"Η νουβέλα διαβάζεται απνευστί μέσα σε τρία τέταρτα της ώρας. Είτε σε μία πτήση Αθήνα-Θεσσαλονίκη (με τη γνωστή καθυστέρηση, απογείωση-προσγείωση-αποβίβαση) είτε σε ένα τραίνο, ώσπου να φτάσει από την Αθήνα στα Οινόφυτα, είτε, στην καλύτερη περίπτωση, στον υποθαλάσσιο συρμό της Μάγχης.
Και, κυρίως, καθ' οδόν προς Βουδαπέστη".
Έτσι καταλήγει ο πρόλογος του Βασίλη Βασιλικού στη νουβέλα του Κώστα Καλφόπουλου "Καφέ Λούκατς" (Άγρα, 2008). Εγώ τη διάβασα ένα μουντό, βροχερό πρωινό του Μάρτη, με την εξωτερική, σκοτεινή ατμόσφαιρα (όσο καλοδεχούμενες κι αν ήταν οι φετινές ανοιξιάτικες βροχές) να επιτείνει το noir κλίμα της νουβέλας (Budapest noir είναι ο υπότιτλος που συνοδεύει τον τίτλο του βιβλίου).
Η μισή περίπου κριτική του Κούρτοβικ στα "Νέα" για το βιβλίο αυτό αφιερώνεται στην επεξήγηση του όρου "noir". Γράφει, ανάμεσα σ' άλλα, ο Κούρτοβικ: "Σύμφωνα με την κυρίαρχη εκδοχή, ο όρος "νουάρ λογοτεχνία" αναφέρεται σε αστυνομικά έργα όπου κυριαρχεί η απειλητική αβεβαιότητα του σκοταδιού, τόσο κυριολεκτικά, με σκηνές που διαδραματίζονται κυρίως σε νυχτερινά αστικά τοπία και μισοσκότεινους εσωτερικούς χώρους, όσο και μεταφορικά, με την ηθική αμφισημία που διαπνέει αυτές τις ιστορίες. Η σκοτεινή αβεβαιότητα επεκτείνεται και στον ίδιο τον κεντρικό ήρωα, που δεν είναι ένας κλασικός ντετέκτιβ, γιατί στο πρόσωπό του εναλλάσσονται ή μάλλον συνενώνονται οι ρόλοι του διώκτη και του κυνηγημένου, του ερευνητή και του εξεταζόμενου, του αθώου και του ένοχου".
Χώρος όπου διαδραματίζεται το έργο είναι κυρίως η Βουδαπέστη, η παλιά αυτή, αριστοκρατική και κάπως υποτιμημένη πρωτεύουσα, της οποίας την ατμόσφαιρα διαζωγραφίζει αριστοτεχνικά ο συγγραφέας. Για πολύ λίγο η δράση μεταφέρεται και στη Βιέννη. Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής είναι ένας δημοσιογράφος που πάει στη Βουδαπέστη για ένα συνέδριο, μια πόλη που ήξερε καλά, μια και στο παρελθόν είχε ζήσει εκεί με υποτροφία, για να συγκεντρώσει στοιχεία για τους πολιτικούς πρόσφυγες. Με αισθήματα νοσταλγίας περιδιαβάζει στην πόλη και καταφεύγει σ΄ένα γνωστό του καφέ, το Καφέ Λούκατς. Εκεί τον πλησιάζει μια ωραία, ώριμη κυρία, γνωριμία που θα καταλήξει σε μια ερωτική, γεμάτη πάθος νύχτα. Όμως, την επομένη, η μυστηριώδης άγνωστη δολοφονείται. Θα ακολουθήσουν άλλοι δυο φόνοι, θα 'λεγε κανείς, σημαδεύοντας το πέρασμα του πρωταγωνιστή. Γιατί άραγε; Και τι σχέση έχουν μαζί του; Η μετάβαση στην αστυνομία και οι πληροφορίες που του δίνονται σχετικά με το πρώτο θύμα και που το συνδέουν με το παρελθόν, με τους Ναζί, τους Εβραίους, τις διώξεις αλλά και την προστασία των πρώην διωκτών τους, καθόλου δεν διαφωτίζουν το όλο θέμα.
Τα πάντα μένουν ασαφή και αδιευκρίνιστα, τοποθετημένα σε μια ρευστή εποχή. Είναι ο Αύγουστος του 1989, εποχή που τρίζουν τα θεμέλια του "σοσιαλιστικού μπλοκ", που θα καταρρεύσει σε λίγο, με την αρχή να έχει γίνει με το άνοιγμα των ουγγροαυστριακών συνόρων.
Η ενδιαφέρουσα νουβέλα του Καλφόπουλου, τυπικό δείγμα νουάρ λογοτεχνίας, αποδεικνύει πως η καλή λογοτεχνία δεν χρειάζεται κατ' ανάγκην τον εκδοτικό όγκο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου