Πέμπτη, Απριλίου 09, 2009

Βίλλα Αμάλια

Όσοι στο βιβλίο "Βίλλα Αμάλια" (Άγρα, 2008, μετ. Βάνα Χατζάκη) θα αναζητήσουν μια ιστορία που θα τους σπρώχνει με ανυπομονησία να γυρίζουν σελίδα για να δουν "τι θα γίνει παρακάτω", θα απογοητευτούν από το μυθιστόρημα του Pascal Quignard, παρ' όλο που η αρχή σε προδιαθέτει για κάτι τέτοιο.
Μια 47χρονη γυναίκα, η Ανν Χίντεν, μουσικός, πιανίστρια και συνθέτις, βλέπει τον άντρα της σε μια στιγμή απιστίας του. Η απογοήτευση και η θλίψη που την πλημμυρίζει, εκτονώνεται κάπως όταν συναντά ένα παλιό συμμαθητή και φίλο, τον Ζωρζ, με τη βοήθεια του οποίου αποφασίζει να εξαφανιστεί. Να κόψει όλους τους δεσμούς κι όλες τις γέφυρες που την ενώνουν με το παρελθόν. Είναι φανερό πως η απιστία του άντρα της ήταν μόνο η αφορμή, πως η απόφαση ν' αλλάξει τον εαυτό της, να αναζητήσει μιαν άλλη ταυτότητα υπόβοσκε από καιρό μέσα της. Πουλάει σπίτι, έπιπλα, τα τρία πιάνα της, καίει το παρελθόν και φεύγει. Αλλάζει επίσης την εξωτερική της εμφάνιση, πράγμα που γίνεται όχι μόνο μια φορά στο βιβλίο. Τελευταία συμβολική κίνηση η διάλυση του κινητού της τηλεφώνου καθώς παίρνει το τρένο της φυγής.
Η σύντομη περιπλάνησή της στην Ευρώπη καταλήγει στην Ιταλία και πιο συγκεκριμένα, στο νησάκι Ίσκια, στον Κόλπο της Νάπολης. Κολυμπάει, ακούει ή συνθέτει μουσική κι ερωτεύεται ένα έρημο, εγκαταλελειμμένο σπίτι. "Είδε το σπίτι πάνω από είκοσι φορές πριν σκεφτεί ότι θα μπορούσε να το κατοικήσει μια μέρα. Το αγάπησε πριν σκεφτεί ότι μπορεί κανείς να αγαπήσει ερωτικά έναν τόπο μέσα στο σύμπαν. Το σπίτι πάνω στον απόκρημνο βράχο στην πραγματικότητα ήταν ένα σπίτι σχεδόν αόρατο. Ούτε από την παραλία ούτε απ' το τραπέζι της ταβέρνας όπου έτρωγε μια σαλάτα το μεσημέρι, ούτε κι απ' το δρόμο ακόμη, δεν μπορούσες να δεις πολύ περισσότερο από το μισό της γαλάζιας σκεπής, στα μισά της πλαγιάς, απ' την πλευρά που έβλεπε τη θάλασσα. Η ταράτσα κι ολόκληρο το σπίτι ήταν σκαμμένα κατά το μεγαλύτερο τμήμα τους μέσα στον ίδιο το βράχο".
Η περιγραφή του σπιτιού και του τοπίου θυμίζει έντονα "Το χρονικό του Σαν Μικέλε" και το σπίτι του Άξελ Μούντε στο Κάπρι. Κι αυτό είχα συνεχώς στο νου μου, καθώς διάβαζα τη "Βίλλα Αμέλια", έτσι όπως το είδα ένα καλοκαίρι, τουρίστρια κι εγώ, ανάμεσα στο πλήθος των τουριστών που πλημμύριζε το νησί και το διάσημο σπίτι του γιατρού. Η Ανν θα ζήσει εκεί ευτυχισμένες στιγμές, η μοναξιά της όμως θα σπάσει από καινούριες γνωριμίες. Ένα θλιβερό περιστατικό την οδηγεί μακριά από το ειδυλλιακό περιβάλλον, ξανά πίσω στη Γαλλία. Το βιβλίο θα τελειώσει μερικά χρόνια αργότερα, με την Ανν μόνη και πάλι, με συντροφιά τις αναμνήσεις, αλλά έχοντας επιτέλους κατακτήσει την ηρεμία.
Η "Βίλλα Αμάλια" είναι βιβλίο αποσπασματικό. Δουλεύει περισσότερο με εικόνες, παρά με μια συνεχή ροή αφήγησης. Ο φακός του συγγραφέα παρακολουθεί διαρκώς την ηρωίδα του, τόσο στις εξωτερικές όσο και στις εσωτερικές της αναζητήσεις. Οι οικογενειακές της σχέσεις με το σύζυγο, τη μητέρα, τον πατέρα (που είχε εγκαταλείψει την οικογένειά του όταν η Ανν ήταν πολύ μικρή) μοιάζουν προβληματικές. Ωραίες εικόνες της φύσης, της βροχής (πολλή βροχή συνοδεύει την αφήγηση), προπάντων της θάλασσας, ζωντανεύουν το τοπίο και ομορφαίνουν την αφήγηση.
Αν ήθελα να συνοψίσω το θεματικό κέντρο του βιβλίου, θα το εντόπιζα στην εξής παράγραφο:"Αν πεπρωμένο είναι αυτή η παρόρμηση που, ερχόμενη από κάπου αλλού και όχι απ' τον εαυτό μας, μας κυριεύει και μας ωθεί να την ακολουθήσουμε, χωρίς ποτέ να καταλαβαίνουμε τη φύση της, τότε η Ανν ακολουθούσε το πεπρωμένο της. Έλεγε μέσα της:"Δεν ξέρω πού πηγαίνω, αλλά τρέχω αποφασισμένη προς τα εκεί. Κάτι μου λείπει που μέσα του θα μου άρεσε να χαθώ".


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου