμουνα καθόλου. Το είχα άραγε διαβάσει; Είχα φτάσει ως το τέλος ή το άφησα στη μέση; Αμυδρά μόνο θυμόμουν (ίσως και από το θόρυβο της κινηματογραφικής μεταποίησης) πως το θέμα ήταν ο έρωτας ενός ενήλικα με μια δωδεκάχρονη κοπελίτσα.
Άρχισα να το διαβάζω. Η γραφή του Ναμπόκοφ με συνεπήρε. Το ύφος του, σύμφωνα με μια κριτική "συνδυάζει την ευφράδεια του Τζόυς με την απόδοση της ατμόσφαιρας και του κλίματος του Προυστ". Στον Προυστ άλλωστε, όπως και σε άλλους συγγραφείς αναφέρεται ο ίδιος ο πρωταγωνιστής της ιστορίας. Ο Χούμπερτ Χούμπερτ εξιστορεί τη ζωή του. Όλο το κείμενο είναι μια απολογία, μια εξομολόγηση που απευθύνεται σε ενόρκους, σε κάποιο δικαστήριο. Τι έχει κάνει ο Χούμπερτ; Για ποιο πράγμα απολογείται; 
Αρχίζει με μια λεκτική έξαρση, σαν ένα δυνατό κρεσέντο που από μόνο του δικαιολογεί το τι θα ακολουθήσει: " Λολίτα φως της ζωής μου, φλόγα των σωθικών μου. Αμαρτία μου-ψυχή μου. Λο-Λι-Τα: η άκρη της γλώσσας μου κάνει ένα ταξίδι τριών βημάτων στον ουρανίσκο για να χτυπήσει στο τρίτο, επάνω στα δόντια. Λο-Λι-Τα". Ο ίδιος ανάγει τις ρίζες αυτού του έρωτα στο έντονο συναίσθημα που ένιωσε μικρός για μια συνομήλική του δωδεκάχρονη νεαρή. Την Αναμπέλλα. Από τότε όσο κι αν μεγάλωσε, αναζητεί αυτήν που θα ενσαρκώνει εκείνο το συναίσθημα. Το όνομα Αναμπέλλα δεν είναι τυχαίο. "Ω, Λολίτα,είσαι το κορίτσι μου, όπως η Βη ήταν του Πόε και η Μπέα του Δάντη", θα πει κάποια στιγμή, αναζητώντας  ίσως δικαιολογία σε αντίστοιχους έρωτες. Τη χαμένη του Αναμπέλλα ενσαρκώνει η Ντολόρες-Λολίτα, κόρη της σπιτονοικοκυράς του. Για να είναι κοντά στο κοριτσάκι παντρεύεται τη χήρα μητέρα του, τη Σαρλότ Χαίηζ, που σύντομα πεθαίνει από ατύχημα. Και ο Χούμπερτ αναλαμβάνει ως πατέρας-κηδεμόνας.
Η μικρή είναι ένα νυμφίδιο, όρο που επενόησε και χρησιμοποίησε πρώτος ο Ναμπόκοφ. Γράφει ο Νικ. Σταθάτος στην εισαγωγή του: "Το νυμφίδιο δεν είναι ένα πλάσμα διαλεχτό οποιασδήποτε αφροδισιακής ηδονής. Είναι κάτι πολύ περισότερο. Είναι το "σεξουαλικό δαιμονάκι", που συνεπαίρνει τον άνθρωπο και τον συγκλονίζει". 
"Πατέρας" και "κόρη" μετακινούνται από πολιτεία σε πολιτεία της Αμερικής. Ο Χούμπερτ της συμπεριφέρεται σαν σε παιδί παρά σαν την ερωμένη του. Της αγοράζει ρούχα, γλυφιντζούρια, παγωτό. Τη θααυμάζει, την αγαπά, τη ζηλεύει. Ένα χρόνο, 1946-47, κρατάει η περιπέτεια. Εκείνος κάποια στιγμή καταλαβαίνει ότι το κορίτσι αρχίζει να ανεξαρτητοποιείται, υποπτεύεται τους πάντες, φοβάται μήπως τη χάσει. Ένα όπλο εμφανίζεται που τον συνοδεύει συνεχώς. Θα σκοτώσει τελικά και ποιον;
Τολμηρές σκηνές σεξ δεν υπάρχουν στο βιβλίο, όπως ίσως θα περίμενε κανείς. Αρκεί να διαβάσουμε τη σκηνή όπου για πρώτη φορά  έκαναν έρωτα. Αφού περιγράψει το δωμάτιο του ξενοδοχείου, τις κινήσεις εκείνης στον ύπνο της, τις μυρωδιές, τους ήχους, το φως, τις σκέψεις του, καταλήγει: "Στις έξι είχε ξυπνήσει ολότελα και στις έξι και δεκαπέντε είμαστε ουσιαστικά εραστές". Εκείνο που καταξιώνει το έργο, του οποίου αρχικά η έκδοση απαγορεύτηκε, που θεωρήθηκε ανήθικο αλλά ταυτόχρονα και λογοτεχνικό επίτευγμα από τα σημαντικότερα του 20ου αι. (πρώτη έκδοση το 1958) είναι κυρίως η έκφραση, το ύφος, ο τρόπος γραφής. Λεπτομερέστατη ανάλυση ψυχικών καταστάσεων, σκέψεων, ολόκληρες παράγραφοι για να περιγράψει μια κίνηση, μια πιθανή ενέργεια, μια υποψία, συσσώρευση επιθέτων. "Άστατη, άκεφη, χαρούμενη, ιδιότροπη, χαριτωμένη, με την αυθάδικη χάρη πουλαριού, βασανιστικά λαχταριστή από το κεφάλι μέχρι τα πόδια", μια από τις πλήθος περιγραφές του.
Τελειώνοντας τη "Λολίτα" σκεφτόμουν πως κάποια βιβλία πρέπει να τα διαβάζουμε μόνο όταν έρθει η ώρα τους.


Τετάρτη, Αυγούστου 01, 2018

Εγώ ο Σίμος Σιμεών



Γιάννης Ξανθούλης
Εγώ ο Σίμος Σιμεών
Διόπτρα, 2017
Ο Γιάννης Ξανθούλης, όπως έχω ξαναγράψει, δεν υπήρξε ανάμεσα στους αγαπημένους μου συγγραφείς. Αν εξαιρέσω το "Ο γιος του δάσκαλου", τα άλλα του βιβλία δεν είχαν πολλά να μου πουν. Δεν τον υποτιμώ ως συγγραφέα, απλώς αναζητώ κάτι ουσιαστικότερο και βαθύτερο. Γι' αυτό και  δεν σκόπευα να διαβάσω το τελευταίο του βιβλίο, αν δεν μου το πρότειναν δυο φίλες των οποίων τα αναγνωστικά γούστα εκτιμώ.
Δυστυχώς η ανάγνωσή του ήρθε αμέσως μετά τον Γιάλομ κι όπως συχνά συμβαίνει, ό,τι και να διαβάσει κανείς μετά από ένα πολύ καλό βιβλίο, θα το βρει κατώτερο και από την πραγματική του αξία. Η αναπόφευκτη σύγκριση το αδικεί. Ύστερα λοιπόν από την ευρύτητα της ματιάς του Γιάλομ που αφενός απλώνεται, αν όχι σε πέντε, τουλάχιστον σε τρεις ηπείρους ενώ του Ξανθούλη περιορίζεται στα όρια μιας βορειοελλαδίτικης κωμόπολης, ύστερα από την καταβύθιση στα άδυτα της ψυχής που επιχειρεί ο Γιάλομ στην επιφανειακή καταγραφή ενεργειών και σκέψεων που χαρακτηρίζει τον Ξανθούλη, τι περιθώριο σου μένει για να εκτιμήσεις σωστά τον δεύτερο;
Ας προσπαθήσω όμως, έστω και υπό αυτές τις συνθήκες να μην τον αδικήσω. Το βιβλίο του έχει πράγματι μια πρωτοτυπία. Η ανάμιξη της σάτιρας με το εξωλογικό στοιχείο προσδίδει αρκετό ενδιαφέρον στο βιβλίο. Χώρος δράσης είναι μια μικρή κωμόπολη, η Χαλκόπολη, μεταξύ Καβάλλας, Σερρών και Δράμας. Φανταστική, βέβαια, αλλά που συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά μιας οποιασδήποτε ελληνικής κωμόπολης του 1964. Στη χρονιά αυτή τοποθετείται το έργο. Ο κύριος ήρωας, ο Σίμος Σιμεών (έτσι με ι  για να διαφέρει από το κανονικό με υ) είναι ένα 11χρονο αγόρι. Εξώγαμο παιδί της Αναστασίας-Σάσας, μιας από πέντε αδερφές. Πανέξυπνος ο μικρός Σίμος, με γνώσεις κατά πολύ υπέρτερες της ηλικίας του, άριστος μαθητής βέβαια, αλλά και εφοδιασμένος με διαίσθηση και μαντικές ικανότητες με τις οποίες βοηθά τη μητέρα του, που επαγγέλλεται την αστρολόγο, να κάνει προβλέψεις που επαληθεύονται.
Η σάτιρα του Ξανθούλη αγγίζει τα πάντα. Το σχολείο, τις σχολικές επιδείξεις, τα λαϊκά πανηγύρια, τον Μητροπολίτη, τις πολιτικές φιλοδοξίες (ο υποψήφιος δήμαρχος υπόσχεται στους ψηφοφόρους του καινούριο, ευάερο και ευήλιο νεκροταφείο!). Και όλα αυτά με χιούμορ που όμως στην προσπάθειά του να το σκορπίζει παντού και διαρκώς ο συγγραφέας συχνά το εκβιάζει, με αποτέλεσμα ενίοτε να μην προκαλεί ούτε χαμόγελο.
Ιστορικά στοιχεία της εποχής, τραγούδια ή ταινίες, η μορφή του "γέρου της δημοκρατίας", του Γεώργιου Παπανδρέου, η καθιέρωση της δημοτικής, υπαινιγμοί ακόμα και για τη δικτατορία που θα ακολουθήσει σε τρία χρόνια, είναι διάσπαρτα στο μυθιστόρημα. Τα ένοχα μυστικά των μικρών  κοινοτήτων δημιουργούν ενδιαφέρουσες ανατροπές. Το σεξουαλικό στοιχείο βρίσκεται κι αυτό εν αφθονία περιβλημένο με την ανάλογη σάτιρα.
Εν τέλει, περνάς καλά με τον Ξανθούλη και τον Σίμο του, αν δεν έχεις πολύ υψηλές απαιτήσεις από τη λογοτεχνία.

Πέμπτη, Ιουλίου 26, 2018

Αυτό ήταν η ζωή; Τότε άλλη μια φορά!

Irvin Yalom
Αυτό ήταν η ζωή; Τότε άλλη μια φορά!
(Αναμνήσεις ενός ψυχίατρου)
Μετ. Ευαγγελία Ανδριτσάνου
Άγρα, 2018
Αναρωτιέμαι συχνά τι είναι εκείνο που μας γοητεύει, που μας κάνει να προτιμούμε ένα βιβλίο που γράφτηκε από ένα συγγραφέα άλλης εθνικότητας, που έζησε σε μια άλλη χώρα, με ένα διαφορετικό πολιτισμό, από ένα βιβλίο που αναφέρεται στη δική μας χώρα, στον δικό μας πολιτισμό, στα δικά μας πάθη; Ναι, η λογοτεχνική γραφή είναι το πρώτιστο. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Είναι, νομίζω, και η ευρύτητα της ματιάς του συγγραφέα που ζει σε μια μεγάλη χώρα. Οι πιο πολλοί από μας περνάμε όλη μας τη ζωή εκεί που γεννηθήκαμε, κάνουμε το ίδιο επάγγελμα, έχουμε τον ίδιο περιορισμένο κύκλο γνωστών, εμπειριών, εντυπώσεων. Γι' αυτό, πιστεύω, όσο καλός λογοτέχνης κι αν είναι κάποιος που γεννιέται σ' ένα μικρό νησί όπως η Κύπρος δεν μπορεί ποτέ να γίνει συγγραφέας μεγάλου μεγέθους.
Κάνω ακόμα μια φορά τις σκέψεις αυτές καθώς τελειώνω το τελευταίο βιβλίο του Ίρβιν Γιάλομ, την αυτοβιογραφία του, γραμμένη στα ογδόντα πέντε του χρόνια (γενν. το 1931, είναι τώρα 87). Με συνάρπασε. Κι ας είναι η εξιστόρηση της ζωής ενός εβραιόπουλου που οι βιοπαλαιστές, αμόρφωτοι γονείς του έφτασαν στην Αμερική πρόσφυγες από τη Ρωσία. Όμως η μεγάλη χώρα του δίνει την ευκαιρία για μόρφωση, για την επιλογή πανεπιστημίου, για την επιστημονική, κοινωνική και οικονομική πρόοδο. Μια ξαφνική αρρώστια του πατέρα του όταν ο Ίρβιν ήταν 14 χρονών και η ανακουφιστική παρηγοριά του γιατρού τον κάνουν να θέλει να γίνει γιατρός, να βοηθάει κι αυτός τον κόσμο. Μετά από σκληρή μελέτη κατορθώνει να μπει στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Τζωρτζ Ουάσιγκτον, από εκεί στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης και τελικά στο Τζωνς Χόπκινς της Βαλτιμόρης, όπου παίρνει την ειδικότητα του ψυχοθεραπευτή.
Με ύφος απλό αλλά γλαφυρό, συχνά με χιούμορ μας μεταφέρει στον κόσμο της ψυχιατρικής αλλά και στον κόσμο της καθημερινότητάς του. Γνώρισε τη γυναίκα του Μαίρυλιν όταν ήταν 15 χρονών, την παντρεύτηκε και ζουν μαζί μέχρι σήμερα! Κι εκείνη πανεπιστημιακός, με ειδικότητα στη λογοτεχνία κι εκείνη συγγραφέας αρκετών βιβλίων. Τα ενδιαφέροντά τους, αν και διαφορετικά ως προς το είδος, συμπίπτουν ως προς το αέναο διάβασμα και τη διαρκή προσπάθεια για ανέλιξη. Παρ' όλο που αποκτούν τέσσερα παιδιά (σήμερα και οχτώ εγγόνια) δεν διστάζουν να μετακινούνται, να ζουν με επιστημονικές ανταλλαγές σε άλλες χώρες ή απλώς να ταξιδεύουν. Πότε στο Παρίσι, που η Μαίρυλιν ιδιαιτέρως αγαπά, στο Λονδίνο, στη Βιέννη, στην Ιταλία, στην Ιαπωνία και αλλού. Κάποτε ο Ίρβιν πάει μόνος για ένα σεμινάριο διαλογισμού στην Ινδία, αλλά οι εμπειρίες του από εκεί δεν είναι και οι καλύτερες. "Πώς έγινα Έλληνας" τιτλοφορεί ένα κεφάλαιο του βιβλίου του, όπου περιγράφει πώς γνώρισε την Ελλάδα, πώς νιώθει όταν την επισκέπτεται, αλλά και τη μεγάλη αγάπη των Ελλήνων αναγνωστών για τα βιβλία του.
Κινούμενος μεταξύ της αναπόλησης της παιδικής του ηλικίας, των σχέσεων με τους γονείς του, προσωπικών οικογενειακών στιγμών και βιωμάτων, των σπουδών του, της επαγγελματικής ανέλιξης, των ονείρων του, φίλων με τους οποίους συνδέθηκε, την παράθεση συγκεκριμένων περιστατικών ψυχοθεραπείας με θεραπευομένους του, αφιερώνει μεγάλο μέρος της αυτοβιογραφίας του στο πώς αφορμήθηκε να στραφεί, εκτός από τα καθαρά ψυχιατρικά βιβλία και στη λογοτεχνική γραφή. Κι αυτό είναι το μέρος, ομολογώ, που με γοήτευσε περισσότερο. Ο Δήμιος του έρωτα, Όταν έκλαψε ο Νίτσε, Στο ντιβάνι, Η μάνα και το νόημα της ζωής, Η θεραπεία του Σοπενάουερ, Στον κήπο του Επίκουρου, Το πρόβλημα Σπινόζα, Πλάσματα μιας μέρας, είναι βιβλία του μεταφρασμένα και στα Ελληνικά, τα πλείστα ευπώλητα. Με ποια αφορμή τα έγραψε, σκέψεις πάνω στο περιεχόμενό τους, ανάλυση που τα φέρνει πιο κοντά μας.
Στάθηκα ιδιαίτερα στα λογοτεχνικά του διαβάσματα. Τζων Στάινμπεκ, Τόμας Γουλφ, Γιόζεφ Ροτ, Κάφκα, Καμύ, Ζαν-Πωλ Σαρτρ είναι μερικοί μόνο από τους αγαπημένους του συγγραφείς. Με εντυπωσίασε η παραδοχή του ότι "πολλά από τα ζητήματα που βασάνιζαν τους θεραπευόμενούς μου-τα γηρατειά, η απώλεια, ο θάνατος, οι μεγάλες αποφάσεις ζωής, ποιο επάγγελμα ν' ακολουθήσω ή ποιον να παντρευτώ-είχαν συχνά δουλευτεί με πολύ πειστικότερο τρόπο από μυθιστοριογράφους και φιλοσόφους παρά από μέλη της ψυχιατρικής κοινότητας". Σαν τέτοιους συγγραφείς αναφέρει τον Ντοστογιέφσκι, τον Τολστόι, τον Μπέκετ, τον Κούντερα κ.ά., ο ίδιος δε ομολογεί ότι δεν μπορούσε να κοιμηθεί αν δεν διάβαζε λίγες έστω λογοτεχνικές σελίδες.
Ο Ίρβιν Γιάλομ έζησε μια μακρά ζωή,  δύσκολη και γεμάτη μειονεκτικά συναισθήματα στην αρχή της (παιδί φτωχών μεταναστών, λευκός σε μια συνοικία μαύρων, Εβραίος όταν όλοι γύρω του ήταν χριστιανοί) κι όμως με τον προσωπικό του αγώνα καταλήγει στον επίλογο της αυτοβιογραφίας του: "Κοιτάζοντας τη ζωή μου προς τα πίσω, λίγες πικρίες έχω. Έχω σύντροφο ζωής μια πολύ ξεχωριστή γυναίκα. Έχω παιδιά κι εγγόνια που μ'αγαπούν. Έχω ζήσει σ' ένα προνομιούχο μέρος του κόσμου με ιδανικό κλίμα, όμορφα πάρκα, πολύ λίγη φτάχεια και βία και στο οποίο βρίσκεται το Στάνφορντ, ένα από τα καλύτερα πανεπιστήμια στον κόσμο. Και κάθε μέρα λαβαίνω γράμματα που μου υπενθυμίζουν ότι έχω βοηθήσει κάποιον σε κάποια μακρινή χώρα. Έτσι λοιπόν τα λόγια που είπε ο Ζαρατούστρα του Νίτσε ισχύουν για μένα:
"Αυτή ήταν η ζωή; Ε, τότε άλλη μια φορά!"-

Πέμπτη, Ιουλίου 05, 2018

Ένα κείμενο της Καίτης

Η Καίτη, με την ωραία, ποιητική της γραφή, γράφει για μένα και όσα μας δένουν. Την ευχαριστώ πολύ. (Παραλείπω κάποια πολύ προσωπικά σημεία)

70 βιβλία και 9 ταξίδια από το blog της
«anagnostria», Kίκας Ολυμπίου
Την Κίκα τη θυμάμαι πάντα να διαβάζει και να γράφει σε περιοδικά, σε εφημερίδες ολόδροσα κείμενα με τα πιο απροσδόκητα θέματα, με τον δικό της ανεπανάληπτο, τον χαμηλόφωνο, κουβεντιαστό τρόπο που άγγιζε ευαίσθητες χορδές της ύπαρξης που περιμένανε οι αναγνώστες της να διαβάσουν. Η γραφή της ενείχε μια μαγική αύρα, να πιάνει το απλό, το καθημερινό και να το αγλαΐζει, να του δίνει βάθος και προοπτική.
Θυμάμαι όταν έφυγε η μητέρα της έγραψε ένα συγκλονιστικό άρθρο στοργής κι ευγνωμοσύνης in memoriam. Άφησαν εποχή οι πρωτότυπες ραδιοφωνικές εκπομπές στο ΡΙΚ για λογοτεχνικά θέματα. Κι από κοντά η τρυφερή ιστορία από το ημερολόγιο της Άννας που αναζητούσαν οι ακροάτριες το άγραφο ακόμα βιβλίο στα βιβλιοπωλεία!  Η Κίκα, λοιπόν, διάβαζε κι έγραφε, μα προπάντων διάβαζε, ήταν πάντα μια περιπαθής αναγνώστρια. Έρχονται στη σκέψη μου εκείνη τα αξέχαστα χρόνια στο Γυμνάσιο Φανερωμένης που γνωριστήκαμε και συνεργαστήκαμε. Τότε στη δεκαετία του 70,  τα μαύρα σύννεφα πλήθαιναν πάνω από το μαρτυρικό νησί και μεις σκοτωνόμαστε μεταξύ μας (άραγε θα μας συγχωρήσει ποτέ η ιστορία που δεν πήραμε τα μηνύματα του Ονήσιλου;)  και στην έπαρσή μας δεν βλέπαμε πως
βρισκόμαστε στα πρόθυρα της Ασίας
  κάτω απ’ την αφή μας άπτεται η πέτρα.     
(Κ. Μόντης)
Κι έπειτα ήρθε ο χαλασμός. Τότε 1970-74 διαβάζαμε ατέλειωτα, ξεκοκαλίσαμε την πλούσια βιβλιοθήκη της Φανερωμένης, ελληνική  και ξένη λογοτεχνία, θέατρο, Ίψεν, θέατρο του παραλόγου, θεατρικά του Σαρτρ, του Τένεσσυ Ουίλιαμς κ.ά. Και κρατούσαμε σημειώσεις και συζητούσαμε επί ώρες συνεπαρμένες, χαμένες στους μυστικούς λειμώνες του Λόγου, στο παραμύθι των λέξεων.
(Όλοι εμείς που αγαπάμε τα βιβλία δεν χρειάζεται να μας πείσουν για την αξία και τη ζωοποιό δύναμή τους. Όμως πιστεύω πως ο Φρανσουά Τρυφώ στο έργο του Φαρενάιτ 451 διά της εις άτοπον απαγωγής αποδεικνύει περίτρανα τον καταλυτικό ρόλο του βιβλίου στη δόμηση του ψυχικού κόσμου μας και την προαγωγή των κοινωνιών προβάλλοντας μια κοινωνία απολυταρχική όπου απαγορεύονταν τα βιβλία επί ποινή θανάτου και κάποιοι διανοητές μέσα σε χλοερά δάση κρυφά αποστήθιζαν ένα σπουδαίο βιβλίο για να το διασώσουν για το μέλλον).
…………………………………………………………….
Η Κίκα είναι αυτή που ενσαρκώνει το ζώδιο ζυγός, ισορροπημένη, εναρμονισμένα μέσα της όλα : συναισθήματα, φαντασία, διαίσθηση, σκέψη. Ο ηνίοχος δεν θα φοβηθεί ποτέ την ανατροπή του άρματος από το δυσήνιο άλογο των ορμών. Πάντα τη θαύμαζα την Κίκα γι’ αυτή την εσωτερική αρμονία, όντας εγώ παρορμητική και εκρηκτική στην έκφραση του είναι μου.
……………………………………………………………………….
          Τη δεκαετία του '90 εκδώσαμε μαζί δύο συλλείτουργα βιβλία, τη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη, σχέδιο ερμηνείας και τα κείμενα Λογοτεχνίας για τη Γ΄ Λυκείου. Για να τα γράψουμε εντρυφήσαμε και βυθιστήκαμε για χρόνια σε μια ατέλειωτη βιβλιογραφία, ώσπου να πάρουν την τελική τους μορφή τα  δοκίμιά μας. Ήταν μια εργασία έμπλεη έρωτος και ένθεου ζήλου, διαβάζαμε και γράφαμε ξανά και ξανά. Τότε η Κίκα έγραψε στον Νίκο Κάσδαγλη κι εκείνος με πολλή ευγένεια μας έστειλε τα βιβλία του για να αναγνώσουμε σωστά το διήγημά του, «Σοροκάδα» και μόλις πήρε το βιβλίο μας βαθιά συγκινημένος μας απάντησε πως ήταν η δική μας η πιο ωραία ερμηνεία του αφηγήματός του. Θυμάμαι το 1998 ήμουν με εγχείριση καρκίνου στο Νοσοκομείο με τον ορρό στο χέρι και ψάχναμε μαζί στο ποιητικό σύμπαν του Ελύτη, μαγεμένες να ενωτιστούμε τα άρρητα φθέγματα της ποίησής του, να αποκρυπτογραφήσουμε το Άσπιλο, να ερμηνεύσουμε το ι΄ άσμα, της αγάπης αίματα με πορφύρωσαν ή το ια΄  άσμα, ανοίγω το στόμα μου κι αναγαλλιάζει το πέλαγος.
          Kαι η Κίκα συνεχίζει να διαβάζει και να γράφει πυρετωδώς κι ακόμα ένα έναυσμα τώρα διαρκές και ανανεώσιμο είναι ο άλλος της έρωτας, τα ταξίδια. Ταξιδεύοντας με τους φιλολόγους και τους φίλους τους όπου γης με ανεξάντλητη την έφεση να δει πίσω από τα πανέμορφα τοπία, τις ιστορίες, τα μνημεία εκείνη με την αγάπη της και τη φιλέρευνη ματιά και φαντασία του περιηγητή βλέπει και διαλέγεται με την ψυχή του τόπου, τη μήτρα των πραγμάτων, την ουσία των όντων που συνήθως επικαλύπτεται από την αχλύ και την τύρβη των ανθρώπων. Κάποτε ψάχναμε μαζί να βρούμε την μπυραρία όπου πήγαινε ο Τζέιμς Τζόις στο Δουβλίνο, ή στο Όσλο το καφέ Central  όπου κάθε μεσημέρι ερχόταν ο Ίψεν ή στο Παρίσι το μπιστρό που σύχναζε ο Βενιζέλος.
Με μοναδική πυκνότητα κι ένταση μας παραδίδει τις συντεταγμένες της δικής της κοσμολογίας, μιλά για μια άλλη γεωγραφία απ’ αυτή των χαρτών  κι ο μυθικός κόσμος που μας αποκαλύπτεται στις ταξιδιωτικές της σελίδες μας εισάγει σ’ ένα άχρονο παρόν. Έτσι μας προσφέρει μια ενδόμυχη παραμυθία και ξεχνάμε πού είμαστε κι όλα αυτά που μας πονούν και που μας καίνε.
Η Κίκα έχει εκδώσει ως τώρα 2 τόμους ταξιδιωτικών, το 2003 και το 2012. Τώρα κρατάμε ανά χείρας το καινούργιο της βιβλίο, μια ιδιαίτερα καλαίσθητη  έκδοση, 70 βιβλία και 9 ταξίδια από το blog της “anagnostria, όπου  ενώνει τους δύο μεγάλους της έρωτες τα  βιβλία που διάβασε και για τα οποία έχει αναρτήσει στο διαδίκτυο ως δεινή μπλόκερ σχόλια, αισθητικές παρατηρήσεις, προβληματισμούς και τα ταξιδιωτικά. Στα βιβλία με απέριττο λόγο σκιαγραφεί τον μύθο του βιβλίου, παρουσιάζει τους ήρωες, προβάλλει τις ιδέες, τη φιλοσοφία του συγγραφέα κρατώντας σε αγωνία για το επερχόμενο τέλος που είναι μια πρόκληση γι’ αυτόν που θα θελήσει να συναντηθεί με τον κόσμο του βιβλίου. Αισθάνομαι υπέροχα γιατί διάβασα και απόλαυσα σχεδόν όλα αυτά τα βιβλία για τα οποία έχουμε συζητήσει διεξοδικά. Τα σπουδαία βιβλία διασώζουν την άφθιτη ομορφιά του λόγου, άλλωστε κατά τον Χάιντεγκερ η γλώσσα, ο λόγος είναι ο οίκος του Όντος, οι ποιητές και οι διανοητές είναι οι φύλακες της αλήθειας του Όντος.
Όσον αφορά τα ταξιδιωτικά, όπως λένε οι φίλες μου στην Ελλάδα που διάβασαν τις ταξιδιωτικές περιπλανήσεις της Κίκας, τα κείμενά της τις βοηθούν να χάνονται σε «αστερισμούς σελαγίζοντες που συνορχούνται με την κόμη της Βερενίκης» και άλλα αστρικά σχήματα, ν’ αποδρούν γι' αλλού σαν το μαγικό λυχνάρι του Αλαντίν, τους διανοίγει παράθυρο στο σύμπαν, που μόνο να ονειρεύονται μπορούν πλέον. Ας χαθούμε λοιπόν χωρίς αποσκευές στα 9 ταξιδιωτικά της Κίκας, στις άγνωστες διεξόδους που μας προσφέρει ο πανέμορφος αυτός πλανήτης, όπου ο Θεός ευδόκησε να κατοικούμε.

Καίτη Χρίστη

Δευτέρα, Ιουλίου 02, 2018

Οι λεηλάτες του μεσημεριού

Αθηνά Τσάκαλου
Οι λεηλάτες του μεσημεριού
Οι εκδόσεις των συναδέλφων, 2018
Είναι κάποια βιβλία που από την πρώτη σελίδα είναι σαν να σε αρπάζουν από τον λαιμό. Δεν  μπορείς να τους ξεφύγεις, δεν μπορείς να αναβάλεις το διάβασμά τους. Η πρώτη σελίδα οδηγεί αναπόφευκτα στη δεύτερη, γυρίζεις βιαστικά τη μια μετά την άλλη, αχόρταγα προχωρείς και ολοένα θέλεις κι άλλο κι άλλο...
Αυτό μου συνέβη και με το βιβλίο "Οι λεηλάτες του μεσημεριού" της άγνωστής μου συγγραφέως Αθηνάς Τσάκαλου, που είχε την καλοσύνη να μου στείλει. Ευτυχώς. Ποιος ξέρει αν θα το συναντούσα ποτέ κι αν το συναντούσα αν θα του έδινα την οποιαδήποτε σημασία.
Η Λένη -προσωπείο, υποθέτω της συγγραφέως- θυμάται. Θυμάται και γράφει. Είναι σαν ένα requiem, ένα μεταθανάτιο αφιέρωμα στον αδελφό της. Συνομιλίες και όνειρα, αναπολήσεις και οράματα, ανάπλαση μιας περασμένης ζωής και οραματισμοί για το μέλλον. Η ζωή στο φτωχό, ορεινό χωριό αναπλάθεται μ΄ολη την αγάπη, τη νοσταλγία, τον καημό για μια εποχή περασμένη. Έθιμα, πρόσωπα του χωριού και οι τραγικές τους ιστορίες, η δύσκολη ζωή, η φτώχεια, το κρύο. Το χιόνι πλημμυρίζει κάθε σελίδα του βιβλίου. Κι ανάμεσα μια οικογένεια. Η Λένη, ο αδελφός της Σταύρος, δυο χρόνια μεγαλύτερος, η μάνα, μια υπέροχη μορφή μάνας. Καρτερική, γεμάτη καλοσύνη, αγάπη, στοργή, κατανόηση, έτοιμη να στερηθεί για να δώσει. Δουλεύει τη γη, γίνεται μητέρα και πατέρας ταυτόχρονα για τα δυο ανήλικα παιδιά της, όταν ο άντρας της χάνεται για δέκα χρόνια μετανάστης στη Γερμανία. Κι όταν εκείνος ξαφνικά γυρίζει, τα δυο παιδιά δυσκολεύονται να τον αναγνωρίσουν. Μια πονεμένη κραυγή, κραυγή διαμαρτυρίας ακούγεται από τη Λένη για το τέρας της μετανάστευσης.
Τα χρόνια περνούν. Η ζωή τους μετά την άφιξη του πατέρα κάπως βελτιώνεται. Τα παιδιά μεγαλώνουν, πάνε στην Αθήνα για σπουδές. Οι σκέψεις της Λένης ξεδιπλώνονται συνειρμικά. Η ανάμνηση εθίμων του χωριού, εκδηλώσεων που διάνθιζαν με λίγες στιγμές χαράς τη δύσκολη ζωή, το καθιερωμένο πριν τα Χριστούγεννα σφάξιμο του γουρουνιού, οι γιορτές του Πάσχα εναλλάσσονται με τις συζητήσεις με τον αδελφό της που πιστεύει σ' ένα όραμα, σ' έναν καλύτερο κόσμο για τον οποίο και αγωνίζεται. Πολλά πράγματα βέβαια πέρα από την ιδεολογία και τους οραματισμούς του δεν αποκαλύπτει στην αδελφή του. Αλλά ένα απόγευμα η μορφή του αδελφού της γεμίζει την οθόνη της τηλεόρασης. Η ανακοίνωση ότι πρόκειται για αναρχικό που σκοτώθηκε σε συμπλοκή με την αστυνομία, την αφήνει κεραυνόπληκτη. Η κηδεία του στο χωριό, η βίωση του πένθους, τα ταφικά έθιμα και πάνω απ' όλα ο πόνος της μάνας, χαράσσουν ανεξίτηλες εικόνες στη σκέψη του αναγνώστη.
Η συγγραφέας είχε να επιτελέσει ένα πολύ δύσκολο έργο. Να ισορροπήσει ανάμεσα στην ιδεολογία και τους οραματισμούς του αδελφού της στους οποίους και η ίδια πιστεύει και στον τρόπο επίτευξής τους. (Εδώ αξίζει να αναφερθεί ότι η ίδια η συγγραφέας, κατά δική της ομολογία, έχει δυο παιδιά στη φυλακή, που καταδικάσστηκαν για συμμετοχή στην αναρχική οργάνωση Συνωμοσία των Πυρήνων της Φωτιάς). Νομίζω πως πέτυχε το σκοπό της. Αφενός ξεδιπλώνει την ιδεολογία που κινεί τον Σταύρο και την ομάδα του κι από την άλλη διατηρεί τη δική της ουδέτερη στάση ή και αντίθεση απένατι στις επαναστατικές, παράνομες δράσεις που αποσκοπούν στην υλοποίηση αυτής της ιδεολογίας. "Πώς θα ήθελα να υπάρχει κι ένας άλλος τρόπος πολέμου. Όχι ο δρόμος της φωτιάς σαν μόνος δρόμος αλλαγής, αλλά να πολεμήσουμε το κακό και την απελπισία με τη δοξολογία του καλού, του καλού που υπάρχει", σκέφτεται πως θα' πρεπε να είχε πει στον αδελφό της.
Την ίδια δυσκολία αισθάνομαι κι εγώ στην προσπάθειά μου να αποδώσω τον τρόπο σκέψης, την ιδεολογία που κινεί τον Σταύρο στη δράση, όπως αυτή αποτυπώνεται στους πολύ ενδιαφέροντες διαλόγους με την αδελφή του ή όπως διεξάγονται μετά τον θάνατό του μεταξύ της κοπέλας του και της Λένης. Νομίζω πως δεν κατάφερα να αποδώσω όπως το ένιωσα και όπως θα ήθελα αυτό το εξαιρετικό βιβλίο. Η καταπληκτική περιγραφική δύναμη, η συναισθηματική φόρτιση, οι αξεπέραστες εικόνες από τη φύση, η δύσκολη ζωή ενός ορεινού χωριού που σιγά-σιγά ερημώνει, οι διαλογικές συζητήσεις, η θρησκευτική αύρα, όλα με γοήτευσαν και με συνάρπασαν. Πώς να συνδυάσω τη γοητεία όλων αυτών με την έντονη αντίθεσή μου στον τρόπο δράσης των αναρχικών ομάδων; Το μεγάλο ερώτημα παραμένει: Μπορεί να αλλάξει ο κόσμος με την ένοπλη δράση αυτών των ιδεολόγων; Μήπως υπάρχουν άλλοι τρόποι;

Σάββατο, Ιουνίου 23, 2018

Τα δωδέκατά μου γενέθλια




Ποτέ δεν το περίμενα ότι θα ξεχνούσα τα γενέθλιά μου! Κι όμως να που έγινε κι αυτό. Προχθές, 21 Ιουνίου, τη μεγαλύτερη μέρα του χρόνου, την παγκόσμια μέρα μουσικής, που διάλεξα (ή έτυχε;) το 2006 να γεννηθεί το blog μου, την ξέχασα. Πρώτη φορά στα δώδεκα χρόνια. Ας είναι καλά ο συνεορτάζων Πατριάρχης Φώτιος (Vivliocafe) που μου το θύμισε. Εύχομαι και σε κείνον και σε μένα "ενόσω ζούμε και αναπνέουμε..." να μπορούμε να διαβάζουμε και να γράφουμε. Μια έντυπη έκδοση, μια επιλογή των αναρτήσεών μου, είναι το δώρο που έκανα  στον εαυτό μου.

Δευτέρα, Ιουνίου 11, 2018

Τα χειροποίητα

Έλενα Ακρίτα
Τα χειροποίητα
Διόπτρα, 2018
"Αυτοαναφορικό κείμενο σήμερα-επιτρέψτε μου τη συγκίνηση. Μόλις κυκλοφόρησε το νέο μου βιβλίο "Τα χειροποίητα". Ένα βιβλίο που έχει ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου, γιατί αποτυπώνει μια πορεία στα "ΝΕΑ" σχεδόν είκοσι χρόνων, από το 2000 μέχρι σήμερα. Σύντομα κείμενα που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα. Κείμενα παλιά ή καινούρια, γελαστά ή μελαγχολικά, θυμωμένα ή χαρούμενα, κείμενα βιωματικά-όλα αφιερωμένα στους συγκάτοικούς μου στην τρέλα. Τους αναγνώστες μου".
Γνωστή, αγαπημένη, πολυγραφότατη και πολυδιαβασμένη η (κατά ένα μέρος) συμπατριώτισσά μας Έλενα Ακρίτα αυτοπαρουσιάζεται στο σύντομο αυτό κείμενο, δημοσιευμένο στα "ΝΕΑ" στις 25 Μαΐου 2018. Ίσως να μη χρειαζόταν να προσθέσω εγώ τίποτε άλλο στην παρουσίαση του βιβλίου. Όμως δεν αντέχω να μην εκφράσω την ευχαρίστηση, τη συγκίνηση, το χαμόγελο, την απόλαυση που μου χάρισε άλλο ένα βιβλίο της Ακρίτα.
Αρχίζεις να διαβάζεις και παθαίνεις (συγχωρέστε μου την υλιστική παρομοίωση) όπως όταν αρχίζεις να τρως...ξηρούς καρπούς. Δεν μπορείς να σταματήσεις!
Το γνωστό της οξύ χιούμορ, η υπερβολή της σάτιρας, πάντα μέσα στην επικαιρότητα που παρ' όλα αυτά δεν χάνει τη διαχρονικότητά της. Άλλοτε (πιο σπάνια) θέματα με συγκίνηση όπως τα δικά της παιδικά Χριστούγεννα και η Αθήνα μιας άλλης εποχής ή μνήμες προσώπων που "έφυγαν", ιδαίτερα του πατέρα της. Συνήθως όμως καυτηριάζει, θίγει, τσιγκλάει ειρωνευόμενη. Πότε την απαξιωτική συμπεριφορά προς τον ντελιβερά, άλλοτε την υποτιμητική συμπεριφορά προς τον σερβιτόρο, προς τους μετανάστες, προς τον κάθε διαφορετικό. Δεν μπορείς να μη γελάσεις και να μη διασκεδάσεις με κείμενα που γράφονται ως εκθέσεις μαθητών: Για την Πρωτοχρονιά, την 28η Οκτωβρίου, τις Απόκριες. Μέσα από το χιούμορ παίρνει θέση. Για το σύμφωνο συμβίωσης, για τον μη εμβολιασμό των παιδιών, για τις Πανελλήνιες, για την οικονομική κρίση, για τη γραφειοκρατία, γενικά για όλα όσα αποτελούν τη νεοελληνική καθημερινότητα.
Προσπάθησα να δώσω ένα δείγμα των κειμένων. Αδύνατο όμως να απομονώσω ένα απόσπασμα χωρίς να προδώσω το σύνολο. Διαβάζοντας τα κείμενα της Ακρίτα χαμογελάς, συγκινείσαι, προβληματίζεσαι. Και η μόνη απογοήτευση όταν διαβάζεις το τελευταίο (χωρίς να ξέρεις ότι είναι το τελευταίο). Γυρίζεις τη σελίδα κι αναφωνείς: "Μα δεν έχει άλλο;".

Δευτέρα, Μαΐου 28, 2018

Ο κύκλος του χώματος

Κώστας Χατζηαντωνίου
Ο κύκλος του χώματος
Καστανιώτης, 2017
Καθώς διάβαζα και ξαναδιάβαζα, πότε το αρχικό κεφάλαιο, πότε ενδιάμεσα αποσπάσματα, καθώς προσπαθούσα να βάλω σε μια γενεαλογική σειρά την πληθώρα των προσώπων του μυθιστορήματος, διερωτώμουν συνεχώς: γιατί πρέπει η λογοτεχνία να είναι γρίφος; Γιατί ο αναγνώστης να αγωνίζεται να καταλάβει; Μια απλούστερη και διαυγέστερη γραφή θα έδινε μικρότερη λογοτεχνική αξία στο έργο; Με δυσκόλεψε το έργο αυτό  (που το βρίσκω κατώτερο από το Ακριτζέντο), κυρίως με την αοριστία του τόσο ως προς τα πρόσωπα όσο και ως προς τα γεγονότα.
Θέμα του έργου είναι, με την εξιστόρηση του βίου μιας οικογένειας, της οικογένεια των Γαβαλάδων, που ποερχόμενη από τον Μικρασιατικό Ελληνισμό καταλήγει σ' ένα νησί που δεν κατονομάζεται (πιθανολογείται η Ρόδος) και με τα διάφορα παρακλάδια της να διανύσει 150 περίπου χρόνια ιστορίας, με σημαντικούς σταθμούς στην ιστορία του Έθνους.
Γενάρχης ο Αλέξανδρος Γαβαλάς. Τα τρία του παιδιά, ο Βασίλης (γιατρός), ο Σπύρος (ναυτικός) και ο Ιάκωβος (υφαντουργός) έχουν το καθένα τις δικές του περιπέτειες βίου, τα δικά του παρακλάδια στη ζωή. Αυτά βεβαίως δεν τα λέει με αυτή τη σειρά ο συγγραφέας. Τα συνάγει ο αναγνώστης με πολύ κόπο, πολλή προσοχή και κρατώντας σημειώσεις αν θέλει να  κατανοήσει τις σχέσεις των προσώπων και τη δράση καθενός.
Κεντρικό πρόσωπο, αλλά απόν στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου, ο Αλέξανδρος, εγγονός του γενάρχη πρώτου Αλέξανδρου, που αφού φοίτησε στη Σχολή Ευελπίδων, πολεμά στην Κύπρο το 1974 και είναι τώρα αγνοούμενος (Εδώ μια παρένθεση και μια απορία: Πώς εξηγείται η χρονική απόσταση μεταξύ παππού που υπήρξε Ιερολοχίτης στη Μολδοβλαχία και του εγγονού που πολεμά στην Κύπρο το 1974; Ή μεταξύ του πρώτου Αλέξανδρου και του γιου Ιάκωβου που πολέμησε στην Αλβανία το '40; Μήπως έχασα επεισόδια ή μήπως "μυθιστορηματική αδεία" πρέπει να παραβλέψουμε τον χρόνο;) Σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και ο Μιχαήλ, ξάδερφος του αγνοούμενου Αλέξανδρου, που τον αναζητεί ακόμα και στηνΤουρκία.
Δεν αρνούμαι ότι ο Χτζηαντωνίου έχει πολύ καλές σελίδες, περιγραφές, ενίοτε ποιητικές, σκέψεις και συναισθήματα. Υπάρχουν όμως κεφάλαια τόσο χαλαρά συνδεδεμένα με το σύνολο που θα μπορούσαν  να σταθούν σαν ανεξάρτητα διηγήματα. Π. χ. βρήκα πολύ ενδιαφέρον το κεφάλαιο "Το βιβλιοπωλείο", όπου η συνάντηση του Μιχαήλ με τον ιδιόρυθμο βιβλιοπώλη κι έναν ζωγράφο, δίνει αφορμή για σκέψεις γύρω από την Τέχνη. Επίσης το κεφάλαιο "Σε μια παμπ του Κορκ" είναι μια πολύ πειστική περιγραφή της ατμόσφαιρας μιας ιρλανδέζικης μπιραρίας. Όμως υπάρχουν και πιο άσχετα και ελάχιστα συνδεδεμένα με το υπόλοιπο μυθιστόρημα κεφάλαια, όπως το "Ένα κεφάλαιο οικονομικής ιστορίας" που αποτελεί πανεπιστημιακή διάλεξη του Παύλου Γαβαλά.
Ωραίος ο επίλογος του έργου. Γενιές ανθρώπων ήρθαν και πέρασαν. Και τώρα μια καινούρια ζωή έρχεται στο φως, ένας άλλος Αλέξανδρος, ο γιος του Μιχαήλ. Ο αέναος κύκλος του χώματος. "Μια μέρα ο μικρός Αλέξανδρος θ' ανοίξει τη ντουλάπα, θα ξελύσει το σακουλάκι με το χώμα που έφεραν από το χωράφι εκείνο, έξι μίλια από την Κερύνεια, όπου βρήκαν τα οστά του ανθυπολοχαγού-τη μορφή του, το παιδί αυτό θα τη γνωρίσει μόνο από φωτογραφίες και διηγήσεις. Μια μέρα, παίζοντας,  θα πάρει στο χέρι το χώμα και θα το τινάξει σημαδεύοντας τον καθρέφτη. Θα δει τότε μια μορφή να του χαμογελά με σιγουριά πριν, λίγες στιγμές μετά, μια ριπή αέρα τη σβήσει. Γιατί ο Καιρός-πώς αλλιώς να τον πούμε τάχα;-πάντα καθαρίζει τον καθρέφτη της ζωής από κάθε χωματιά και πάντα ένας νέος κύκλος χώματος θ' ανοίγει".

Παρασκευή, Μαΐου 18, 2018

Η μοναδική ιστορία

Julian Barnes
Η μοναδική ιστορία
Μεταίχμιο, 2018
Μετ. Κατερίνα Σχινά
Έχω διαβάσει τα περισσότερα από τα μεταφρασμένα στα ελληνικά βιβλία του Julian Barnes, που θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους βρετανούς συγγραφείς. Δυο κυρίως με είχαν ενθουσιάσει: Το  "Ένα κάποιο τέλος" (βραβείο Booker 2011) και το "Χωρίς να φοβάμαι τίποτα πια". Αλλά, είτε μου άρεσαν περισσότερο ή λιγότερο, δεν παύουν να είναι δημιουργήματα υψηλής λογοτεχνικής πνοής. Ό,τι κι αν γράφει το γράφει με περίτεχνη γλώσσα, η φράση του χωρίς να σε δυσκολεύει διατυπώνεται με πρωτοτυπία ξεφεύγοντας από την κοινή και τετριμμένη έκφραση. Ένα άλλο γνώρισμα της γραφής του Barnes είναι ο ελεγειακός τόνος. Τα κείμενά του "στάζουν" μελαγχολία, ακόμα κι αυτά, όπως το τελευταίο, που μιλούν για ευχάριστα συμβάντα όπως ο έρωτας. Είναι όμως μια μελαγχολία που δεν σε καταθλίβει, μια μελαγχολία σύμφυτη με την ύπαρξη. Σκέψεις με καθολικό περιεχόμενο παρεμβάλλονται στην υπόθεση. Σκέψεις που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν αποφθεγματικές. Για τη ζωή, τον θάνατο, τον έρωτα, τα νιάτα, τον χρόνο, τη μνήμη...
Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά τα συναντάμε και σ' αυτό το τελευταίο του βιβλίο. Τι σημαίνει ο τίτλος; Ποια είναι "Η μοναδική ιστορία"; "Βλέπεις ένα ζευγάρι και σου φαίνεται ότι βαριούνται αφόρητα ο ένας τον άλλον. Σου είναι αδύνατον να φανταστείς ότι έχουν οτιδήποτε κοινό, αναρωτιέσαι γιατί εξακολουθούν να ζουν μαζί. Αλλά δεν είναι απλώς συνήθεια, δεν είναι βόλεμα, δεν είναι εφησυχασμός, δεν είναι σύμβαση, δεν είναι οτιδήποτε τέτοιο. Είναι γιατί κάποτε, είχαν την ερωτική τους ιστορία. Όλοι είχαν. Είναι η μοναδική ιστορία".
Πάνω σε μια τέτοια ιστορία κτίζει ο Barnes το βιβλίο του. Μια ιστορία που του χρησιμεύει ως καμβάς πάνω στον οποίο να υφάνει όλες τις άλλες σκέψεις και προβληματισμούς του. Στις αρχές της δεκαετίας του '60 ένας δεκαεννιάχρονος νεαρός, ο Πολ Κέιζι, που ζει με τους γονείς του σ' ένα προάστιο του Λονδίνου, γνωρίζει στο τοπικό κλαμπ του τένις τη σαραντάχρονη Σούζαν, παντρεμένη και με δύο ενήλικες κόρες. Ο ερωτικός δεσμός του Πολ και της Σούζαν σοκάρει τη μικρή, συντηρητική κοινωνία του Βίλατς, του οποίου τόσο το φυσικό όσο και το κοινωνικό περιβάλλον ο συγγραφέας περιγράφει με αριστοτεχνική συντομία. Οι δυο εραστές αποφασίζουν να ζήσουν στο Λονδίνο.
Καθώς τα χρόνια περνούν ο δεσμός σιγά-σιγά φθίνει. Η Σούζαν καταφεύγει στον αλκοολισμό και βυθίζεται στην κατάθλιψη. Το τέλος μελαγχολικό, αλλά αναπόφευκτο. Όμως, ώσπου να φτάσει στην τελευταία σελίδα, στην τελευταία γραμμή, ο συγγραφέας κατέγραψε πλήθος συναισθημάτων, σκέψεων, προβληματισμών, πάντα σε σχέση με τον έρωτα. Αναφέρθηκε στην ιδιαίτερη γλώσσα που χρησιμοποιεί ένα ζευγάρι εραστών, στη λειτουργία της ανάμνησης όταν τα χρόνια περάσουν (προσπαθεί να θυμηθεί το σώμα της, ένα κορσέ που φορούσε εκείνη, πόσες φορές έκαναν έρωτα κ. ά). Μιλάει για την αντίδραση του συζύγου και των θυγατέρων της, για τον καταστρεμμένο έρωτα (Ο κατεστραμμένος έρωτας διατηρεί τα κατάλοιπα, την ανάμνηση του αλλοτινού, υπέροχου έρωτα- κάπου βαθιά, όπου κανείς από τους δυο δεν θέλει να σκάψει").
Το βιβλίο αποτελείται από τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος η αφήγηση γίνεται στο πρώτο πρόσωπο. Εδώ κυριαρχεί ο έρωτας Πολ-Σούζαν. Στο δεύτερο μέρος το πρώτο πρόσωπο συμφύρεται μ' ένα άγνωστο "εσύ". Ο συγγραφέας άραγε απευθύνεται στον εαυτό του ή στον καθένα από μας; Τέλος, στο τρίτο μέρος το πρώτο πρόσωπο γίνεται εν μέρει τρίτο. Η αφήγηση πιο απόμακρη, πιο αποστασιοποιημένη.
Αν η καλή λογοτεχνία δεν έχει (ή δεν πρέπει να έχει) σκοπό μόνο την προσωρινή τέρψη αλλά την εις βάθος αναμόχλευση σκέψεων και συναισθημάτων, σίγουρα σ' αυτήν πρέπει να κατατάξουμε και το καινούριο βιβλίο του Julian Barnes.

Παρασκευή, Απριλίου 27, 2018

Εν ψυχρώ

Τρούμαν Καπότε
Εν ψυχρώ
Πατάκης, 2017
Μετ. Αύγουστος Κορτώ
Τι μπορείς να πεις για ένα τόσο γνωστό και διάσημο βιβλίο που εδώ και δεκαετίες στοιχειώνει τις σκέψεις εκατομμυρίων αναγνωστών σ' όλο τον κόσμο και θεατών των τριών ταινιών που γυρίστηκαν με βάση αυτό; Δεν ξέρω αν υπάρχει βιβλιόφιλος που κι αν ακόμα δεν το έχει διαβάσει, δεν έχει τουλάχιστον ακούσει γι' αυτό. Με είχε συνταράξει όταν το πρωτοδιάβασα (δεν θυμάμαι πότε) κι όμως ένιωσα και τώρα, ξαναδιαβάζοντάς το στην καινούρια έκδοση του Πατάκη, εφοδιασμένη με πλήθος βιωματικές και λογοτεχνικές εμπειρίες που μου επεσώρευσαν τα χρόνια, τον ίδιο ή και μεγαλύτερο συγκλονισμό.
Ένας συνδυασμός δημοσιογραφίας και λογοτεχνίας, που πολλοί από τότε δοκίμασαν να μιμηθούν, αλλά κανένα άλλο έργο δεν είχε την επιτυχία του "Εν ψυχρώ". Το θέμα: Το βράδυ του Σαββάτου, 15 Νοεμβρίου 1959, μια τετραμελής οικογένεια, η οικογένεια Κλάττερ, αποτελούμενη από τους γονείς, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι στην εφηβεία (δυο μεγαλύτερες κόρες ζούσαν αλλού) δολοφονείται στο σπίτι τους στο Χόλκομπ, ένα μικρό χωριό του Κάνσας των ΗΠΑ. Ο δολοφόνος (ή οι δολοφόνοι) δεν άφησαν κανένα ίχνος. Ο Τρούμαν Καπότε φτάνει εκεί ως απεσταλμένος του περιοδικού New Yorker, συνοδευόμενος από τη φίλη του Χάρπερ Λι, γνωστή επίσης συγγραφέα του άλλου διάσημου βιβλίου "Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια", για να καλύψει το γεγονός. Η υπόθεση τον παρασύρει. Η πολύχρονη έρευνά του δεν περιορίζεται στο μεμονωμένο γεγονός. Απλώνεται στο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον, αναλύει τους χαρακτήρες των δολοφονημένων, των φίλων τους, των αστυνομικών που αναλαμβάνουν την έρευνα. Κι ύστερα, όταν τα ίχνη των δυο δολοφόνων εντοπίζονται, το βιβλίο γίνεται μια καταβύθιση στην ψυχή τους. Παρακολοθεί τη ζωή και την πορεία των δυο νεαρών, του Πέρρυ Έντουαρντ Σμιθ και του Ρίτσιαρντ Γιουτζίν Χίκοκ (Πέρρυ και Ντικ στο βιβλίο), που θα καταλήξουν σε δίκη και απαγχονισμό.
Το βιβλίο δεν ακολουθεί βεβαίως πάντα τη χρονολογική σειρά των γεγονότων. Το αποτελούν τέσσερα μέρη: "Οι τελευταίοι που τους είδαν ζωντανούς", "Άγνωστοι δράστες", "Η απάντηση", "Η τιμωρία". Αρχίζει με τη λεπτομερή περιγραφή της τελευταίας μέρας της ζωής των τεσσάρων θυμάτων. Ένας ευυπόληπτος, αυτοδημιούργητος, ευκατάστατος ραντζέρης, ο Χέρμπερτ Κλάττερ, η ευαίθητη με ελαφρά νευρασθένεια γυναίκα του Μπόννι, η έφηβη, χαρισματική κόρη Νάνσυ, γεμάτη όνειρα για τη ζωή και ο νεαρός γιος Κένυον με τα δικά του όνειρα και σχέδια. Αυτοί δεν το ξέρουν, εμείς οι αναγνώστες όμως το ξέρουμε πως ό,τι κάνουν, ό,τι λένε, είναι για τελευταία φορά. Είναι η τελευταία τους μέρα στη ζωή. Η τραγική ειρωνεία με την έννοια που της έδωσε η αρχαία τραγωδία, κορυφώνει το δράμα.
Στο δεύτερο μέρος το πλάνο ανοίγει περισσότερο. Το ακατανόητο έγκλημα στοιχειώνει τις μέρες και τις νύχτες των αστυνομικών, κυρίως του Άλβιν Ντιούυ που αναλαμβάνει την υπόθεση. Παράλληλα παρακολουθούμε την περιπλάνηση των δυο άγνωστων ακόμα για την αστυνομία δολοφόνων από Πολιτεία σε Πολιτεία ως το Μεξικό, που επιβιώνουν με απάτες, μικροκλοπές, ακάλυπτες επιταγές. Η λεπτομερής περιγραφή του αποτρόπαιου εγκλήματος θα έρθει στο τρίτο μέρος, όταν οι δυο δολοφόνοι συλλαμβάνονται. Η δίκη και ο απαγχονισμός τους θα ολοκληρώσει το δράμα.
Το βιβλίο πάει πολύ πιο πέρα από την περιγραφή του εγκλήματος, την ανακάλυψη των δραστών και την τιμωρία τους. Στις 500 περίπου σελίδες του ξεδιπλώνεται η Αμερική της δεκαετίας του '50 και '60. Γίνεται μια εμβάθυνση στη μελέτη των χαρακτήρων, στο ρόλο που διαδραματίζουν τα τραύματα της παιδικής ηλικίας, μια μελέτη του κακού, αιωρούνται ερωτηματικά γύρω από το θέμα της θανατικής ποινής.
Το "Εν ψυχρώ" είναι ένα βιβλίο που θα 'πρεπε να διαβάσουν οι συγγραφείς για την τεχνική του, οι αστυνομικοί για τις μεθόδους και την αφοσίωση στη δουλειά τους, οι ψυχολόγοι για τη μελέτη των χαρακτήρων, οι νομικοί για τα ερωτήματα που θέτει η δικαιοσύνη, ο κάθε βιβλιόφιλος για να απολαύσει ένα μοναδικό ανάγνωσμα.

Τρίτη, Απριλίου 17, 2018

Όλα για καλό

Γιάννης Μακριδάκης
Όλα για καλό
Εστία, 2017
Πέμπτο βιβλίο του Χιώτη συγγραφέα που διαβάζω. Προηγήθηκαν τα: Η δεξιά τσέπη του ράσου, Ήλιος με δόντια, Η άλωση της Κωνσταντίας, Πρώτη φλέβα. Και η απορία δεν λέει να με αφήσει. Πού βρίσκεται το μυστικό της γοητευτικής αυτής γραφής όταν όλα τα υλικά κατασκευής των βιβλίων είναι σχεδόν τα ίδια; Τόπος η Χίος (ακόμα κι αν δεν δηλώνεται, εννοείται), γλώσσα απλή, καθημερινή, εμπλουτισμένη με τοπικά διαλεκτικά στοχεία, χαρακτήρες συνήθεις άνθρωποι του νησιού, γεγονότα κοινά σε κάθε μικρή κοινωνία, μέγεθος των ιστοριών ευσύνοπτο. Κι όμως με κάποιο μαγικό τρόπο τα ίδια υλικά αναμειγνύονται και μας δίνουν ιστορίες μοναδικές, μας γεννούν σκέψεις που κρατάνε καιρό.
Στο τελευταίο βιβλίο κέντρο βάρους είναι οι πρόσφυγες που καταφθάνουν θαλασσοπνιγμένοι στο νησί, οι άνθρωποι που τους συντρέχουν, αλλά και οι προσωπικές ιστορίες του καθενός που συχνά συμπλέκονται. Απ' το παρόν πάνε χρόνια πίσω, θαμμένα μυστικά αποκαλύπτονται, παράξενες συμπτώσεις συνδέουν τα πρόσωπα, ενώ η φράση "όλα για καλό" επαναλαμβάνεται συχνά στο βιβλίο.
Ένας θάνατος είναι η εναρκτήρια σκηνή. Ένας θάνατος-ατύχημα, όταν ο Μιχάλης, μοναχικός ερημίτης, ενώ στεκόταν "προς νερού του" στην άκρη του γκρεμού, πέφτει και σκοτώνεται. Την ιστορία της ζωής του θα τη μάθουμε πολύ αργότερα. 
Θα ακολουθήσει ακόμα ένας θάνατος. Ο πρωτοπρόσωπος κεντρικός αφηγητής, ο Δημοσθένης, δοσμένος στην περίθαλψη και τη φροντίδα των κατατρεγμένων προσφύγων που φτάνουν θαλασσοπνιγμένοι στο νησί, περιπολώντας ένα βράδυ στις ακτές του νησιού μαζί με μια εθελόντρια, την Κατρίν, που έχει έρθει από τη Γερμανία στο νησί για να βοηθήσει (αργότερα θα αποδειχτεί πως δεν ήταν ο μόνος λόγος) βρίσκουν ένα νεκρό πρόσφυγα. Ψάχνοντάς τον ανακαλύπτουν ότι κουβαλούσε μαζί του 15 χιλιάδες δολάρια. Αποφασίζουν να τα χρησιμοποιήσουν "για καλό", να βελτιώσουν δηλαδή τις συνθήκες περίθαλψης των προσφύγων ανακαινίζοντας, όσο είναι δυνατό, ένα παλιό, εγκαταλελειμμένο λεπροκομείο.
Μια μικρή ομάδα ανθρώπων περιβάλλει και βοηθά τον Δημοσθένη. Εκτός από την εθελόντρια Κατρίν, είναι ένας παλιός καπετάνιος, ωραίος τύπος, που με το καΐκι του συμβάλλει στη διάσωση των προσφύγων και με τις αφηγήσεις του διασκεδάζει τις βραδινές συνάξεις της ομάδας. Είναι ακόμα η γλυκιά γυναίκα του, η μαία του χωριού με τον άντρα της, που οι υπηρεσίες της θα φανούν και τώρα χρήσιμες όταν καταφθάνει ένα νεαρό ζευγάρι προσφύγων με ετοιμόγεννη τη γυναίκα. Μια καινούρια ζωή έρχεται στον κόσμο. Πλάι στο θάνατο η ζωή...
Ωραίες οι βραδινές συγκεντρώσεις της ομάδας, όπου ζεσταινόμενοι με μια νόστιμη ψαρόσουπα θυμούνται ιστορίες από τα παλιά. Ξανάρχονται στη μνήμη πρόσωπα και γεγονότα, ανακαλύπτονται απρόσμενες σχέσεις, ξαναζούν πρόσωπα  του παρελθόντος "όλα για καλό".
Ακόμα ένα ενδιαφέρον βιβλίο του Μακριδάκη. Ένα κομμάτι εφήμερης ζωής  που η τέχνη του λόγου το μνημειώνει για πάντα.

Τετάρτη, Μαρτίου 28, 2018

Ποιος σκότωσε το σκύλο τα μεσάνυχτα

Μαρκ Χάντον
Ποιος σκότωσε το σκύλο τα μεσάνυχτα
Μετ. Άννα Παπασταύρου
Ψυχογιός, 2017 (2004)
"Ήταν 7 λεπτά μετά τα μεσάνυχτα. Ο σκύλος κειτόταν πάνω στο γρασίδι, καταμεσής της πρασιάς, μπροστά από το σπίτι της κυρίας Σίαρς. Τα μάτια του ήταν κλειστά. Έμοιαζε σαν να έτρεχε με τις μπάντες, όπως τρέχουν τα σκυλιά όταν νομίζουν πως κυνηγούν μια γάτα μέσα στον ύπνο τους. Όμως ο σκύλος ούτε έτρεχε ούτε κοιμόταν. Ο σκύλος ήταν νεκρός. Κι από το σκύλο εξείχε μια τσουγκράνα".
Έτσι αρχίζει την αφήγησή του ο 15χρονος Κρίστοφερ Τζον Φράνσις Μπουν, ένα παιδί με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και διαίτερες ικανότητες. Είναι ένα απ' τα παιδιά που χαρακτηρίζουμε συνήθως ως αυτιστικά, που όμως δεν έχουν όλα τα ίδια χαρακτηριστικά. Ο νεαρός Κρίστοφερ θα μας συστηθεί αργότερα λέγοντάς μας: "Και να μερικά από τα Συμπεριφορικά Προβλήματα που παρουσιάζω:
Α. Δε μιλάω σε ανθρώπους για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Β. Δεν τρώω ούτε πίνω τίποτα για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Γ. Δε μου αρέσει να με αγγίζουν.
Δ. Στριγκλίζω με όλη μου τη δύναμη όταν είμαι θυμωμένος ή συγχυσμένος.
Ε. Δε μου αρέσει να στριμώχνομια σε πολύ μικρούς χώρους μαζί με άλλους ανθρώπους.
ΣΤ. Όταν είμαι θυμωμένος ή σαστισμένος, σπάω πράγματα."
Συνεχίζει έτσι, απαριθμώντας δεκαοχτώ καταστάσεις που τον χαρακτηρίζουν.
Αναμφισβήτητη είναι η μαθηματική του ιδιοφυΐα (αλήθεια, ποιος μπορεί να ξεχάσει τον μοναδικό Ντάστιν Χόφμαν στον Rain man;). Εξού και τα κεφάλαια του βιβλίου δεν αριθμούνται με τον συνήθη τρόπο 1,2,3 κ.λπ. αλλά με τους πρώτους αριθμούς 2, 3, 5, 7, 11 κ.ο.κ. (Ως γνωστό πρώτοι είναι οι αριθμοί που μπορούν να διαιρεθούν ακριβώς μόνο με τη μονάδα και τον εαυτό τους).
Ο Κρίστοφερ, αυτό το ιδιαίτερο παιδί, που έχει ως κατοικίδιο ένα ποντίκι, που του αρέσει η αστυνομική λογοτεχνία και ιδιαίτερα ο Σέρλοκ Χολμς, που δεν μπορεί να πει ποτέ ψέματα ("Δε λέω ψέματα. Η μητέρα μου συνήθιζε να λέει πως αυτό συνέβαινε επειδή είμαι καλό άτομο. Όμως δε συμβαίνει επειδή είμαι καλό άτομο. Συμβαίνει γιατί δεν μπορώ να πω ψέματα", θα μας εξομολογηθεί), αποφασίζει να ανακαλύψει ποιος σκότωσε το σκύλο της κυρίας Σίαρς. Την πορεία των ερευνών του την καταγράφει σ' ένα τετράδιο, ελπίζοντας να γράψει ένα βιβλίο.
Ζει με τον πατέρα του, η μητέρα του του είπαν ότι έχει πεθάνει. Στην πορεία των ερευνών του, με τις οποίες ο πατέρας του διαφωνεί και με αυστηρότητα του απαγορεύει να ενοχλεί τους γείτονες, ο Κρίστοφερ θα ανακαλύψει όχι μόνο ποιος σκότωσε το σκύλο αλλά και την αλήθεια για τη μητέρα του. Στο μακρύ μονόλογό του άλλοτε με μελαγχολικό τρόπο κι άλλοτε με χιούμορ, θα γνωρίσουμε πολλά από τα χαρακτηριστικά των αυτιστικών  παιδιών, που ασφαλώς δεν συμπίπτουν όλα στο ίδιο παιδί. Μας δίνει ακόμα την ευκαιρία να διερωτηθούμε για τον μυστήριο τρόπο της λειτουργίας του εγκεφάλου, για το πόσες δυνατότητες έχει, δυνατότητες που ο άνθρωπος δεν έχει ακόμα αξιοποιήσει στο σύνολό τους.
Ο Άγγλος συγγραφέας Μαρκ Χάντον, με σπουδές αγγλικής λογοτεχνίας στην Οξφόρδη, με εξαετή εργασία με ανθρώπους με ειδικές σωματικές και πνευματικές ικανότητες, μας έδωσε ένα βιβλίο που πούλησε εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως, που βραβεύτηκε με πολλά βραβεία, που διασκευάστηκε για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Ένα εξαιρετικό βιβλίο.
 

Σάββατο, Μαρτίου 17, 2018

Θέλω να ζήσω μαζί σου-Απαράμιλλη δύναμη

Η Αντιγόνη Μοδέστου σπούδασε λογιστικά και διοίκηση επιχειρήσεων στο Λονδίνο, είναι εγκεκριμένος λογιστής/ελεγκτής και έχει μεταπτυχιακό στη διοίκηση επιχειρήσεων. Η ενασχόληση όμως με τα οικονομικά θέματα δεν την εμπόδισε, όχι μόνο να αγαπά και να ασχολείται με τη λογοτεχνία, αλλά και να γράφει η ίδια. Ως τώρα έχει εκδώσει τέσσερα αξιόλογα μυθιστορήματα: Ζήτημα ζωής  και θανάτου, 1999, Το κόστος της ζωής, Α.Α. Λιβάνη, 2010, Θέλω να ζήσω μαζί σου, Εκδόσεις Διηνεκές, 2005, Απαράμιλλη δύναμη, Εξάντας, 2017.
Θα μιλήσω για τα δυο τελευταία που διάβασα πρόσφατα και στα οποία βρήκα αρκετά κοινά στοιχεία. Μεγάλη  ομοιότητα υπάρχει στη γλώσσα. Απλή, κατανοητή, στρωτή, με ευστοχία στα νοήματα, χωρίς να είναι φτωχή. Φράσεις σύντομες, πολλοί διάλογοι μέσα από τους οποίους όχι μόνο προωθείται η δράση αλλά και ηθογραφούνται τα πρόσωπα. Σκηνές που θυμίζουν κινηματογραφική δράση εντείνουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Οι χρόνοι στα δυο μυθιστορήματα διαφέρουν. Στο θέλω να ζήσω μαζί σου βρισκόμαστε στη σύγχρονη εποχή. Οι επιστημονικές έρευνες μπλέκονται με πολιτικά θέματα και θέματα κατασκοπίας. Στο Απαράμιλλη δύναμη ο χρόνος απλώνεται από τον προπερασμένο αιώνα ως τον 21ο. Όχι πάντα με ευθεία χρονολογική σειρά. Η αφήγηση αρχίζει το 1996 για να πάει πίσω στο 1891 από όπου πηγαινοέρχεται στο 1900, 1934, 1983, 1957, 1965, για να τελειώσει το 2011.
Ένας κοσμοπολιτισμός επίσης διακρίνει τη γραφή της Μοδέστου. Οι ήρωές της, αν και η κυπριακή τους καταγωγή ή η σχέση τους με την Κύπρο πάντα υπάρχει, όμως ξεφεύγουν από τα στενά τοπικά πλαίσια, η δράση τους απλώνεται σε πολλές άλλες χώρες. Να υποθέσουμε άραγε ότι εδώ υποκρύπτεται η αγάπη της ίδιας της συγγραφέως για άλλους λαούς κι άλλες χώρες που έχει γνωρίσει; Το Λονδίνο και η Οξφόρδη, το Κίεβο, η Δαμασκός, η Βηρυτός, η Αθήνα, η Κύπρος, το Βερολίνο, η Αίγυπτος, το Ισραήλ είναι μερικοί από τους τόπους όπου μετακινούνται οι ήρωές της. Σύντομες οι περιγραφές της ατμόσφαιρας της κάθε χώρας, πολύ χαρακτηριστικές όμως: "Η Λητώ, περπατώντας στο Σουκ αλ Χαμετίγια, την αράπικη αγορά της Δαμασκού, σκεφτόταν πόσο ενδιαφέρουσα και παράξενη ήταν η ομορφιά αυτής της πόλης. Στη βρώμικη αγορά χτυπούσε νωχελικά, μέσα στο μακάριο ραχάτι της, η καρδιά αυτού του κόσμου, του τόσο παράξενου και μυστήριου. Μουσουλμάνοι φαμελιάρηδες με μακριές κελεμπίες, με τα ουρί τους ν' ακολουθούν πειθήνια, κάποτε με καλυμμένα τα μαλιά μόνο, κάποτε κρυμμένες σ' ολόμαυρα τσαντόρ από την κορφή ως τα νύχια" (Θέλω να ζήσω μαζί σου).
Δεν μπορούσαν ασφαλώς να λείπουν οι εικόνες από την Κύπρο. Εκεί φτάνουν δυο από τους ήρωες του βιβλίου Απαράμιλλη δύναμη, ο Αλέξης και η Κατερίνα. "Κοντά μισή ώρα μετά, έστριβε με τη βεβαιότητα ενός ντόπιου σ' ένα στενό δρομάκι, που περνώντας φιδωτά μέσα από καταπράσινα χωράφια με τεράστιες χαρουπιές και ελιές, περνούσε ξυστά από τον μικρό επίγειο παράδεισο που είχαν δημιουργήσει οι μοναχές στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου του Αλαμάνου, κι έφτανε μέχρι τη θάλασσα. Η Κατερίνα πετάχτηκε από το τζιπ ενθουσιασμένη. Το τοπίο ήταν μαγευτικό. Η καταγάλανη θάλασσα πηγαινοερχόταν γλυκά στην αγκαλιά μεγάλων κάτασπρων βράχων που ήταν απλωμένοι μπροστά της λες και κάποιο μαγικό ραβδί πέτρωσε μεγάλα αφράτα μαξιλάρια και της τα πρόσφερε γι να ξαπλώνει επάνω τους αιώνια" (Απαράμιλλη δύναμη).
Οι ήρωές της, άνδρες και γυναίκες, εκπροσωπούν ποικίλους χαρακτήρες. Η Λητώ και ο Μάρκος, η Ελένα, ο Γιούρη, ο Τζο και η Γιούλη, ο Γιάννης, η Αναστασία, ο Θεοδόσης, η Φωτεινή, η Κατερίνα και πλήθος άλλοι παύουν να είναι μυθιστορηματικά πρόσωπα. Με τη γραφή της Μοδέστου ζωντανεύουν, γίνονται άνθρωποι οικείοι. Από τα πρόσωπα και των δύο βιβλίων ξεχωρίζει ο Αλέξης, κύριο πρόσωπο στο Απαράμιλλη δύναμη. Ένας ξέγνοιαστος νέος, play boy θα λέγαμε, πλούσιος κληρονόμος, δοσμένος στη διασκέδαση, αλλάζει τρόπο ζωής και σκέψης όταν η γιαγιά του Αναστασία πεθαίνει, αφήνοντας γι' αυτόν ένα περίεργο όρο στη διαθήκη της.
Έντονη είναι η πάλη του καλού με το κακό και στα δύο βιβλία. Εξίσου μεγάλη δύναμη που κινεί τους ήρωες, ο έρωτας. Ανατροπές συμβαίνουν διαρκώς με τελική κατάληξη τη νίκη του καλού που καταφάσκει έτσι την αισιόδοξη πλευρά της ζωής.
Είναι βέβαιο ότι η Αντιγόνη Μοδέστου έχει πολλά ακόμη να δώσει στη λογοτεχνία της Κύπρου.

Παρασκευή, Μαρτίου 02, 2018

Η γυναίκα στο παράθυρο

Έι Τζέι Φιν (A. J. Finn)
Η γυναίκα στο παράθυρο
Ψυχογιός, 2018
Μετ. Αναστάσιος Αργυρού
"Ο Φιν έγραψε ένα νουάρ για τη νέα χιλιετία, γεμάτο συναρπαστικούς χαρακτήρες, αιφνιδιαστικές ανατροπές, πανέμορφη γραφή και μια αφηγήτρια με την οποία πολύ θα ήθελα να πιω ένα μπουκάλι pinot. Ίσως και δύο-έχω πολλές ερωτήσεις να της κάνω (Gillian Flynn).
Μια από τις πολλές ενθουσιώδεις απόψεις που έχουν διατυπωθεί για το μυθιστόρημα του Finn (ψευδώνυμο του 38χρονου Αμερικανού Daniel Mallory), που ανήκει στην εξαιρετική συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων Gillian Flynn (Αιχμηρά αντικείμενα, Το κορίτσι που εξαφανίστηκε, Σκοτεινός τόπος κ.ά).
Πολλά έχουν λεχθεί,  πολλές συζητήσεις έχουν γίνει σχετικά με το αν τα αστυνομικά μυθιστορήματα είναι ή δεν είναι λογοτεχνία. Δεν θα μπω σ' αυτή τη συζήτηση. Κι αν ακόμα δεχτούμε πως ορισμένα του είδους μπορούν να ενταχθούν στη λογοτεχνία, το παρόν κατά τη γνώμη μου δεν είναι. Θα έλεγα πως είναι ένα έτοιμο σενάριο για κινηματογραφική ταινία. Σύντομες, κοφτές φράσεις, χωρίς ιδιαίτερη φροντίδα για τη γλώσσα, λόγος συνήθης, καθημερινός, κανένας προβληματισμός, καμιά ανάλυση χαρακτήρων ή ενεργειών, παρά μόνο στόχος είναι η δημιουργία φόβου, αγωνίας, περιέργειας για το τι πραγματικά συμβαίνει και αδημονίας για τη συνέχεια. Είναι σαν να παρακολουθείς έργο τρόμου. Στο είδος του εξαιρετικό.
Σ' ένα σπίτι με αρκετούς ορόφους, με υπόγειο-χαρακτηριστικό των θρίλερ- σκοτεινό συνήθως, κάπου στη Ν. Υόρκη, ζει η Άννα Φοξ. Μόνη, εκτός από τον νοικάρη της Ντέιβιντ που μένει στο υπόγειο. Η Άννα πάσχει από αγοραφοβία. Μένει συνεχώς στο σπίτι, καταναλώνει απίστευτες ποσότητες κρασιού, κατά προτίμηση μερλό, καταπίνει σωρηδόν χάπια, ενώ παρακολουθείται και από ψυχίατρο. Διαθέτει μια τεράστια συλλογή από αστυνομικές ταινίες και θρίλερ που συχνά παρακολουθεί: Σκιά της αμφιβολίας, Το μωρό της Ρόζμαρι, Δεσμώτης του ιλίγγου, Πριν από τη θύελλα και δεκάδες άλλες. Πάνω απ' όλα βέβαια το πασίγνωστο χιτσκοκικό Σιωπηλός μάρτυς (οι αναγνώστες διαβάζοντας το μυθιστόρημα μπορούν να καταρτίσουν σχετικούς καταλόγους αν τους αρέσει το είδος!). Ενίοτε η Άννα παίζει και σκάκι στον υπολογιστή. Η κύρια όμως απασχόλησή της είναι να παρακολουθεί από το παράθυρό της τη γειτονιά, με μια φωτογραφική μηχανή που διαθέτει ένα εξαιρετικό φακό, ώστε να μπορεί να βλέπει κάθε λεπτομέρεια. Ειδικά η παρακολούθησή της επικεντρώνεται στο σπίτι του ζεύγους Ράσελ. Εκεί ζει ο Άλιστερ και η Τζέιν με τον έφηβο γιο τους Ίθαν. Η Άννα είναι παιδοψυχολόγος και ενίοτε ασκεί το επάγγελμα μέσω ενός φόρουμ, ειδικά με κάποιο πρόσωπο με  το διαδικτυακό όνομα GrannyLizzie, με το οποίο ταιριάζει στην αγοραφοβία και στο οποίο εξομολογείται πολλά από τη δική της ζωή. Συχνά αναφέρεται στον άντρα της Έντ και την κόρη της Ολίβια που δεν ζουν μαζί της.
Παρακολουθώντας το σπίτι των Ράσελ βλέπει μια μέρα τη Τζέιν να δολοφονείται. Όμως ούτε η αστυνομία ούτε κανείς άλλος την πιστεύει. Τι πραγματικά συμβαίνει; Μήπως έχει παραισθήσεις; Προπάντων αν σκεφτούμε  το ποτό και τα χάπια που καταναλώνει. Αν έγινε φόνος, πού είναι το πτώμα; Ποιος είναι ο δολοφόνος; Ποιο ρόλο διαδραματίζει καθένα από τα πρόσωπα του έργου; Η λύση βέβαια, ως συνήθως, στις τελευταίες σελίδες.
Όσοι αγαπούν τα θρίλερ θα ενθουσιαστούν. Σκοτεινή ατμόσφαιρα, μυστηριώδες απίτι, βροχή, ψυχολογική αστάθεια, υποψίες που ανατρέπονται...Ένα γνήσιο θρίλερ, αντιπροσωπευτικό του είδους. Ως ταινία πιστεύω θα συναρπάσει.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 17, 2018

Πληγωμένα όνειρα

Γιώργος Παπαδόπουλος-Κυπραίος
Πληγωμένα όνειρα
Διόπτρα, 2018
Πριν από πέντε χρόνια, το 2013, ο Γιώργος Παπαδόπουλος-Κυπραίος μας έδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα, "Το δαχτυλίδι". Στην ερώτηση τι τον έκανε στα 70 του χρόνια από επιτυχημένος εκδότης (Διόπτρα) να στραφεί στη συγγραφή, απάντησε: "Θεώρησα πως  έπρεπε να δοθεί μια απάντηση σε κείνους που με ρωτούσαν συχνά: "Και τι έκαναν οι Κύπριοι για την Ελλάδα;", αλλά και για τις αξίες μας που θυσιάσαμε στο βωμό της εύκολης ζωής και της καλοπέρασης".
Φαίνεται όμως πως δεν τα είπε όλα σ' εκείνο το βιβλίο ο Γιώργος. Φαίνεται πως κι άλλα μέσα του τον βασάνιζαν, πως είχε κι άλλα ακόμα να πει για να μπορέσει να ξαλαφρώσει από αναμνήσεις, περιπέτειες, εμπειρίες, απογοητεύσεις, κάποια "Πληγωμένα όνειρα" ν' αφήσει σαν παρακαταθήκη για τις μελλοντικές γενιές. Ο τίτλος, που παραπέμπει ίσως σε ρομαντικές ιστορίες "ροζ" λογοτεχνίας, αδικεί το περιεχόμενο. Αν και από μια άποψη, ναι, ένας έρωτας μεγάλος περιγράφεται. Οι θυσίες που έγιναν γι' αυτόν, η φλόγα με την οποία γέμισε τις ψυχές όσων τον ένιωσαν, τέλος η στάχτη και τ' αποκαΐδια που άφησε  στο πέρασμά του και οι πληγές σ' αυτούς που τον ονειρεύτηκαν. Δεν είναι όμως  ο έρωτας ενός άντρα και μιας γυναίκας. Είναι ο ασίγαστος έρωτας της Κύπρου για την Ελευθερία, την Ελλάδα, την Ένωση και η τραγική κατάληξή του.
Το μυθιστόρημα αρχίζει με τον παπα-Κυριάκο, ένα λεβεντόπαπα που δεν δίσταζε να έχει τυλιγμένο στο σώμα του ένα φίδι, ούτε να υπερασπίζεται το χωριό του από τους δυσβάστακτους φόρους και τις απειλές των Τούρκων κατακτητών. Βρισκόμαστε περίπου στα μέσα του 19ου αι. Από το Παλαιχώρι ο παπα-Κυριάκος μετοικεί στην Ακρούντα και η εξιστόρηση της ζωής των απογόνων του γίνεται η εξιστόρηση της ζωής της Κύπρου. Καθώς εξελίσσεται η ιστορία παρακολουθούμε, όπως ο ίδιος ο συγγραφέας αναφέρει στην εισαγωγή του "Τη συμμετοχή των Κυπρίων στον ελληνικό, αλλά και στον αγγλικό στρατό κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο...Τη δημιουργία της ΕΟΚΑ και τον αγώνα της κατά των Άγγλων...Την υπογραφή των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου, οι οποίες απεμπόλησαν την Ένωση και παραχώρησαν υπερπρονόμια και βέτο στους Τουρκοκύπριους και δικαίωμα επέμβασης στηνΤουρκία...Την προσπάθεια της κυπριακής κυβέρνησης να επιβάλει τις συμφωνίες, με αποτέλεσμα τη δημιουργία δύο παρατάξεων, εκείνης που ποστήριζε την Ένωση (Ενωτικοί ή Γριβικοί) και της άλλης που τασσόταν υπέρ της ανεξαρτησίας (Ανεξαρτησιακοί ή Μακαριακοί)...Τις πολιτικές που οδήγησαν στην πρόκληση έντασης και συγκρούσεων μεταξύ Τουρκοκυπρίων κα Ελληνοκυπρίων και είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία της πράσινης Γραμμής της Λευκωσίας...Τη συγκρότηση της Εθνικής Φρουράς και την αποστολή από τον Γεώργιο Παπανδρέου μιας μεραρχίας ελληνικού στρατού στο νησί προκειμένου να πραγματοποιηθεί η Ένωση...Την εξέλιξη των γεγονότων που έφεραν στα όρια της σύγκρουσης τους υποστηρικτές της κυπριακής ηγεσίας και τους Έλληνες που υπηρετούσαν στην Κύπρο, των οποίων τη στρατιωτική δύναμη αρκετά μέσα ενημέρωσης αποκαλούσαν στρατό κατοχής..."
Από ένα σημείο και πέρα το μυθιστόρημα προσλαμβάνει έντονο βιογραφικό χαρακτήρα. Ο μικρός Γιώργος, που ασφαλώς δεν είναι άλλος από τον συγγραφέα Γιώργο, ανατρέχει στις παιδικές του αναμνήσεις χαρίζοντάς μας σκηνές και στιγμιότυπα από τη ζωή της Κύπρου των δεκαετιών '40 και '50. Γεγονότα της σχολικής του ζωής κλείνουν το πρώτο μέρος του βιβλίου που έχει τίτλο "Πριν ηχήσουν τα τύμπανα". 
Ακολουθεί το δεύτερο μέρος "Ο αγώνας αρχίζει". Η προετοιμασία του αγώνα της ΕΟΚΑ, η συμμετοχή του 15χρονου Γιώργου, η ατμόσφαιρα στην Κύπρο, τα κρησφύγετα, οι συγκρούσεις, οι συλλήψεις, οι ανακρίσεις, οι θάνατοι, η πολιτική κατάσταση, αναμοχλεύουν μνήμες για όσους από μας ζήσαμε εκείνους τους καιρούς. Απογοητευμένος ο Γιώργος μεταναστεύει στον Καναδά και η αφήγηση γίνεται ακόμα πιο προσωπική.
Μα το τρίτο μέρος με  τον ερωτηματικό τίτλο "Ήθελαν, τελικά, την Ένωση;" μας προσγειώνει ανώμαλα στο απογοητευτικό τέλος εκείνου του μεγαλειώδους αγώνα. Και κλείνει με το αεροπορικό δυστύχημα της Cyprus Airways τον Οκτώβριο του 1967, όταν το αεροπλάνο με το οποίο θα ταξίδευε ο Γεώργιος Γρίβας (που τελικά δεν ταξίδεψε) κατέπεσε κοντά στο Καστελλόριζο.
Το βιβλίο αναδεύει "πόνους παλιούς που μέσα μας κοιμούνται", κατά τον ποιητή. Θα μπορούσαν άραγε τα πράγματα να είχαν εξελιχθεί διαφορετικά; Κανείς δεν μπορεί να ξέρει...

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 07, 2018

Μια ζωή χωρίς άλλοθι

Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ
Μια ζωή χωρίς άλλοθι
Μεταίχμιο, 2017
Οι (λίγες) 163 σελίδες του βιβλίου  μου δημιουργούσαν μια   επιφύλαξη κι έναν ενδοιασμό ως προς το τι μπορούσα να αναμένω για μια τόσο γεμάτη και τόσο μακρά (91 ετών σήμερα) ζωή που χαρακτηρίζουν την Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ. Εντούτοις ο θαυμασμός μου γι' αυτή τη μικρόσωμη Ελληνίδα που κατόρθωσε να γίνει η πρώτη γυναίκα πρόεδρος του τμήματος Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης, η πρώτη γυναίκα πρύτανης στην 700 χρονών Ιστορία του Πανεπιστημίου, πρύτανης του Πανεπιστημίου της Ευρώπης, Καγκελάριος των Πανεπιστημίων του Παρισιού κ.λπ. κ.λπ., που υπήρξε συγγραφέας δεκάδων βιβλίων, κυρίως για το Βυζάντιο, με ομιλίες και διαλέξεις σ' όλο τον κόσμο, με ώθησε να αγοράσω το βιβλίο. Δυστυχώς η επιφύλαξή μου δικαιώθηκε. Το βιβλίο με απογοήτευσε, αν και, ομολογώ, διαβάζεται εύκολα, γρήγορα και ...απολαυστικά, θα έλεγα. Σοβαρή βιογραφία όμως δεν είναι. "Αναμνήσεις" ή "Σκόρπια φύλλα της ζωής μου" (για να θυμηθούμε και τον Δροσίνη) είναι οι τίτλοι που θα του ταίριαζαν.
Έκτο παιδί μιας προσφυγικής οικογένειας, γεννήθηκε στον Βύρωνα και εκεί μένει ακόμα και σήμερα, φαντάζομαι όταν είναι στην Ελλάδα, αφού δηλώνει Γαλλίδα. Με την Ελλάδα, λέει, τη συνδέουν οι άνθρωποι και η ιστορία της. Σκόρπιες αναμνήσεις από τα παιδικά χρόνια, τα παιγνίδια, το δημοτικό, τα πρώτα διαβάσματα, τα Γυμνασιακά χρόνια, τον πόλεμο, την Κατοχή. Όνειρό της ήταν να γίνει Πολιτικός Μηχανικός, αλλά δεν είχε χρήματα για να κάνει φροντιστήριο. Έτσι πήγε στη Φιλοσοφική. Δεν εξηγεί όμως πώς βρέθηκαν χρήματα για να κάνει ιδαίτερα Γαλλικά και Αγγλικά.
Στην Κατοχή γίνεται μέλος της ΕΠΟΝ, τρέχει στις διαδηλώσεις. Στο κεφάλαιο "Με τον Μάνο (Χατζηδάκη) και τον Χρήστο στο βουνό" εμφανίζεται να φεύγει ως αντιστασιακή για το βουνό. Η περιγραφή της όμως φτάνει ως τη Λαμία κι από κει γυρεύει μέσο να γυρίσει στην Αθήνα. Και δεν είναι η μόνη ελλιπής πληροφορία στο βιβλίο. Ιδεολογική αντίφαση χαρακτηρίζει δυο άλλα γεγονότα. Ως μέλος μιας οργάνωσης που λεγόταν "Σπίθα" αναλαμβάνει να παραδώσει κάποια χαρτιά. "Και τα διαβάζω και βλέπω ότι είναι υπέρ του βασιλιά. Έφυγα αμέσως. Τα έδωσα κι έφυγα". Όμως αργότερα, όταν φοιτά στο Πανεπιστήμιο και μαθαίνει ότι η βασίλισσα ζητά κάποιον που να ξέρει καλά Ελληνικά και ξένες γλώσσες, η Αρβελέρ προθυμοποιείται αμέσως. Μπαίνει στον κύκλο της βασίλισσας, γνωρίζει τις κυρίες των τιμών, συνοδεύει τη βασίλισσα σε τσάγια, εγκαίνια κ.λπ. Φεύγει μόνο όταν η Φρειδερίκη κόβει το τσιγάρο, απαγορεύει να καπνίζουν μπροστά της και η Αρβελέρ αρνείται να το κόψει! Επεισόδια ανεκδοτολογικού χαρακτήρα, ένα σκαμπίλι που η βασίλισσα δίνει στον μπόμπιρα Κωνσταντίνο και άλλα που αναφέρει για τη βασιλική οικογένεια και όχι μόνο, διασκεδαστικά να τα διαβάζουμε ως κουτσομπολιό αλλά όχι βέβαια ως σοβαρή αυτοβιογραφία.
Ακολουθούν οι σπουδές στο Παρίσι, η επιστημονική της συμβολή και σταδιοδρομία.  Το 1958 παντρεύτηκε τον Ζακ Αρβελέρ (εκείνου ήταν δεύτερος γάμος) και απέκτησε μια κόρη. Κάνει αναφορά στον  Μάη του '68, αλλά ενδιάμεσα παρελαύνουν πλήθος ονόματα διασήμων της πολιτικής, της διανόησης, της Τέχνης, με τα οποία γνωρίζεται και σχετίζεται: Εκτός από την ελληνική βασιλική οικογένεια, ο Χουάν Κάρλος και η Σοφία, η Ειρήνη, την οποία λέει ότι αγαπά ιδιαιτέρως, ο Χατζηδάκης και ο Θοδωράκης, Σικελιανός και Βρετάκος, ο Βασίλης Βασιλικός, ο Τσαρούχης , ο Ελύτης, Φρανσουά Μιτεράν και Νουρέγιεφ, Μαριάννα Λάτση, Μαριάννα Βαρδινογιάννη, ο Καραμανλής και άλλοι "ων ουκ έστι αριθμός", είναι φίλοι της, συντρώγει ή συνομιλεί μαζί τους. Αφθονία φωτογραφιών τεκμηριώνει τις σχέσεις αυτές. Και διερωτώμαι: Όλοι αυτοί οι διάσημοι έρχονται και σε  βρίσκουν, έστω κι αν είσαι μια καταξιωμένη επιστήμονας ή πας εσύ γυρεύοντάς τους;
"Είμαι 91 χρονών, μπορώ να λέω ότι θέλω", γράφει. Βεβαίως να λέει ό,τι θέλει. Ας λάμβανε όμως και λίγο υπ' όψιν και τι θα θέλαμε εμείς οι αναγνώστες: ένα πιο πνευματικό, πιο ουσιαστικό βιβλίο, την πνευματική και επιστημονική της πορεία και όχι αν πάντοτε ντύνεται από τον Οίκο Chloe!
"Διαβάζεται μονορούφι, αλλά από ένα μάλλον κίτρινο ενδιαφέρον", γράφει πολύ εύστοχα ένας κριτικός.