Σάββατο, Ιουλίου 31, 2021

Αιολική γη


 Ηλίας Βενέζης
Αιολική γη
36η έκδοση
(1η έκδοση 1943)
Βιβλιοπωλείον της "Εστίας")
"Ω, οι ευτυχισμένες μέρες!". Καμιά σχέση βέβαια η "Αιολική γη" με το θεατρικό του Σάμιουελ Μπέκετ. Όμως αυτή η φράση μου ερχόταν συνεχώς στο μυαλό καθώς διάβαζα (όχι βέβαια για πρώτη φορά) την υπέροχη αυτή λογοτεχνική δημιουργία του Ηλία Βενέζη. "Ω, οι ευτυχισμένες μέρες!" Οι ευτυχισμένες μέρες των παιδικών χρόνων του μικρού Πέτρου και των τεσσάρων αδελφάδων του, οι ευτυχισμένες μέρες των παιδικών χρόνων της δικής μου, αλλά και κάθε γενιάς. Τότε που μας πλημμυρίζει η αθωότητα, που δεν μας έχει ακόμα αγγίξει η κακία του κόσμου. Τότε που παίζαμε ξέγνοιαστα ό,τι κι αν συνέβαινε γύρω μας, τότε που μαγεμένοι ακούγαμε τα παραμύθια της γιαγιάς, τότε που φοβόμαστε τα φαντάσματα, αλλά νιώθαμε να μας σκέπει και να μας προστατεύει η αγάπη κι η παντοδυναμία των γονιών μας...
Αιολική γη...Η γη της Μικρασίας, ελληνική αιώνες πριν φανούν οι κατακτητές της. Το 1943, μέσα στο μαύρο σκοτάδι της γερμανικής Κατοχής, ο Ηλίας Βενέζης γυρίζει με τη μνήμη πίσω, εκεί στις αρχές του αιώνα και αναπλάθει τα ευτυχισμένα παιδικά του χρόνια. Τότε που κάθε καλοκαίρι το περνούσε με την οικογένειά του στο κτήμα του παππού, του Γιαννακού Μπιμπέλα. Κάτω από την άγρια οροσειρά, τα Κιμιντένια. Εκεί όπου τα παιδιά τριγύριζαν ανέμελα, κυνηγούσαν τσαλαπετεινούς, ανακάλυπταν τη μυστική σπηλιά όπου πάνε τα αγριογούρουνα για να πεθάνουν και θαύουν εκεί μια χελώνα, μια σαλαμάντρα, μια νυχτερίδα, περιμένοντας να πάρουν τα κόκκαλά της να τα 'χουν φυλαχτό για να τους αγαπούν όλοι! Ακούνε ιστορίες από τη γιαγιά και τον παππού, ιστορίες για σκληροτράχηλους ληστές και γενναίους κοντραμπατζήδες, ιστορίες αίματος και γενναιότητας. Ακούνε για χιμαιροκυνηγούς, για τον καμηλιέρη που γυρίζει τον κόσμο αναζητώντας το καμήλι με το άσπρο κεφάλι ή τον σαμαρά που ψάχνει να βρει το αεικίνητο, ένα ρολόι που θα παίζει μουσική χωρίς να σταματά. Τα πάντα είναι εμψυχωμένα. Οι καρυδιές μιλούν μεταξύ τους, τα χέλια συνεννοούνται, οι αρκούδες, τα τσακάλια...
Όσα χρόνια κι αν περάσουν από τότε που πρωτοδιαβάζει κάποιος το  μυθιστόρημα, είναι πρόσωπα και σκηνές που ποτέ δεν μπορεί να ξεχάσει. Δεν ξεχνά τον Λαζό-εφέντη ή τον Αντώνη Παγίδα, σκληροτράχηλους άντρες που μαλακώνουν στο άκουσμα πως η γυναίκα του Γιαννακού Μπιμπέλα έχει νεογέννητο βρέφος ή είναι έγκυος. Δεν ξεχνά τον μικρό Πέτρο που κόντεψε να σκοτωθεί προσπαθώντας να πάρει από τη φωλιά του το μικρό αϊτόπουλο για χάρη της Ντόρις, της κοπέλας που ήρθε από τη μακρινή, ομιχλώδη Σκωτία. Δεν ξεχνά τον "κυνηγό με τα κίτρινα άστρα" που σκοτώνεται καθώς ψάχνει να πάρει από τη φωλιά του το μαύρο αρκούδι. Κανείς δεν ξεχνά τον γέρο Ιωσήφ που ξεκίνησε από το νησί του, τη Λήμνο, να δουλέψει, ν' αγοράσει μια τράτα και να γυρίσει να παντρευτεί το κορίτσι του. Αλλά, τι κρίμα, έμεινε για πάντα στα Κιμιντένια να μπολιάζει δέντρα.
Κι ούτε μπορούμε να ξεχάσουμε την Άρτεμη, την αγαπημένη μικρή αδερφή του Πέτρου, το τολμηρό και φιλοπερίεργο κορίτσι που, με πείραμα τον εαυτό της, θέλησε να μάθει αν ισχύει η παράδοση που έλεγε πως, αν φυτέψει κανείς καρυδιά, θα πεθάνει όταν το δέντρο κάνει τους πρώτους του καρπούς.
Το μυθιστόρημα δεν έχει την αυστηρή ενότητα του είδους. ΄Εχει όμως ωραίους τύπους ανθρώπων, εικόνες από μια εμψυχωμένη φύση, μύθους και θρύλους και μας μεταφέρει την ωραία ειδυλλιακή ζωή στηνΑιολική γη πριν από τη φοβερή καταστροφή και τον ξεριζωμό των ανθρώπων της. Κι όσες φορές κι αν  διαβάσει κανείς το μαγικό αυτό βιβλίο,  δεν  μπορεί παρά να βουρκώσει διαβάζοντας την τελευταία σκηνή:
"Η γιαγιά γέρνει το κεφάλι της να το ακουμπήσει στα στήθια που την προστατέψανε όλες τις μέρες της ζωής της. Κάτι τη μποδίζει και δεν μπορεί να βρει το κεφάλι ησυχία. Σαν ένας βόλος να είναι κάτω απ' το πουκάμισο του γέροντα.
-Τι είναι αυτό εδώ; ρωτά σχεδόν αδιάφορα.
Ο παππούς φέρνει το χέρι του. Το χώνει κάτω απ' το ρούχο, βρίσκει το μικρό ξένο σώμα που ακουμπά στο κορμί του και που ακούει τους κτύπους της καρδιάς του.
-Τι είναι;
-Δεν είναι τίποτα, λέει δειλά ο παππούς, σαν παιδί που έφταιξε. Δεν είναι τίποτα. Λίγο χώμα είναι.
-Χώμα!
Ναι, λίγο χώμα από τη γη τους. Για να φυτέψουν ένα βασιλικό, της λέει, στο ξένο τόπο που πάνε. Για να θυμούνται.
Αργά τα δάχτυλα του γέροντα ανοίγουν το μαντίλι όπου είναι φυλαγμένο το χώμα. Ψάχνουν εκεί μέσα, ψάχνουν και τα δάχτυλα της γιαγιάς, σα να το χαϊδεύουν. Τα μάτια τους δακρυσμένα στέκουν εκεί.
Δεν είναι τίποτα λέω, λίγο χώμα"



2 σχόλια:

  1. Τί μπορεί να πει κανείς για βιβλία "μαγικά"...πραγματικής λογοτεχνίας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ευτυχώς που είσαι κι εσύ, Μάκη, να μου γράφεις κανένα σχόλιο. Δεν ξέρω γιατί έμειναν τόσο λίγοι bloggers. Πού καιρός... μας έφαγε το fb. Αφού κι οι εναπομείναντες βιβλιόφιλοι bloggers αναγκαζόμαστε να υποκύπτουμε δημοσιεύοντας παράλληλα και στο fb.

    ΑπάντησηΔιαγραφή